Πρόσφατα, με αφορμή ευρήματα έρευνας που περιλαμβάνονται σε βιβλίο του,  ο Π.Α. Ιωαννίδης, καθηγητής  στο Στάνφορντ, μίλησε για την ηχηρή παρουσία, σε πρωτεύουσα θέση παγκοσμίως, των Ελλήνων ακαδημαϊκών της διασποράς. Διάχυτη η εντύπωση: Οι Έλληνες ερευνητές και επιστήμονες ανθούν στο διεθνές πλαίσιο της σκληρής άμιλλας, πειθαρχίας και αξιοκρατίας.
Συμφώνα με την έρευνα, αν και ο πληθυσμός της Ελλάδας, ή των Ελλήνων διεθνώς,  αντιστοιχεί μόνο στο 0,15% ή 0,20% του πληθυσμού του πλανήτη μας, ο ελληνισμός  διαθέτει περίπου το 3% των επιστημόνων κορυφαίας εμβέλειας. Ποσοστό δηλαδή εικοσαπλάσιο αυτού που του αναλογεί. 
Αυτό, με βάση τις αναφορές που κάνουν άλλοι επιστήμονες  στο έργο ενός τρίτου συναδέλφου τους. Σε απόλυτους αριθμούς, συνολικά 336 ακαδημαϊκοί με ελληνικά ονόματα περιλαμβάνονται στους πλέον κορυφαίους  επιστήμονες, ως προς την επιρροή τους στη διεθνή βιβλιογραφία.
Από αυτούς το 85% δεν βρίσκεται στην Ελλάδα. Οι καλύτεροι Έλληνες επιστήμονες  έχουν μαζικά εξοριστεί από την Ελλάδα. Μια φθίνουσα μειονότητα εξακολουθεί να ζει στην Ελλάδα, συχνά κάτω από συνθήκες σκληρής εσωτερικής εξορίας. 
Με την ευκαιρία της παραπάνω ανακοίνωσης έχουν επισημανθεί κάποιοι λόγοι που δικαιολογούν το άκρως αρνητικό αυτό φαινόμενο. Ο σπουδαιότερος από αυτούς, η έλλειψη  συλλογικού κοινωνικού οράματος για την ανάδειξη της Αριστείας στη χώρα μας. Κι ακόμη, η εκτεταμένη επικράτηση των μέτριων στον ακαδημαϊκό, πολιτικό και τον ευρύτερο κοινωνικό μας βίο. 

Άκρως απογοητευτική είναι και η διαπίστωση ότι, οι 336 αυτοί Έλληνες επιστήμονες,  που μεσουρανούν διεθνώς, είναι παντελώς άγνωστοι στον ελλαδικό χώρο. Αντ’ αυτών, ακούγονται στην Ελλάδα τα ονόματα μόνο κάποιων ασήμαντων, φιλόδοξων και πολιτικά δικτυωμένων, διαπιστώνει ο καθηγητής Ιωαννίδης.
Το ελλαδικό σύστημα έχει κατασκευάσει μια ανυπόστατη τεχνητή πραγματικότητα, ακόμα και για τους Έλληνες του εξωτερικού. Η δεξαμενή μετριοτήτων ανατροφοδοτεί, δυστυχώς, εσαεί την μετριότητα σε θέση ισχύος.

Παρόλα αυτά, η περί αριστείας ρητορεία περισσεύει. Στην Ελλάδα η αριστεία είναι αντικείμενο έλξης και άπωσης, γραφεί η Μ. Κατσουνάκη. Όλοι ομνύουν στην αναγκαιότητά της, πλέκουν το εγκώμιό της, τη θεωρούν ατμομηχανή της ανάπτυξης, της καινοτομίας, της μαθησιακής αλλά και εκπαιδευτικής διαδικασίας. Όταν όμως έρχεται η ώρα της εφαρμογής, κανείς δεν θέλει να πληρώσει το λογαριασμό. Όχι μόνον το πολιτικό σύστημα, αλλά και ο καθένας που καλείται να αξιολογηθεί, να μετρηθεί και να ζυγιστεί.

Ό,τι για το εκπαιδευτικό σύστημα του δυτικού κόσμου ήταν λυμένο εδώ και δεκαετίες, στη Ελλάδα έχει υποκατασταθεί από τον εξισωτισμό προς τα κάτω. Γράφει ο Ν. Δήμου: “Την μεγαλύτερη νίκη τους οι συνδικαλιστές την κέρδισαν πρόσφατα. Κατάργησαν την αξιολόγηση! Στο άρθρο 32 του νόμου 4250 προστέθηκε η φράση ‘κανένας υπάλληλος δεν πρόκειται να απολυθεί βάσει της αξιολόγησής του, ούτε πρόκειται να υποστεί μισθολογικές κυρώσεις ή οποιαδήποτε άλλη αρνητική υπηρεσιακή μεταβολή’. Άρα προς τι η αξιολόγηση; Και σε τι θα διαφέρει από τα παλιά ‘φύλλα ποιότητος’, όπου όλοι κρίνονταν άριστοι;” 
Αυτά γράφτηκαν πρόσφατα με την ευκαιρία των ανακοινώσεων του καθηγητή Ιωαννίδη περί της αριστείας και της εξορίας των πολύ καλών μυαλών από τη χώρα. 

Πιστεύω όμως ότι χειρότερο από το να διώχνουμε τα “πολύ καλά μυαλά” στο εξωτερικό (που μάλλον καλό τούς κάνει, όπως αποδεικνύεται…), είναι το να καταστρέφουμε τα “καλά μυαλά” που μένουν στην  Ελλάδα. 

Το μεγάλο πρόβλημα, με άλλα λόγια, είναι τα λιγότερο “καλά μυαλά”, η μεγάλη πλειοψηφία δηλαδή που διεκδικεί μόρφωση και επαγγελματική αποκατάσταση μέσα στη χώρα. “Αυτούς απομακρύνουμε από τα όνειρά τους. Αυτούς ευνουχίζουμε με την αφόρητη κοινωνική απαξίωση που επιβάλλουμε στη νεολαία μας. Αυτούς ωθούμε στην αδιαφορία-στην καλύτερη περίπτωση ή και στην ανομία -με τις καταλήψεις, την χωρίς όρια κομματικοποίηση, αλλά και την αλλοπρόσαλλη λειτουργία της πολιτείας, ως φορέα οργάνωσης των σπουδών και της επαγγελματικής αποκατάστασης”, έγραφε παλιότερα Έλληνας καθηγητής.

Είναι γνωστή σε όλους μας η κατάσταση της ελληνικής παιδείας και η αδιαφορία έως και εχθρότητα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος προς τη συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών, που ανύποπτα, ανυπεράσπιστα και ακαθοδήγητα φοιτούν στα ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, για να βγουν απ’ αυτά εξουθενωμένοι, άνευροι, παθητικοί υποψήφιοι εργαζόμενοι προς αναζήτηση του απάνθρωπου και ισοπεδωτικού επαγγελματικού “ό,τι ήθελε προκύψει...”

Κλείνω για σήμερα με μια φράση που θα μπορούσε  να είναι και υπότιτλος  του σημερινού κειμένου: Τι αξίζει περισσότερο: οι πρωτιές ή οι μέσοι όροι; Ένα ερώτημα που πρέπει κάποτε να μας απασχολήσει στρατηγικά και να απαντηθεί πρακτικά.

Πηγή: capital - Γιώργος Κωστούλας
 
Top