Στον 19ο αιώνα ο έλληνας βουλευτής είχε δυνατότητες ακόμη και διάθεσης κρατικής περιουσίας, ενώ ταυτόχρονα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην εργασιακή κατάσταση των ατόμων και κυρίως των δημοσίων υπαλλήλων. Η πελατειακή σχέση ήταν σχεδόν ο αποκλειστικός τρόπος ένταξης των ατόμων στην πολιτική. 

Η εκλογική πελατεία σχηματοποιήθηκε σε ένα σύστημα δικτύων πατρωνείας με πάτρωνα κυρίως...
το βουλευτή στην κορυφή. Ειδικά -και αυτό πρέπει να συνειδητοποιηθεί απόλυτα - η πολιτική πατρωνεία αρχίζει να ενδυναμώνεται στη χώρα μας από τη στιγμή που εδραιώνεται ο κοινοβουλευτισμός.

Το σύστημα αυτό αποτέλεσε και αποτελεί για τη χώρα μας αιτία, αλλά και πρόσφορο έδαφος πολλών αποκλίσεων από την έννοια της δημοκρατίας. Είναι ένα σύστημα γεννημένο σε αστικές ολιγαρχικές κοινωνίες και κατάλληλο μόνο για τη συγκρότηση και λειτουργία τέτοιων κοινωνιών. Ενώ απαιτεί ιδιόμορφο τρόπο λειτουργίας, λεπτές ισορροπίες και πολιτική ευγένεια, εφαρμόστηκε σ' ένα λαό ατίθασο, χωρίς σαφείς ταξικές οροθετήσεις, σε μια κοινωνία κατά βάση γεωργική και υπανάπτυκτη. Ένα σύστημα που εισήχθη στη χώρα μας κατ' απομίμηση των δυτικοευρωπαϊκών ολιγαρχικών κοινωνικών προτύπων και το οποίο σε μας χρησιμοποιήθηκε, όχι με βάση την ανύπαρκτη αστική κοινωνική πραγματικότητα, αλλά  για να δημιουργήσει και να συντηρεί ένα πολιτικό ολιγαρχικό κατεστημένο. Αυτό το πολιτικό μόρφωμα, έγινε στη συνέχεια μια κλειστή ομάδα, σε μεγάλο μέρος κληρονομικά ανανεούμενη, αποκλείοντας την πρόσβαση της πλειονότητας των πολιτών στα κέντρα λήψης των αποφάσεων και τον έλεγχο, πλην ορισμένων αναλώσιμων υποτακτικών.

Το κοινοβουλευτικό σύστημα χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται στη χώρα μας ως άλλοθι δημοκρατίας, προκειμένου να επιβάλλονται στο λαό τα διάφορα, προσωπικά και μη, ντόπια και ξένα διαπλεκόμενα αντιλαϊκά συμφέροντα με δημοκρατικό μανδύα. Ένα σύστημα που παράγει πολύ γρήγορα οικονομικά ισχυρούς από τα μέλη του ολιγαρχικού συστήματος, τη στιγμή που η συντριπτική πλειοψηφία του λαού ζει στα όρια της ανέχειας. Αυτό το σύστημα δεν μπορεί σοβαρά να υποστηριχτεί πως μας ταιριάζει και όσο παραμένει, οι ελπίδες για καλυτέρευση πάντα θα αποδεικνύονται αυταπάτες.

Στον τόπο μας, σήμερα, οι διάφορες "αντίπαλες" φατρίες του πολιτικού κατεστημένου καταφέρνουν να εξασφαλίζουν την πολιτική τους επιβίωση, συνεπικουρούμενες φυσικά από ποικιλόμορφα συμφέροντα που υπολογίζουν στο κράτος, χωρίς να έχουν την κοινωνική υποστήριξη κάποιας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης. Αντιθέτως, καταφέρνουν με διάφορα προπαγανδιστικά τεχνάσματα να κρατούν ψυχολογικά δέσμιο και συσπειρωμένο ένα μεγάλο κομμάτι της εκλογικής τους πελατείας, δίνοντας πολυέξοδη μάχη εντυπώσεων μόνο για ένα μικρό κομμάτι μετακινούμενων κάθε φορά ψηφοφόρων, που κρίνει τελικά και το εκλογικό αποτέλεσμα.

Έτσι, παίζοντας στο προσκήνιο το παιχνίδι της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας εναλλάσσονται στην εξουσία χωρίς ουσιαστικές «απώλειες». Παρασκηνιακά, όμως, τηρούνται οι όροι μιας σιωπηρής πλην αναγκαίας συμφωνίας «κυρίων» περί τηρήσεως των «εσκαμμένων», η υπέρβαση των οποίων θα έθετε σε κίνδυνο το πολιτικό κατεστημένο. Ο λαός φυσικά παραμένει μόνιμα στη γωνία αδρανοποιημένος, μακριά από τα κέντρα λήψης των αποφάσεων εκείνων που τον αφορούν άμεσα.

Ένα από τα ισχυρότερα μέσα του πολιτικού στοιχείου, προκειμένου αυτό να επιβάλλεται στο κοινωνικό σώμα και παράλληλα να διατηρεί την ανεξαρτησία του, είναι ο κρατικός μηχανισμός. Στη χώρα μας, από την αρχή το πολιτικό στοιχείο, προκειμένου φυσικά να εξυπηρετήσει τους δικούς του στόχους, προσέδωσε στο κράτος έναν ιδιαίτερα διευρυμένο ρόλο και μέγεθος που ήταν σαφώς δυσανάλογα με τις απαιτήσεις της κοινωνίας, την οποία υποτίθεται ότι προοριζόταν να εξυπηρετήσει. Ιδιαίτερα δε με τη βοήθεια και των σοσιαλιστικών ιδεολογημάτων και πειραμάτων, σε συνδυασμό και με την παγιωμένη πλέον ψυχολογία, που στρέφει τη σκέψη του Έλληνα προς την κρατική εξάρτηση, η κρατική παρέμβαση έφτασε σε ύψη «ρεκόρ». Το κράτος γιγαντώθηκε τόσο πολύ που και το ίδιο το πολιτικό κατεστημένο, μπροστά στον κίνδυνο της κατάρρευσης του κράτους, με φυσικό επακόλουθο και την κατάρρευση του ίδιου, άρχισε, με την κάλυψη της τρόϊκας, τις αποκρατικοποιήσεις, με τους όρους βέβαια που δεν μπορεί να ελέγξει ο λαός. 

Η πολιτική ολιγαρχία μέσα από το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο έχει εξασφαλίσει πλήρη και αποκλειστικό έλεγχο των κέντρων λήψης των αποφάσεων εκείνων που αφορούν τον επιμερισμό του οικονομικού πλεονάσματος. Στην ουσία δηλαδή των πόρων από τη σκληρή φορολογία, των δανείων του δημοσίου και των πακέτων της ΕΕ. Είναι φυσικά ευνόητο αλλά και γνωστό το πώς διανεμόταν αυτό το πλεόνασμα και ποιων τα συμφέροντα, κυρίως, καλούταν να εξυπηρετήσει.

Παλαιότερα, τον πρώτο λόγο στη διανομή του δημόσιου πλούτου τον είχαν, όπως είδαμε, οι πάτρωνες βουλευτές. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο και κυρίως στη μεταπολίτευση, τα πράγματα διαφοροποιήθηκαν και συγκεντροποιήθηκαν. Η διανομή του οικονομικού πλεονάσματος της κοινωνίας γινόταν πλέον και γίνεται από ψηλά, από τις κομματικές ηγεσίες. Γι’ αυτό και το κομματικό σύστημα διατηρείται αυστηρά αρχηγικό και διαπλεκόμενο με την κατεστημένη κρατικοδίαιτη οικονομική ολιγαρχία.

 
Top