Το επάγγελμα του νομικού (δικαστή και δικηγόρου) είναι το προτελευταίο που θα μείνει πάνω στη γη. Το τελευταίο είναι του ιατρού. Ακόμα κι δύο άνθρωποι να μείνουν πάνω στη γη θα έχουν ανάγκη από κανόνες ρύθμισης της συμπεριφοράς μεταξύ των. Ακόμα κι ένας να μείνει, θα έχει την ανάγκη ιατρού.

Δικαστές και δικηγόροι υποτίθεται ότι είναι συνλειτουργοί της Δικαιοσύνης. Όσο απαραίτητος
είναι ο δικαστής για την απονομή της Δικαιοσύνης, άλλο τόσο απαραίτητος είναι και ο δικηγόρος που εκπροσωπεί το δίκαιο του διαδίκου. Είναι και οι δύο παράγοντες της δίκης. Όμως το ελληνικό πολιτικό σύστημα, αντιμετωπίζει διαφορετικά τους μεν από τους δε. Οι μεν δικαστές είναι δημόσιοι υπάλληλοι, διορισμένοι από την κυβέρνηση και παντελώς ανεξέλεγκτοι από το λαό, αλλά αμειβόμενοι από τον φορολογούμενο λαό, οι δε δικηγόροι είναι ιδιώτες - ελεύθεροι επαγγελματίες κρινόμενοι κάθε μέρα από τους πολίτες – πελάτες τους, από τους οποίους και εξαρτάται η ζωή τους. 

Ταυτόχρονα οι μεν δικαστές έχουν αναχθεί σε μια από τις τρεις εξουσίες του κράτους, οι δε δικηγόροι έχουν εκπέσει στα μάτια των πολιτών ως «παράσιτα» που θα πρέπει να τα πληρώσουν αναγκαστικά.

Οι μεν δικαστές μπορούν να παίρνουν μόνοι τους αποφάσεις για τις αμοιβές τους, θεωρώντας ότι θα πρέπει να είναι σε ίση βαθμίδα με τις δύο άλλες κρατικές εξουσίες, οι δε δικηγόροι αμείβονται όχι ελεύθερα (δηλαδή κατόπιν συμφωνίας με τον πελάτη), αλλά σύμφωνα με τις αμοιβές που καθορίζει η κυβέρνηση. Μπορεί η τρόϊκα να επέβαλε τον ελεύθερο καθορισμό των αμοιβών, αλλά το πολιτικό σύστημα εξακολουθεί να επιβάλει την προείσπραξη της δικηγορικής αμοιβής, η οποία στην ουσία καθορίζει πλαφόν, κάτω από το οποίο δεν μπορεί να κατέβει ο δικηγόρος, όσο και να το θέλει. Διαφορετικά θα πληρώσει ΦΠΑ, προεισπραττόμενο φόρο και λοιπά τέλη για αμοιβή που δεν θα έχει εισπράξει. Δηλαδή η απελευθέρωση των αμοιβών και ο ελεύθερος ανταγωνισμός είναι μια τεράστια κοροϊδία στην ελληνική σοβιετία. 

Επίσης ο δικηγόρος θα πρέπει να κόψει απόδειξη και να πληρώσει ΦΠΑ και όλα τα υπόλοιπα όταν κάνει μια διαδικαστική πράξη, ανεξάρτητα του πότε θα πληρωθεί από τον πελάτη του. Στην ουσία πληρώνει για να δουλεύει, ενώ τον βαρύνουν και πολυάριθμα αντισυνταγματικά τεκμήρια.

Οι μεν δικαστές διατηρούν τις φοροαπαλλαγές που είχαν και εκείνες που ισχύουν για όλους τους μισθωτούς, οι δε δικηγόροι πληρώνουν φόρο από το πρώτο ευρώ και προκαταβολή φόρου για το επόμενο έτος. Οι μεν δικαστές παίρνουν αφορολόγητο επίδομα βιβλιοθήκης, στους δε δικηγόρους έχει γίνει δήμευση των γραφείων τους, αφού πληρώνουν κανονικό φόρο εισοδήματος για γραφείο που είχαν αποκτήσει από παλιά.

Τελικά οι μεν δικαστές έχουν ισχυρή εξουσία στα χέρια τους την οποία μπορούν να χρησιμοποιήσουν για την προάσπιση των οικονομικών τους συμφερόντων και καλά κάνουν, καθώς και ισχυρό συνδικαλιστικό όργανο, οι δε δικηγόροι έχουν ένα συνδικαλιστικό όργανο χωρίς καμία ισχύ και χωρίς καμία δυνατότητα να προστατέψει τον κλάδο.
 
Top