Φέτος, ούτε η πολυκατοικία μας θα έχει θέρμανση. Μέχρι τώρα, με διαφωνίες, αντεγκλήσεις, κουτσά στραβά, για ελάχιστες ώρες κάθε μέρα, κάτι γινόταν. Αυτόν τον χειμώνα όμως καμία συμπόρευση δεν είναι εφικτή, όσοι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να πληρώσουν για την αγορά πετρελαίου είναι η συντριπτική πλειονότητα. Και λοιπόν; Ακόμη μία πολυκατοικία προστίθεται στην (πολύ) μακρά αλυσίδα των μη θερμαινόμενων ελληνικών κατοικιών. Το συνηθίσαμε κι αυτό. Είναι όμως έτσι ή προχωράει αργά αλλά σταθερά το σημείο θραύσης τής πιο διαδεδομένης κτιριακής υποδομής της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας;
Τα άμορφα κτίρια που επινοήθηκαν για να καλύψουν τις ανάγκες της ανοικοδόμησης στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 κυρίως -δεν αναφερόμαστε στις περιορισμένες εξαιρέσεις- δείχνουν πλέον όχι μόνο την ηλικία τους αλλά και την εγγενή δυσλειτουργικότητά τους. Κλειστά διαμερίσματα, ανοίκιαστα ή ακατοίκητα, αφρόντιστες είσοδοι, σκονισμένες βεράντες, κατεβασμένα ρολά.
Ο κηρυγμένος πόλεμος της θέρμανσης αλλάζει τη ζωή μέσα στα διαμερίσματα αλλά και ανάμεσα στους ενοίκους. Οι «καλημέρες» δυσκολεύουν, τα βλέμματα γίνονται όλο και πιο βλοσυρά. Οι συλλογικές αποφάσεις για μικροεπισκευές σωστός Γολγοθάς, οποιαδήποτε συνεννόηση φιλτράρεται μέσα από στρώματα μεγάλης καχυποψίας. Ετσι ήταν μάλλον ανέκαθεν, απλώς η οικονομική επάρκεια βοηθούσε σε μια υποφερτή, ας πούμε ανώδυνη, συνύπαρξη. Τώρα, η υγρασία τρυπώνει παντού. Το μπετόν μπορεί να έχει έναν μέσο όρο ζωής κοντά στα 100 χρόνια. Ομως η οξείδωση της κτιριακής συμβίωσης έχει αρχίσει ήδη να συντελείται.
Το τέλος της αθηναϊκής πολυκατοικίας, τουλάχιστον με τη μεταπολεμική της μορφή, είναι ορατό. Οχι άμεσο, η διαδικασία όμως έχει ήδη ξεκινήσει. Η αφροντισιά και η έλλειψη θέρμανσης επιταχύνουν τον σταδιακό θάνατο, απαξιώνουν το (μικρο)αστικό διαμέρισμα ως περιουσιακό στοιχείο. Γιατί όσο περιποιημένο, ανακαινισμένο κι αν είναι εσωτερικά, μια θλιβερή, κρύα, γεμάτη υγρασία κεντρική είσοδος αποδυναμώνει κατά πολύ την επιμέρους εικόνα.
Πώς ήρθαν έτσι τα πράγματα και η κατοικία, το προικώον του Νεοέλληνα, με τα λακαρισμένα έπιπλα, τους κλαρωτούς καναπέδες, τα σεμέν και τα μπιμπελό, που έγινε σινιέ με home cinema την εποχή της πλαστικής ευμάρειας, βάλλεται πανταχόθεν; Από τα κλειστά καλοριφέρ, τους συνεχόμενους φόρους, τη συρρίκνωση μισθών, συντάξεων, επιθυμιών.
Πώς ήρθαν έτσι τα πράγματα και η κατοικία, το προικώον του Νεοέλληνα, με τα λακαρισμένα έπιπλα, τους κλαρωτούς καναπέδες, τα σεμέν και τα μπιμπελό, που έγινε σινιέ με home cinema την εποχή της πλαστικής ευμάρειας, βάλλεται πανταχόθεν; Από τα κλειστά καλοριφέρ, τους συνεχόμενους φόρους, τη συρρίκνωση μισθών, συντάξεων, επιθυμιών.
Στενάχωρα ζούμε, στριμωγμένα και άβολα. Αλλά δεν ευθύνεται μόνο η κρίση γι’ αυτό. Η επιθετικότητα και η περιορισμένη ανεκτικότητα ήταν το σύμφωνο συμβίωσης στις περισσότερες πολυκατοικίες. Και τώρα που τα χρήματα λιγόστεψαν αισθητά, η πραγματικότητα έγινε αφόρητη. Ασφαλώς και υπάρχουν εξαιρέσεις. Περιπτώσεις αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας σε ανήμπορους ενοίκους, κάλυψη εξόδων από τους έχοντες, κινήσεις αποφασιστικές που δίνουν παρατάσεις ζωής. Ομως παραμένουν εξαιρέσεις.
Οι μεγάλες ανθρωπολογικές και κοινωνικές μεταβολές δεν γίνονται μέσα στα ακριβοπληρωμένα λοφτ, στις εναλλακτικές κατοικίες ενός επινοημένου κέντρου. Αλλά στα (μικρο)αστικά πενταώροφα ή εξαώροφα ερείπια του κέντρου της Αθήνας και των γύρω συνοικιών. Εκεί όπου οι πολυκατοικίες κατοικούνται κυρίως από την κρίση.
Tης Μαριας Κατσουνακη - Καθημερινή