Πρόσφατες μελέτες που αντικείμενο έχουν την ιστορία της βεντέτας καταδεικνύουν ότι το εν λόγω φαινόμενο δεν είναι καινούριο. Αντίθετα, πρόκειται για ένα κατάλοιπο του μακρινού παρελθόντος που βρίσκει τις ρίζες του στην αρχαιότητα και σε κάποιες υποτυπώδεις κωδικοποιήσεις του τότε ισχύοντος δικαίου.
Η βεντέτα, ο φόνος δηλαδή που διαπράττεται με κίνητρο την εκδίκηση για έναν άλλο φόνο, ξεκινά από τις αρχαίες δικαιικές αρχές που εμφανίστηκαν στους λαούς της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Μάλιστα, ανάλογα με τον πολιτισμό στον οποίο απαντήθηκε αυτή η εκδικητική απονομή δικαιοσύνης, προσέλαβε και διαφορετικό τίτλο όπως αρχή της ανταπόδοσης, της ταυτοπάθειας ή του αντιπεπονθότος. Πιο συγκεκριμένα, καταγραφές του Αριστοτέλη αναφέρονται στον εθιμικό «νόμο της ανταπόδοσης» βάσει του οποίου «όποιος διαπράξει ένα αδίκημα μόνο σαν πάθει ότι έκαμε δίκη σωστή θα γίνει» (Ηθικά Νικομάχεια).
Άλλες μεταγενέστερες διατυπώσεις κάνουν λόγο για την αρχή του ισόποινου. Παραδειγματική είναι η περίπτωση του οθωμανικού δικαίου κατά το οποίο το έγκλημα της ανθρωποκτονίας δικαιωνόταν μόνο με φόνο ή με «εξαγορά του αίματος», δηλαδή με χρηματική αποζημίωση στους συγγενείς του θύματος.
Η βεντέτα ως τρόπος αντεκδίκησης, που φθίνει σήμερα στην Κρήτη και τη Μάνη, λειτουργούσε ως εφαρμογή ποινικής ρήτρας Αστικού Δικαίου για την περίπτωση καταστρατήγησης μιας εμπορικής συναλλαγής ή μεταβίβασης ακινήτου.
Κείμενο του Γερμανού νομομαθή Μάουρερ, ο οποίος, λόγω της ευρείας μόρφωσής του, διορίστηκε και μέλος της Αντιβασιλείας και συνόδευσε το βασιλιά Οθωνα στην Ελλάδα το 1833, τεκμηριώνει του λόγου του ασφαλές.
Σε βιβλίο του επιβεβαιώνεται ότι στη Μάνη βρέθηκε συμφωνητικό μεταξύ δύο ισχυρών οικογενειών, το οποίο αναφέρεται στην εφαρμογή της σύμβασης Αστικού Δικαίου (για εμπορική συναλλαγή ή άλλη σύμβαση ακινήτου). Σε περίπτωση μη εφαρμογής της συναλλαγής, ως ποινική ρήτρα, ο συναλλασσόμενος είχε το δικαίωμα εκδίκησης, σκοτώνοντας δύο μέλη της οικογένειας του ετέρου συναλλασσόμενου. Και μάλιστα, δίχως ο τελευταίος να έχει το δικαίωμα αντεκδίκησης.
Αυτό που προκαλεί τη μεγαλύτερη εντύπωση στους μελετητές είναι ότι οι περισσότερες αρχαίες κοινωνίες που εφάρμοζαν το ισόποινο ήταν θεοκρατικές, αλλά παρόλα αυτά αυτή η μορφή απονομής δικαιοσύνης υπήρξε προϊόν καθαρά ανθρώπινης βούλησης και δεν δικαιολογήθηκε ποτέ ως επιταγή ενός θεού.
Η βεντέτα αποτελεί κομμάτι του εθιμικού δικαίου και όπως είχε δηλώσει σε συνέντευξή του ο κοινωνικός ανθρωπολόγος κ. Γιώργος Νικολακάκης είναι: «… ένας κοινωνικός κώδικας που στηρίζεται στην έννοια της τιμής και της προστασίας της. Kαι η τιμή αυτή αφορά άτομα από την ίδια πάντα οικογενειακή ομάδα, αποτελεί δε στοιχείο της ταυτότητας και του κοινωνικού της κύρους.
Aιτία της, σχεδόν πάντα, διαφορές ανάμεσα στα μέλη δύο οικογενειών ή μερικές φορές ανάμεσα στα μέλη της ίδιας οικογένειας για κτήματα, ζώα και γυναίκες. Σ’ αυτήν δεν συμμετέχουν όλα τα μέλη των αντιμαχόμενων οικογενειών ή των αντιμαχόμενων πλευρών της ίδιας οικογένειας.  Στη βεντέτα παίρνουν μέρος δηλαδή όλα τα αρσενικά μέλη των οικογενειών αρκεί να μην είναι ηλικιωμένοι, ανάπηροι και ανήλικα παιδιά.
Σήμερα, στο πλαίσιο της εξέλιξης του ποινικού δικαίου μέσα στους αιώνες, επικρατεί το σωφρονιστικό σύστημα -αντί του τιμωρητικού- που επιτάσσει τη «διαπαιδαγώγηση του εγκληματία» και όχι τον ψυχρό κολασμό του. Έτσι, στα εκσυγχρονισμένα δίκαια η δόλια ανθρωποκτονία προβλέπει φυλάκιση (κάθειρξη κατ΄ ακριβολογία), ενώ η χρηματική αποζημίωση έπεται ως ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης της οικογένειας του θύματος.
Η Κρήτη και η Μάνη αποτελούν τις δύο κατ’ εξοχήν περιοχές στις οποίες αναπτύχθηκε και ευδοκίμησε το έθιμο της βεντέτας ή «γδικιωμού». Βέβαια, η συνήθεια της βεντέτας δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό προνόμιο αλλά συναντάται σε όλες τις χώρες της Μεσογείου, στα Βαλκάνια καθώς και στις αραβικές χώρες.
Οι ελάχιστες αναφορές που υπάρχουν στα δημοτικά τραγούδια σε συνδυασμό με ορισμένες ημιτελείς έρευνες υποστηρίζουν ότι η μανιάτικη βεντέτα διαφέρει από την κρητική, γιατί έχει κώδικες τιμής πιο ισχυρούς και τελετουργικό περίπλοκο, αφού για παράδειγμα τα αρσενικά παιδιά μιας «ατιμασμένης» οικογένειας ανατρέφονταν με μοναδικό σκοπό μεγαλώνοντας να πάρουν το αίμα του συγγενούς τους θύματος πίσω.
Σκοπός της μανιάτικης βεντέτας ήταν η επικράτηση μεταξύ των πατριών (οικογενειών). Επρόκειτο για το λεγόμενο «γδικιωμό» ή δικιωμό- που αφορούσε αρχικά το σόι ή την οικογένεια και όχι το άτομο. Ήταν η τιμωρία μιας πράξης που είχε γίνει σε βάρος της οικογένειας.
Υπήρχε βέβαια και η περίπτωση ιδιαίτερα  στη Νότια Μάνη όπου η γερουσία,για να αποφύγει το Πολυφονικό, εξέλεγε με κλήρο (σκαρφία) τον εκδικητή που θα έπαιρνε το «αίμα πίσω». Αυτός λεγόταν Βγαρτός. Μερικές φορές η γερουσία διάλεγε και το υποψήφιο θύμα. Ο φόνος γινόταν με ξαφνική επίθεση στο σπίτι του θύματος  ή με  χωσία (ενέδρα), που επιτρεπόταν στη Μάνη λόγω των ισχυρών μέτρων προφύλαξης. Ο βγαρτός επεδίωκε να σκοτώσει τον καλλίτερο του εχθρικού γένους (το Κεφαλάρι της Γενιάς ).
Η εκδίκηση μπορούσε να γίνει σε οποιοδήποτε τόπο (Αθήνα, Αμερική, κ.τ.λ.) και μετά από δεκάδες χρόνια. (Υπάρχουν Βεντέτες που κράτησαν πάνω από αιώνα).
Συχνά όμως στόχος ήταν η ολοκληρωτική εκμηδένιση της αντίπαλης οικογένειας. Το πρώτο χτύπημα δε γινόταν ποτέ απροειδοποίητα. Η πλευρά που προκαλούσε κήρυσσε επίσημα τον πόλεμο, χτυπούσαν οι καμπάνες, τα δυο αντίπαλα μέρη πήγαιναν στους πύργους τους κι από κει και πέρα κάθε μέσο καταστροφής ήταν επιτρεπτό.
Δηλαδή την τιμωρία στη Μάνη αποφάσιζε ψύχραιμα ένα οικογενειακό συμβούλιο, ενώ δεν ήταν απαραίτητο να τιμωρηθεί προσωπικά ο ένοχος της πράξης. Η βεντέτα μπορούσε να στραφεί και εναντίον άλλου μέλους της αντίπαλης οικογένειας.
Είναι γνωστό ότι η Μανιάτικη βεντέτα κρατούσε σαν την Κρητική πολλά χρόνια και μεταδιδόταν από γενιά σε γενιά, με αποτέλεσμα να έχουν ξεκληριστεί ολόκληρες οικογένειες. Εκείνο που δεν ίσχυε παρά μόνο για τη μανιάτικη βεντέτα είναι το λεγόμενο «ψυχικό», η μεγαλειώδης πράξη που έκανε τους άσπονδους εχθρούς, εγκάρδιους φίλους (ψυχαδερφούς) και έτσι έληγε μία βεντέτα.
Στη Μάνη ο κώδικας της χωσιάς επέτρεπε μια προσωρινή διακοπή, τη λεγόμενη «τρέβα» (με διάφορους όρους αντουφέκιστη, ατσαχάλευτη, μερική κ.τ.λ.) η παραβίαση της οποίας ήταν σπάνια και εθεωρείτο μεγάλη μπαμπεσιά.. Αυτή συνέβαινε την εποχή του οργώματος, της σποράς, του θερισμού, του αλωνίσματος ή της συλλογής των ελιών. Τα αντιμαχόμενα μέρη δούλευαν τότε στα χωράφια τους με νεκρική σιγή και εφοδίαζαν του πύργους τους με τρόφιμα και άλλου είδους προμήθειες. Η πιο μακρόχρονη ανακωχή ήταν αυτή που ζήτησε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης.
Οι βεντέτες τελείωναν με την παρέμβαση ατόμων αδιαμφισβήτητου κύρους, συνήθως μεγάλων ηλικιών. Πολλές φορές η παρέμβασή τους οδήγουσε σε κάποιους γάμους μελών των αντιμαχόμενων πλευρών. Η διαμεσολάβηση δεν πετύχαινε πάντα. Τότε τα υπολείμματα της ηττημένης οικογένειας σκορπίζονταν σε άλλα χωριά, αφήνοντας τους πύργους και τα χωράφια στον νικητή. Μπορούσε, βέβαια, αν ήθελε, να μείνει στο χωριό με την πρϋπόθεση να ζητούσε συγγνώμη από την νικήτρια οικογένεια.
Παλαιότερα βεντέτες στην Κρήτη ξεκινούσαν ακόμα και λόγω κτηματικών διαφορών (ζωοκλοπές, καταπατήσεις κ.α.), σήμερα αφορμή συνιστά συνήθως ένας φόνος. Η πρώτη δολοφονία βέβαια μπορεί από πίσω της να κρύβει πολύ ασήμαντα κίνητρα, όπως η μία εξύβριση. Το αποτέλεσμά της όμως, εθιμικά θα είναι η έναρξη μίας βεντέτας που ποτίζει με μίσος τις γενιές των εμπλεκόμενων οικογενειών και οδηγεί σε ατέλειωτο κύκλο αντεκδίκησης με θύματα ανθρώπους, των οποίων το σφάλμα δεν είναι παρά το επώνυμό τους.
Στις μέρες μας, οι βεντέτες στην Κρήτη έχουν εξασθενίσει αν και στις ορεινές και πιο σκληροπυρηνικές περιοχές των Χανίων, του Ρεθύμνου και του Ηρακλείου η προστασία της οικογενειακής τιμής εξακολουθεί να είναι αρχή στην οποία δεν γίνονται εκπτώσεις.
Στη Μάνη οι Βεντέτες γνώρισαν έξαρση το 1716 - 1821 και το 1862 - 1866 και σχεδόν καταργήθηκαν μετά το 1870 από το Μανιάτη Πρωθυπουργό Αλ. Κουμουνδούρο.
Έρευνα: Ν.Γ.Π

 
Top