Η Γαύδος είναι το νοτιότερο σημείο της Ελλάδας και της Ευρώπης. Μια μικρή τελεία στον χάρτη στα νότια της Κρήτης. Εκεί 55 ψυχές φυλάνε...
εδώ και χρόνια Θερμοπύλες, μακριά από τα πολύβουα αστικά κέντρα και την πιεστική καθημερινότητα. Άνθρωποι απλοί, που ζούνε ήσυχα τη ζωή τους σε έναν ευλογημένο τόπο.
Όσον αφορά την ιστορία του τόπου αυτού, αξίζει να σημειώσουμε πως η Γαύδος ήταν κατοικημένη από τη Νεολιθική Εποχή. Το νησί έχει ταυτιστεί με την Ωγυγία, όπου η Καλυψώ κρατούσε αιχμάλωτο τον Οδυσσέα. Αρχαιολογικές έρευνες έχουν τεκμηριώσει ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε παρουσία στο νησί. Οι Ρωμαίοι έκαναν κατάχρηση της χλωρίδας του, προκαλώντας έτσι μια διαδικασία αποσάθρωσης, η οποία συνεχίζεται έως σήμερα.
Ο Απόστολος Παύλος πέρασε από την υπήνεμη πλευρά του νησιού κατά τη διάρκεια του τελικού ταξιδιού του προς τη Ρώμη. Αφού εγκατέλειψε την Κρήτη, μια καταιγίδα έβγαλε το πλοίο του εκτός πορείας, με αποτέλεσμα να περάσει δίπλα από τη Γαύδο. Το γεγονός αυτό έχει καταγραφεί στις Πράξεις των Αποστόλων. Αργότερα, τον καιρό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το νησί είχε περίπου 8.000 κατοίκους (900-1000 μ.Χ.), με τρεις Επισκόπους και έναν Αρχιεπίσκοπο. Κατά την οθωμανική ηγεμονία, που διήρκεσε από το 1665 έως το 1895, η Γαύδος ήταν γνωστή ως Γότζο. Εκείνη την περίοδο ο πληθυσμός μειώθηκε σταδιακά και έφτασε τους 500 κατοίκους το 1882. Αναφορά στους Σαρακηνούς έχει διασωθεί στο νησί: μια παραλία ονομάζεται Σαρακήνικο.
Τη δεκαετία του ’30 η Γαύδος υπήρξε τόπος εξορίας για τους κομμουνιστές. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι συμμαχικές δυνάμεις μετέφεραν στρατεύματα στη Γαύδο μετά τη νίκη των Γερμανών στη Μάχη της Κρήτης.
Η αστικοποίηση που στην υπόλοιπη Ελλάδα παρατηρήθηκε τη δεκαετία του ’60 είχε ήδη αρχίσει στη Γαύδο από τη δεκαετία του ’50. Την περίοδο αυτή οι νησιώτες αντάλλαξαν τη γη τους στη Γαύδο με πρώην τουρκική γη στην Κρήτη. Κατά την εποίκησή τους στη Μεγαλόνησο ίδρυσαν μια νέα κοινότητα, τα Γαυδιώτικα.
Η «Ορθόδοξη Αλήθεια», επιχειρώντας να αποτυπώσει ανάγλυφα τη σημερινή ζωή στο ακριτικό νησί, επικοινώνησε με τον επί 48 χρόνια ιερέα της Γαύδου π. Εμμανουήλ Μπικογιαννάκη, γέννημα θρέμμα του νησιού, ο οποίος μίλησε για το σήμερα και το χθες του τόπου του, τα προβλήματα αλλά και τους γεμάτους αγάπη για τη γη τους κατοίκους. Αυτοί οι άνθρωποι, σε πείσμα των καιρών, παραμένουν φύλακες του ακριτικού νησιού. Ο π. Εμμανουήλ, παρά τα 75 χρόνια του, επισκέπτεται τακτικά όλους τους μικρούς οικισμούς της Γαύδου, με σκοπό να προσφέρει ό,τι μπορεί στους ολιγάριθμους κατοίκους.
Ο ίδιος είναι και ο ιδρυτής του λαογραφικού μουσείου του νησιού, καθώς ο χώρος αυτός δημιουργήθηκε με δική του πρωτοβουλία. Ο π. Εμμανουήλ αρχικά μας μίλησε για τη δική του ιστορία και την καταγωγή του από το νησί. «Χειροτονήθηκα το 1968 και ήρθα αμέσως σε ενορία της Γαύδου, στην Αγία Μαρίνα. Η Γαύδος είναι ένα μικρό νησί νότια της Κρήτης και νομίζω ότι είναι και το μοναδικό νησάκι της Κρήτης που είναι κατοικήσιμο. Ζούμε εδώ 55 άνθρωποι, που είμαστε και οι μόνιμοι κάτοικοι του νησιού» αναφέρει και προσθέτει: «Υπάρχουν και περιπτώσεις ανθρώπων οι οποίοι μένουν για ένα μικρό διάστημα στο νησί και ξαναφεύγουν. Εγώ είμαι επί 48 συνεχή χρόνια σε ενορία της Γαύδου, αλλά δεν έχω κατά νου να εγκαταλείψω την ενορία και τους νησιώτες που εδώ και τόσα χρόνια με στηρίζουν και τους στηρίζω. Άλλωστε, είμαι γέννημα θρέμμα του νησιού. Ο προπάππος, οι παππούδες, όλοι εδώ γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε, παντρευτήκαμε. Μπορεί ο τόπος μας να είναι φτωχός, αλλά για εμάς είναι ο καλύτερος. Δεν νομίζω ότι μπορεί να υπάρχει στον πλανήτη περιοχή που να μην έχει τα καλά της και τα προβλήματά της, όπως, δυστυχώς, τα έχουμε κι εμείς».
ΔΥΣΚΟΛΗ Η ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑ
Όπως σημειώνει ο π. Εμμανουήλ, «εμείς ακόμα ζούμε σε μια κατάσταση που δεν θα τη χαρακτήριζα πρωτόγονη αλλά ούτε και μέσα στον πολιτισμό. Είμαστε σε μια μέση κατάσταση. Λόγω της θέσης του νησιού υπάρχουν πολλά προβλήματα, που άλλα αντιμετωπίζονται και άλλα όχι. Το σημαντικότερο είναι η συγκοινωνία με την Κρήτη. Παρά τις προσπάθειες που κάνει μια εταιρία, δεν παύει να υπάρχει γύρω μας θάλασσα, η οποία πολλές φορές δεν αντιμετωπίζεται. Θέλουμε όμως να ευχαριστήσουμε αυτούς τους ανθρώπους για τα δρομολόγια που κάνουν, ώστε να μη νιώθουμε τελείως αποκομμένοι. Εδώ, πάντως, ακόμη υπάρχουν αγροτικός γιατρός, δασκάλα, νηπιαγωγός. Τα παιδιά του νησιού μας είναι τρία στο δημοτικό και τρία στο νηπιαγωγείο. Ο αγροτικός γιατρός μένει εδώ μέχρι να τον αντικαταστήσει κάποιος άλλος. Όσο γι’ αυτά τα παιδάκια, δεν υπάρχει μέλλον στη Γαύδο, αφού δεν υπάρχει γυμνάσιο. Υπήρχε στο παρελθόν, όταν ήταν περισσότερα τα παιδιά, αλλά σταδιακά ερημώσαμε κι εμείς».
Ο π. Εμμανουήλ μίλησε και για την πίστη των ανθρώπων στο νησί, ενώ περιέγραψε τη δική του τιτάνια προσπάθεια -μολονότι βρίσκεται σε προχωρημένη ηλικία- να γυρίζει συνεχώς όλο το νησί, για να μη μείνει κανένας κάτοικος χωρίς τη θεία κοινωνία και τη λειτουργία.
«Είμαι 48 χρόνια στην Ενορία της Αγίας Τριάδος. Σε αυτήν υπάγονται 19 ξωκλήσια σε όλο το νησί. Σε κάθε οικισμό υπάρχει και μια κεντρική εκκλησία. Θέλω να πω για την ιστορία ότι επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, περίπου από το 920 έως το 1000 μ.Χ., η Γαύδος -τότε με την ονομασία Κλαύδι- αριθμούσε 8.000 ανθρώπους. Μάλιστα, υπήρχε και έδρα Επισκόπου, ενώ το νησί ήταν χωρισμένο σε πέντε ενορίες. Αυτά τα 48 χρόνια που διακονώ την Εκκλησία βρήκα από τους προκατόχους μου ορισμένα έθιμα, τα οποία και διατηρώ. Στον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Τριάδος γίνονται όλες οι μεγάλες δεσποτικές και θεομητορικές εορτές. Ανάλογα με τη γιορτή, πηγαίνω και στο αντίστοιχο εκκλησάκι που γιορτάζει ή κάθε Κυριακή επισκέπτομαι εναλλάξ όλα τα χωριά, γιατί πρέπει όλοι να εξυπηρετούνται. Επειδή αντέχω, ακόμα περπατάω, παρά τα 75 χρόνια μου, πάω στα χωριά. Εκεί υπάρχουν ηλικιωμένοι 85-90 χρονών που δεν μπορούν, λόγω της απόστασης, να έρθουν από το ένα χωριό στο άλλο. Εγώ, λοιπόν, που μπορώ είμαι υποχρεωμένος να πάω στο χωριό, για να λειτουργηθεί ο άνθρωπος, να κοινωνήσει, να βρεθεί στη θεία λειτουργία».
Όπως επισημαίνει, «πριν από λίγο καιρό, του Αγίου Αντωνίου, κάναμε μια ομάδα μικροί και μεγάλοι και σκαρφαλώσαμε στα βράχια, όπου κάναμε λειτουργία. Η εκκλησία αυτή είναι χτισμένη σε μια σπηλιά και το μέρος εκεί είναι θαυμάσιο. Οσοι ξένοι έρχονται περνάνε πάντα από εκεί».
ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ
«Ο τουρισμός στο νησί μας πάει πάρα πολύ καλά, καθώς το καλοκαίρι οι επισκέπτες υπολογίζονται στους 15.000-20.000. Έχουμε παραδοσιακά καφενεία, ταβέρνες, εστιατόρια και υπάρχουν περίπου 250 κλίνες, για να εξυπηρετούνται οι επισκέπτες. Επίσης, υπάρχει καλή εσωτερική συγκοινωνία για τη μεταφορά των τουριστών. Εχει πολλές ομορφιές το νησάκι μας. Οι ξένοι μας έχουν επισκεφθεί και στο παρελθόν και έρχονται να δούνε και τους Γαυδιώτες, αλλά και για να ενισχύσουν και το ηθικό των ανθρώπων. Έτσι, δεν αισθανόμαστε ότι είμαστε 50 άνθρωποι και πως μας έχουν ξεχάσει όλοι. Όσοι έρχονται στη Γαύδο μάς έχουν αγκαλιάσει και τους έχουμε βάλει κι εμείς στα σπίτια μας και στις καρδιές μας. Ξέρουμε ότι πολλοί έρχονται για εμάς, γιατί μέσα στον χρόνο έχουν αναπτυχθεί και φιλίες με τους ξένους που μας επισκέπτονται πολλές φορές».
Ολοκληρώνοντας, ο π. Εμμανουήλ έστειλε το δικό του μήνυμα προς όλους: «Εμείς οι ντόπιοι Γαυδιώτες είμαστε ευχαριστημένοι από τον τόπο μας, γι’ αυτό και παραμένουμε εδώ, παρά τα προβλήματα. Είμαστε οι νότιοι φρουροί της Ελλάδας και της Ευρώπης. Αν έπρεπε να στείλω ένα μήνυμα από τη Γαύδο και στους κυβερνώντες και στους μη κυβερνώντες, είναι να δείξουν μεγαλύτερη ευαισθησία για τον τόπο μας. Να δημιουργηθεί, ίσως, ένα στρατιωτικό φυλάκιο, μια σημαία, μια ελληνική σημαία! Ποιος μου λέει ότι αύριο κάποιος, οποιασδήποτε εθνικότητας, δεν θα πάει να στήσει μια ξένη σημαία οπουδήποτε; Ας δείξουν περισσότερο ενδιαφέρον, γιατί εδώ μπορεί να σταματά η Ελλάδα, αλλά ακόμα είναι Ελλάδα».
«Φτιάξαμε το λαογραφικό μουσείο και σώσαμε την ιστορία των προγόνων μας»
Ο π. Εμμανουήλ αναφέρθηκε συγκινημένος στη δημιουργία του λαογραφικού μουσείου του νησιού, που ήταν δική του ιδέα. Τα χρόνια που οι άνθρωποι αναχωρούσαν, ακολουθώντας το κύμα της μετανάστευσης, ο π. Εμμανουήλ διέβλεψε τον κίνδυνο ότι ξένοι επισκέπτες θα μπορούσαν να πάρουν αντικείμενα πολύτιμα από τον λαϊκό πολιτισμό του τόπου. Ετσι, με μια ομάδα ανθρώπων, υλοποίησε την ιδέα δημιουργίας ενός μουσείου.
«Η περίοδος 1960-1980 υπήρξε καταστροφική για τη Γαύδο. Ερήμωνε το νησί, οι άνθρωποι φεύγανε, δεν υπήρχαν δουλειές. Δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα ούτε νερό ούτε συγκοινωνία, δεν υπήρχε τηλέφωνο, δεν υπήρχε τίποτα στο νησί. Ο κόσμος άρχισε να εγκαταλείπει τα σπίτια του. Βλέπαμε με τους συγχωριανούς μου τα σπίτια εγκαταλελειμμένα και τους ξένους που έρχονταν να αρπάζουν ό,τι βρίσκανε μέσα σε αυτά, όπως οικιακά σκεύη και άλλα αντικείμενα» σημειώνει και προσθέτει: «Σκεφτήκαμε τότε μήπως θα ήταν απαραίτητο να κάνουμε ένα μουσείο και να συγκεντρώσουμε όλα αυτά τα πράγματα τα οποία ήταν εγκαταλελειμμένα, να τα εκθέσουμε σε έναν χώρο κατάλληλο, για να μπορούν και οι επισκέπτες να τα βλέπουν. Όλα αυτά ήταν κομμάτια της ιστορίας των ανθρώπων που έμεναν εδώ. Έτσι τα γλιτώσαμε από την αρπαγή. Παράλληλα, θα μπορούσε κάποιος να δει πώς δούλευαν και πώς ζούσανε οι πρόγονοί μας: με τα αλέτρια τους, τους λύχνους τους, το δαδί κ.ά. Αρχίσαμε να τα μαζεύουμε από τα ερειπωμένα σπίτια και όσοι έμεναν ακόμα εδώ μας πρόσφεραν ό,τι δεν χρειάζονταν».
Το 1996 έγιναν τα εγκαίνια του Λαογραφικού Μουσείου Γαύδου, όπου υπάρχουν πολλά εκθέματα: γεωργικά εργαλεία, οικοκυρικά σκεύη και αντικείμενα για την ύφανση. «Περιλαμβάνει οτιδήποτε έχει να κάνει με την καθημερινότητα των προγόνων μας. Είπα, γιατί να πάρουν οι ξένοι αυτό το κομμάτι της καθημερινότητας και της ιστορίας του τόπου μας;» αναφέρει ο π. Εμμανουήλ.