Η πώληση 245 πανάκριβων ρολογιών, τα (χαρακτηριζόμενα) εικονικά τιμολόγια σε δήθεν αλλοδαπούς, οι ζημίες ύψους...
2 εκατ. ευρώ κατά του Δημοσίου και οι διαγραφές προστίμων-μαμούθ συνθέτουν τα συστατικά μιας υπόθεσης που προοιωνίζεται.
Πρωταγωνιστής, ο κοσμηματοπώλης Αρσένης Βιλδιρίδης, στον οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη από την εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς Ελένη Ράικου, η οποία άνοιξε πάλι τον φάκελο μετά από ανώνυμη καταγγελία. Το ενδιαφέρον είναι ότι για την ίδια υπόθεση κατηγορούνται και τρία μέλη της Επιτροπής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών που είχε διαγράψει το πρόστιμο που του είχε αρχικά επιβληθεί.
Η δυναστεία του κοσμήματος
Σε ιδιαίτερα δυσμενή θέση φαίνεται λοιπόν να βρίσκεται ο Αρσένης Βιλδιρίδης, όπως αναφέρει το ''Πρώτο Θέμα'', μέλος μιας από τις πλέον ιστορικές οικογένειες στην Ελλάδα στον χώρο του κοσμήματος. Με καταστήματα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη κυρίως, η οικογένεια Βιλδιρίδη συνεχίζει μια παράδοση που ξεκίνησε ο δημιουργός της δυναστείας, Απόστολος, με τη σύζυγό του, Αννα, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, με τα μέλη της όμως να έχουν διασπαστεί σήμερα σε στρατόπεδα μετά τον ενδοοικογενειακό πόλεμο που ξέσπασε το 2008. Η είδηση της άσκησης ποινικής δίωξης εναντίον του Αρσένη Βιλδιρίδη φαίνεται να βαθαίνει περαιτέρω το ρήγμα στην άλλοτε ενωμένη επιχειρηματικά οικογένεια - αν και αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που τα μέλη της τα απασχολεί φορολογική υπόθεση. Τα πράγματα όμως τώρα είναι σοβαρά καθώς, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, η φορολογική υποχρέωση που ακυρώθηκε φτάνει το ποσό των 2 εκατ. ευρώ.
Κεντρικό πρόσωπο στην υπόθεση φέρεται να είναι ο Αρσένης Βιλδιρίδης ο οποίος, σύμφωνα με την ποινική δίωξη που του άσκησε η εισαγγελέας κατά της Διαφθοράς, διώκεται για ηθική αυτουργία κατ' εξακολούθηση σε κακουργηματική απιστία, την οποία κατά το κατηγορητήριο διέπραξαν κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση ο πρόεδρος και δύο μέλη της Επιτροπής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων, γνωστής και ως Επιτροπής 70Α, η οποία διέγραψε το πρόστιμο.
Χρυσά Rolex σε «μαϊμού» Ασιάτες
Στην υπόθεση αρχικά κατηγορούμενοι ήταν τρία μέλη της οικογένειας Βιλδιρίδη, οι Αρσένης, Πλάτων και Απόστολος. Από τον Μάιο του 2000 ως τον Ιούλιο του 2001 ένα υποκατάστημα στην οδό Βουκουρεστίου φαίνεται να πούλησε 245 πανάκριβα ρολόγια μάρκας Rolex, της οποίας ήταν και αντιπρόσωποι, σε κατοίκους τρίτων χωρών, δηλαδή εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως της Κίνας και των Φιλιππίνων. Για την πώληση των ρολογιών εκδόθηκαν 68 αποδείξεις λιανικής πώλησης συνολικού ποσού 750.894,43 ευρώ. Οταν οι Ασιάτες τουρίστες επέστρεψαν στη χώρα τους, απέστειλαν στην επιχείρηση τις αποδείξεις θεωρημένες από το τελωνείο της Φρανκφούρτης, το τελευταίο τελωνείο ευρωπαϊκής χώρας από όπου υποτίθεται ότι πέρασαν μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους, ζητώντας να τους επιστραφεί ο ΦΠΑ.
Κατά την έρευνα, όμως, που διενήργησε η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων Κεντρικής Μακεδονίας με τη συνδρομή των γερμανικών αρχών στις δύο επιχειρήσεις που εμπλέκονταν, φάνηκε ότι ορισμένες από τις σφραγίδες θεώρησης εξαγωγής από την Ευρωπαϊκή Ενωση ήταν πλαστές και άρα τα τιμολόγια εικονικά. Οι εταιρείες, δηλαδή, εξέδωσαν αποδείξεις για ρολόγια που ενώ πουλήθηκαν σε Ελληνες πελάτες ή άλλους Ευρωπαίους, έφεραν πλαστές σφραγίδες ότι δήθεν τα προϊόντα εξήχθησαν σε χώρες του εξωτερικού από αλλοδαπούς αγοραστές εκτός Ε.Ε., οι οποίοι επομένως δικαιούνταν επιστροφή ΦΠΑ. Με τον τρόπο αυτό οι επιχειρηματίες μπορούσαν να μην αποδώσουν τον ΦΠΑ προς το Ελληνικό Δημόσιο αφού τον συμψήφισαν με το ποσό που, υποτίθεται, επέστρεψαν στους τουρίστες-πελάτες. Ο αρμόδιος διευθυντής τότε του ΣΔΟΕ έδωσε εντολή για επανέλεγχο, ο οποίος επιβεβαίωσε το αποτέλεσμα του αρχικού και η αρμόδια ΔΟΥ εξέδωσε αποφάσεις επιβολής προστίμου συνολικού ύψους περίπου 2 εκατ. ευρώ (με τις προσαυξήσεις).
Το 2007 η υπόθεση των χρυσών ρολογιών οδηγήθηκε στη Δικαιοσύνη, όπου το πόρισμα των «Ράμπο» ανατράπηκε. Το δικαστήριο δεν πείστηκε για την ενοχή των αδελφών Βιλδιρίδη και τους αθώωσε λόγω αμφιβολιών, ενώ απαλλακτικό ήταν και το πόρισμα ελεγκτή που επανεξέτασε για δεύτερη φορά (τρίτη συνολικά) την υπόθεση. Μάλιστα τον Σεπτέμβριο του 2013 η Επιτροπή Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών, στην οποία είχε προσφύγει ο Αρσένης Βιλδιρίδης ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Βιλδιρίδης Α.Ε., ακύρωσε το πρόστιμο των 2 εκατ. ευρώ με ψήφους 3-1.
Και εκεί που ο φάκελος φαινόταν να κλείνει οριστικά, μία ανώνυμη καταγγελία ανέτρεψε τα πάντα. Σύμφωνα με πληροφορίες, άγνωστος φέρεται να κατέθεσε σημαντικά στοιχεία στον εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς της Θεσσαλονίκης. Εκείνος τα συγκέντρωσε και τα απέστειλε στην ομόλογό του στην Αθήνα Ελένη Ράικου, η οποία και διέταξε παραγγελία για προκαταρκτική εξέταση στους επίκουρους εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς Ιωάννη Σέβη και Αγγελική Τριανταφύλλου. Με την ολοκλήρωση της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης και της κύριας ανάκρισης, η κυρία Ράικου άσκησε ποινική δίωξη σε βάρος του προέδρου και δύο εκ των μελών της Επιτροπής 70Α για την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απιστίας -καθώς η ζημία για το Ελληνικό Δημόσιο υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ- κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση, αλλά και σε βάρος του νόμιμου εκπροσώπου των δύο επιχειρήσεων Αρσένη Βιλδιρίδη για ηθική αυτουργία κατ' εξακολούθηση στην ως άνω πράξη.
Παράλληλα, υπάρχει ανοιχτή δικογραφία στη Θεσσαλονίκη για την υπόθεση του ΦΠΑ, ενώ στο στάδιο της ανάκρισης βρίσκεται η ποινική δίωξη που ασκήθηκε εις βάρος του ελεγκτή που έβγαλε λάδι τον επιχειρηματία στον τρίτο κατά σειρά έλεγχο.
Εξηγήσεις καλούνται να δώσουν και τα τρία μέλη της Επιτροπής 70Α για την ακύρωση του προστίμου.
Σύμφωνα με πηγές, μεταξύ των όσων θα επικαλεστούν οι τελευταίοι είναι και το ότι ασχολήθηκαν μόνο με τα εικονικά τιμολόγια σύμφωνα με τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και δεν τέθηκε ποτέ θέμα ΦΠΑ.
Πηγή: protothema.gr