Της Χαράς Καλημέρη//Ημερησία
Η φτώχεια έχει «φωλιάσει» για τα καλά στη χώρα μας, δοκιμάζοντας τη ζωή χιλιάδων συμπολιτών μας. Περίπου 1.650.000 Έλληνες ζούσαν κάτω από το όριο ακραίας φτώχειας το 2015, εκ των οποίων περισσότεροι από 647.000 προέρχονταν από οικογένειες με άνεργο αρχηγό και δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν, χωρίς να δανειστούν, τα αναγκαία προς το ζην.
Τα παραπάνω ανησυχητικά στοιχεία σχετικά με το ποσοστό ακραίας φτώχειας στην Ελλάδα προκύπτουν από τις επικαιροποιημένες εκτιμήσεις της Ομάδας Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΟΠΑ) την οποία συντονίζει ο αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών, Μάνος Ματσαγγάνης.
Στη σύνταξη της μελέτης συμμετείχαν, επίσης, τα μέλη της Ομάδας Χρύσα Λεβέντη και Ελένη Καναβιτσά. Τα ευρήματα δείχνουν ότι το 2015 το ποσοστό της ακραίας φτώχειας στη χώρα μας παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα και διαμορφώθηκε σε 15,2%. Τα πρώτα δύο χρόνια της πενταετίας (2011-2015) που εξετάζει η μελέτη, το ποσοστό αυτό σχεδόν διπλασιάστηκε, φθάνοντας από 8,9% το 2011 σε 17,1% το 2013. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με προηγούμενες εκτιμήσεις της Ομάδας το ποσοστό ακραίας φτώχειας το 2009, δηλαδή πριν η οικονομική κρίση δείξει τα σημάδια της, ήταν 2,2%. Περισσότερο ευάλωτες στη φτώχεια είναι οι οικογένειες με αρχηγό άνεργο, αλλά και οι οικογένειες με παιδιά που αδυνατούν να εξασφαλίσουν τα βασικά αγαθά που απαιτούνται για τη διασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Επίσης, από αυξημένο κίνδυνο ακραίας φτώχειας χαρακτηρίζονται οι οικογένειες που ζουν στην Αθήνα και στις άλλες πόλεις, καθώς και τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιαζόμενη κατοικία.
Στον αντίποδα, ανεπηρέαστα από την οικονομική κρίση είναι τα νοικοκυριά με δύο εργαζόμενους, οι υπάλληλοι ΔΕΚΟ, τραπεζών, καθώς και οι ελεύθεροι επαγγελματίες (γιατροί, νομικοί, μηχανικοί και δημοσιογράφοι). Σε ό,τι αφορά τους ηλικιωμένους, η κατάσταση είναι σαφώς καλύτερη συγκρινόμενη, για παράδειγμα, με εκείνη ανέργων οικογενειών με παιδιά.
Είναι ενδεικτικό ότι το 2015 τα ποσοστά ακραίας φτώχειας ήταν 3,8% για τους συνταξιούχους και 2,7% για τους ηλικιωμένους. Ωστόσο, αν κανείς λάβει υπόψη τις αυξημένες ανάγκες που έχουν για φάρμακα και περίθαλψη, τότε οδηγείται στο συμπέρασμα ότι κάτω από το όριο ακραίας φτώχειας ενδέχεται να βρίσκονται περισσότεροι ηλικιωμένοι.
«Δεν ταιριάζει τόση φτώχεια σε έναν λαό με τόσο πνευματικό και ιστορικό πλούτο», τονίζει ο πρύτανης του ΟΠΑ, Εμμανουήλ Γιακουμάκης, προσθέτοντας: «Οφείλουμε να κατανοήσουμε γιατί η χώρα αποκλίνει αρνητικά από τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γιατί είμαστε η μοναδική χώρα που επιμένει στην κρίση. Γιατί δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να ξεπεράσουμε την κρίση, που έχει φτωχοποιήσει πολλούς συμπολίτες μας, παρ΄ όλα τα σχετικά προγράμματα. Γιατί δεν έχει έρθει ακόμα η ανάπτυξη, που θα βοηθήσει τη χώρα να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο της συνεχούς ύφεσης και θα παράξει πλούτο για τους συμπολίτες».
Ανεπαρκή μέτρα στήριξης
Σύμφωνα με τους συντάκτες της μελέτης, η αύξηση της φτώχειας οφείλεται στη μεγάλη άνοδο της ανεργίας, σε συνδυασμό με τα κενά του συστήματος κοινωνικής προστασίας. «Αυτό συνέβη όχι μόνον επειδή η κρίση είναι βαθιά και παρατεταμένη, αλλά και επειδή το σύστημα κοινωνικής προστασίας απέτυχε να ενεργοποιήσει μηχανισμούς στήριξης του εισοδήματος των φτωχών και των ανέργων», τονίζουν οι συντάκτες της μελέτης, η οποία δημοσιεύεται στο τελευταίο τεύχος της εφημερίδας «ΟΠΑnews» που εκδίδει το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Και προσθέτουν: «Το φαινόμενο της διόγκωσης του αριθμού των φτωχών ανέργων που δεν λαμβάνουν εισοδηματική στήριξη από το σύστημα κοινωνικής προστασίας είναι το "νέο κοινωνικό ζήτημα". Η κρισιμότητά του δεν μπορεί -και δεν πρέπει- να υποτιμάται άλλο: υπονομεύει την κοινωνική συνοχή, την πολιτική σταθερότητα, ακόμη και τη βιωσιμότητα της (μελλοντικής) ανάκαμψης της οικονομίας».
Όπως προκύπτει από τη μελέτη, τα μέτρα που θεσμοθετήθηκαν τα τελευταία τρία χρόνια -και συγκεκριμένα το κοινωνικό μέρισμα, το ενιαίο επίδομα στήριξης τέκνων και η κάρτα σίτισης- συνέβαλαν στη μικρή μείωση του αριθμού των ακραία φτωχών, καθώς και σε κάποια ενίσχυση του εισοδήματος όσων παρέμειναν ακραία φτωχοί.
Όμως, η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού κάτω από το όριο ακραίας φτώχειας παραμένει χωρίς αξιόλογη στήριξη εισοδήματος. Ειδικότερα, το κοινωνικό μέρισμα και το ενιαίο επίδομα στήριξης τέκνων μείωσαν τον πληθυσμό με εισόδημα κάτω από το όριο ακραίας φτώχειας κατά 120.400 και 85.000 άτομα αντιστοίχως.
Αντίθετα, η κάρτα σίτισης είχε μικρότερη συνεισφορά στη μείωση του αριθμού των ακραία φτωχών (κατά 21.600 άτομα). Παρόλα αυτά, πάντως, φαίνεται πως η κάρτα σίτισης έχει περίπου τις ίδιες επιδόσεις με αυτές του κοινωνικού μερίσματος και του επιδόματος τέκνων σε ό,τι αφορά τη μείωση του συνολικού χάσματος ακραίας φτώχειας. Συγκεκριμένα, υπολογίζεται ότι η κάρτα σίτισης καλύπτει το 8,7% του αρχικού εισοδηματικού ελλείμματος των ακραία φτωχών σε σχέση με το όριο ακραίας φτώχειας.
Η «ταυτότητα» της μελέτης
Ως όριο ακραίας φτώχειας, οι συντάκτες της μελέτης θεωρούν το κόστος απόκτησης ενός καλαθιού αγαθών και υπηρεσιών που αντιστοιχεί στις ελάχιστες ανάγκες διαβίωσης. Συγκεκριμένα, εκτιμούν το μηνιαίο όριο ακραίας φτώχειας σε 395 ευρώ για άτομο που ζει μόνο και σε 905 ευρώ για ζευγάρι με δύο παιδιά που διαμένουν στην Αθήνα και βαρύνονται με έξοδα ενοικίου ή στεγαστικού δανείου. Το όριο ακραίας φτώχειας εκτιμάται χωριστά και είναι σημαντικά χαμηλότερο για οικογένειες που ζουν σε δικό τους σπίτι ή κατοικούν σε άλλες πόλεις, καθώς και σε ημιαστικές ή αγροτικές περιοχές. Το ποσοστό ακραίας φτώχειας είναι το ποσοστό του πληθυσμού με εισόδημα χαμηλότερο από το κόστος του βασικού καλαθιού αγαθών που αντιστοιχεί στον τύπο νοικοκυριού όπου ανήκει.
Ανεργος
Περισσότερο ευάλωτες στη φτώχεια είναι οι οικογένειες με αρχηγό άνεργο
Οι ηλικιωμένοι
Το 2015 τα ποσοστά ακραίας φτώχειας ήταν 3,8% για τους συνταξιούχους και 2,7% για τους ηλικιωμένους
Η φτώχεια έχει «φωλιάσει» για τα καλά στη χώρα μας, δοκιμάζοντας τη ζωή χιλιάδων συμπολιτών μας. Περίπου 1.650.000 Έλληνες ζούσαν κάτω από το όριο ακραίας φτώχειας το 2015, εκ των οποίων περισσότεροι από 647.000 προέρχονταν από οικογένειες με άνεργο αρχηγό και δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν, χωρίς να δανειστούν, τα αναγκαία προς το ζην.
Τα παραπάνω ανησυχητικά στοιχεία σχετικά με το ποσοστό ακραίας φτώχειας στην Ελλάδα προκύπτουν από τις επικαιροποιημένες εκτιμήσεις της Ομάδας Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΟΠΑ) την οποία συντονίζει ο αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών, Μάνος Ματσαγγάνης.
Στη σύνταξη της μελέτης συμμετείχαν, επίσης, τα μέλη της Ομάδας Χρύσα Λεβέντη και Ελένη Καναβιτσά. Τα ευρήματα δείχνουν ότι το 2015 το ποσοστό της ακραίας φτώχειας στη χώρα μας παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα και διαμορφώθηκε σε 15,2%. Τα πρώτα δύο χρόνια της πενταετίας (2011-2015) που εξετάζει η μελέτη, το ποσοστό αυτό σχεδόν διπλασιάστηκε, φθάνοντας από 8,9% το 2011 σε 17,1% το 2013. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με προηγούμενες εκτιμήσεις της Ομάδας το ποσοστό ακραίας φτώχειας το 2009, δηλαδή πριν η οικονομική κρίση δείξει τα σημάδια της, ήταν 2,2%. Περισσότερο ευάλωτες στη φτώχεια είναι οι οικογένειες με αρχηγό άνεργο, αλλά και οι οικογένειες με παιδιά που αδυνατούν να εξασφαλίσουν τα βασικά αγαθά που απαιτούνται για τη διασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Επίσης, από αυξημένο κίνδυνο ακραίας φτώχειας χαρακτηρίζονται οι οικογένειες που ζουν στην Αθήνα και στις άλλες πόλεις, καθώς και τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιαζόμενη κατοικία.
Στον αντίποδα, ανεπηρέαστα από την οικονομική κρίση είναι τα νοικοκυριά με δύο εργαζόμενους, οι υπάλληλοι ΔΕΚΟ, τραπεζών, καθώς και οι ελεύθεροι επαγγελματίες (γιατροί, νομικοί, μηχανικοί και δημοσιογράφοι). Σε ό,τι αφορά τους ηλικιωμένους, η κατάσταση είναι σαφώς καλύτερη συγκρινόμενη, για παράδειγμα, με εκείνη ανέργων οικογενειών με παιδιά.
Είναι ενδεικτικό ότι το 2015 τα ποσοστά ακραίας φτώχειας ήταν 3,8% για τους συνταξιούχους και 2,7% για τους ηλικιωμένους. Ωστόσο, αν κανείς λάβει υπόψη τις αυξημένες ανάγκες που έχουν για φάρμακα και περίθαλψη, τότε οδηγείται στο συμπέρασμα ότι κάτω από το όριο ακραίας φτώχειας ενδέχεται να βρίσκονται περισσότεροι ηλικιωμένοι.
«Δεν ταιριάζει τόση φτώχεια σε έναν λαό με τόσο πνευματικό και ιστορικό πλούτο», τονίζει ο πρύτανης του ΟΠΑ, Εμμανουήλ Γιακουμάκης, προσθέτοντας: «Οφείλουμε να κατανοήσουμε γιατί η χώρα αποκλίνει αρνητικά από τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γιατί είμαστε η μοναδική χώρα που επιμένει στην κρίση. Γιατί δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να ξεπεράσουμε την κρίση, που έχει φτωχοποιήσει πολλούς συμπολίτες μας, παρ΄ όλα τα σχετικά προγράμματα. Γιατί δεν έχει έρθει ακόμα η ανάπτυξη, που θα βοηθήσει τη χώρα να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο της συνεχούς ύφεσης και θα παράξει πλούτο για τους συμπολίτες».
Ανεπαρκή μέτρα στήριξης
Σύμφωνα με τους συντάκτες της μελέτης, η αύξηση της φτώχειας οφείλεται στη μεγάλη άνοδο της ανεργίας, σε συνδυασμό με τα κενά του συστήματος κοινωνικής προστασίας. «Αυτό συνέβη όχι μόνον επειδή η κρίση είναι βαθιά και παρατεταμένη, αλλά και επειδή το σύστημα κοινωνικής προστασίας απέτυχε να ενεργοποιήσει μηχανισμούς στήριξης του εισοδήματος των φτωχών και των ανέργων», τονίζουν οι συντάκτες της μελέτης, η οποία δημοσιεύεται στο τελευταίο τεύχος της εφημερίδας «ΟΠΑnews» που εκδίδει το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Και προσθέτουν: «Το φαινόμενο της διόγκωσης του αριθμού των φτωχών ανέργων που δεν λαμβάνουν εισοδηματική στήριξη από το σύστημα κοινωνικής προστασίας είναι το "νέο κοινωνικό ζήτημα". Η κρισιμότητά του δεν μπορεί -και δεν πρέπει- να υποτιμάται άλλο: υπονομεύει την κοινωνική συνοχή, την πολιτική σταθερότητα, ακόμη και τη βιωσιμότητα της (μελλοντικής) ανάκαμψης της οικονομίας».
Όπως προκύπτει από τη μελέτη, τα μέτρα που θεσμοθετήθηκαν τα τελευταία τρία χρόνια -και συγκεκριμένα το κοινωνικό μέρισμα, το ενιαίο επίδομα στήριξης τέκνων και η κάρτα σίτισης- συνέβαλαν στη μικρή μείωση του αριθμού των ακραία φτωχών, καθώς και σε κάποια ενίσχυση του εισοδήματος όσων παρέμειναν ακραία φτωχοί.
Όμως, η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού κάτω από το όριο ακραίας φτώχειας παραμένει χωρίς αξιόλογη στήριξη εισοδήματος. Ειδικότερα, το κοινωνικό μέρισμα και το ενιαίο επίδομα στήριξης τέκνων μείωσαν τον πληθυσμό με εισόδημα κάτω από το όριο ακραίας φτώχειας κατά 120.400 και 85.000 άτομα αντιστοίχως.
Αντίθετα, η κάρτα σίτισης είχε μικρότερη συνεισφορά στη μείωση του αριθμού των ακραία φτωχών (κατά 21.600 άτομα). Παρόλα αυτά, πάντως, φαίνεται πως η κάρτα σίτισης έχει περίπου τις ίδιες επιδόσεις με αυτές του κοινωνικού μερίσματος και του επιδόματος τέκνων σε ό,τι αφορά τη μείωση του συνολικού χάσματος ακραίας φτώχειας. Συγκεκριμένα, υπολογίζεται ότι η κάρτα σίτισης καλύπτει το 8,7% του αρχικού εισοδηματικού ελλείμματος των ακραία φτωχών σε σχέση με το όριο ακραίας φτώχειας.
Η «ταυτότητα» της μελέτης
Ως όριο ακραίας φτώχειας, οι συντάκτες της μελέτης θεωρούν το κόστος απόκτησης ενός καλαθιού αγαθών και υπηρεσιών που αντιστοιχεί στις ελάχιστες ανάγκες διαβίωσης. Συγκεκριμένα, εκτιμούν το μηνιαίο όριο ακραίας φτώχειας σε 395 ευρώ για άτομο που ζει μόνο και σε 905 ευρώ για ζευγάρι με δύο παιδιά που διαμένουν στην Αθήνα και βαρύνονται με έξοδα ενοικίου ή στεγαστικού δανείου. Το όριο ακραίας φτώχειας εκτιμάται χωριστά και είναι σημαντικά χαμηλότερο για οικογένειες που ζουν σε δικό τους σπίτι ή κατοικούν σε άλλες πόλεις, καθώς και σε ημιαστικές ή αγροτικές περιοχές. Το ποσοστό ακραίας φτώχειας είναι το ποσοστό του πληθυσμού με εισόδημα χαμηλότερο από το κόστος του βασικού καλαθιού αγαθών που αντιστοιχεί στον τύπο νοικοκυριού όπου ανήκει.
Ανεργος
Περισσότερο ευάλωτες στη φτώχεια είναι οι οικογένειες με αρχηγό άνεργο
Οι ηλικιωμένοι
Το 2015 τα ποσοστά ακραίας φτώχειας ήταν 3,8% για τους συνταξιούχους και 2,7% για τους ηλικιωμένους