Του Κώστα Βεργόπουλου
Μέχρι πρόσφατα, οι άρχουσες οικονομικές και πολιτικές ελίτ της χώρας εισέπρατταν αγανάκτηση από το λαϊκό παράγοντα, αλλά εγκώμια από τα κέντρα της αλλοδαπής. Αυτό σήμερα, κατά παράδοξο τρόπο, αντιστρέφεται: η αυτοενοχοποίηση της εγχώριας ελίτ διαχέεται στο σύνολο της κοινωνίας και αυτό αποτελεί ασφαλώς επιτυχία της, τουλάχιστον στο πολιτικό πεδίο.
Στην τρέχουσα γερμανική προεκλογική περίοδο, οι ελληνικές ελίτ στοχοποιούνται περισσότερο από τους «τεμπέληδες και απατεώνες» Ελληνες εργαζομένους. Τόσο οι κυβερνητικοί Μέρκελ και Σόιμπλε όσο και τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας συναγωνίζονται στο να στοχοποιούν υπαρκτά ή φανταστικά περιουσιακά στοιχεία Ελλήνων πλουσίων και φοροδιαφευγόντων, προκειμένου να προστατέψουν τον «φτωχό» Γερμανό φορολογούμενο από εισφορές, που αιωρούνται στο άμεσο μέλλον εις βάρος του και υπέρ της χώρας μας. Ουδείς όμως εξηγεί σε αυτόν ότι τα πακέτα «διάσωσης» της Ελλάδος στην ουσία διασώζουν άμεσα γερμανικές τράπεζες. Ο,τι χρήμα φεύγει από τη Γερμανία προς την Ελλάδα ενθυλακώνεται πάραυτα από τις γερμανικές τράπεζες, χωρίς να εισέρχεται καν στη χώρα μας, ενώ βέβαια χρεώνεται στο ελληνικό υποζύγιο για τα επόμενα 50-100 έτη.
Η σοβαρή «Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε Τσάιτουνγκ» συνιστά διακοπή κάθε βοήθειας προς τη χώρα μας, ενοχοποιώντας την ελληνική πολιτική ελίτ για «λαϊκιστική ρητορική» και «έλλειμμα αξιοπιστίας», για «ανεπαρκή ενημέρωση της ελληνικής κοινής γνώμης ότι δεν υπάρχουν άλλες εναλλακτικές δυνατότητες», με αποτέλεσμα να της αποδίδει «ανικανότητα» και κύρια ευθύνη για την αποτυχία των προγραμμάτων «διάσωσης» της χώρας μας. Αυτό πλέον συνιστά αγνωμοσύνη των προϊσταμένων προς τους υφισταμένους, που επιφορτίζονται με το άχαρο και μη δημοφιλές έργο. Από την αρχή της ιστορίας, θέση της καγκελαρίου ήταν ότι η ελληνική οικονομία βρισκόταν σε μη βιώσιμη ευφορία και συνεπώς μοναδική οδός προσαρμογής ήταν το «ξεφούσκωμα», η αναγκαστική προσγείωση σε χαμηλότερα, αλλά ρεαλιστικότερα επίπεδα.
Οταν η χώρα μας κατέγραψε τη μεγαλύτερη σωρευτική ύφεση και την υψηλότερη ανεργία στην Ευρώπη και στον κόσμο με ποσοστά 27%, η ιδια και οι συνεργάτες της εξέφρασαν ευαρέσκεια, υπογραμμίζοντας ότι η Ελλάδα βρίσκεται στο «σωστό» δρόμο. Ακόμη περισσότερο, όταν άρχισε να επιβεβαιώνεται η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος. Εάν σήμερα τα εγκώμια παραχωρούν τη θέση τους στη στοχοποίηση των υποτακτικών ελίτ, αυτό πώς εξηγείται, εάν όχι με την προαναγγελλόμενη αποτυχία των προγραμμάτων «διάσωσης» και τη σπασμωδική αναζήτηση ευθυνών γι' αυτό;
Από το 19ο αιώνα, οι ελληνικές ελίτ, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, ήταν από τις πιο πειθήνιες του κόσμου στα κελεύσματα των προστατών τους. Από τότε και μέχρι σήμερα δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να εκτελούν με αυταπάρνηση και να ωραιοποιούν τις οδηγίες που ανελάμβαναν να φέρουν εις πέρας. Εάν σήμερα το πέρας αποκαλύπτεται φρικτότερο από την αρχή, ευθύνονται άραγε αυτές ή μήπως τα προγράμματα που τους ανατέθηκαν;
Οταν τα Μνημόνια θα έχουν κατά γράμμα και με υποδειγματική ευσυνειδησία εκτελεσθεί, το εθνικό εισόδημα της χώρας μας θα έχει αφανιστεί, η ανεργία θα έχει υπερβεί τους 2 εκατομμύρια ανθρώπους, η ικανότητα της χώρας μας να παράγει πρόσθετο εισόδημα -είτε για τους δανειστές είτε για τον εαυτόν της- θα έχει εκμηδενισθεί. Φυσικά, όταν τα εισοδήματα σαρώνονται, έρχεται η σειρά των περιουσιακών στοιχείων, που εκποιούνται κοψοχρονιά.
Εάν αυτό συνιστά επιτυχία, τότε γιατί διαβάλλεται η ελίτ του τόπου από τους επωφελουμένους από αυτήν; Εάν όμως παρ' όλ' αυτά η διαβολή συνεχίζεται, αυτό συνιστά ομολογία αποτυχίας, για την οποία ο δανειστής δεν έχει μικρότερη ευθύνη από τον οφειλέτη. Τουλάχιστον, το ΔΝΤ, που λόγω «τεχνογνωσίας» συμμετέχει στις ελληνικές «διασώσεις», ομολογεί ότι τα προγράμματα αποδείχθηκαν εξ αρχής εσφαλμένα: είτε γιατί οι πολλαπλασιαστές των περικοπών δαπανών ήταν μεγαλύτεροι των προβλεφθέντων είτε γιατί τα προγράμματα ήταν υπερβολικά εμπροσθοβαρή, ενώ θα όφειλαν να είναι κυρίως οπισθοβαρή, δηλαδή να εκτελούνται σε βάθος χρόνου.
Σε κάθε περίπτωση, εάν για την πρωτοφανή στο δυτικό κόσμο ελληνική ύφεση και ανεργία ευθύνεται η ελληνική ελίτ, η ευθύνη της θα απορρέει όχι από τη δήθεν ανικανότητά της να εκτελέσει τα προγράμματα της συμφοράς, αλλά -αντιθέτως- από την προθυμία της να τα αναλαμβάνει και την υποδειγματική ικανότητά της να τα εκτελεί μέχρι κεραίας, με ανυπόφορο ανθρώπινο κόστος για την κοινωνία, αλλά και με βαθύτερο οικονομικό αδιέξοδο για όλες τις πλευρές, ακόμη και για τους δανειστές. Εάν τουλάχιστον είχε το θάρρος να διαγνώσει εγκαίρως ότι τα προγράμματα δεν διευκολύνουν, αλλά επιδεινώνουν αντικοινωνικά και ανώφελα όλα τα προβλήματα, το μερίδιο ευθύνης της θα ήταν κάπως μικρότερο.
Πηγή: enet.gr