Ένα συμπέρασμα στο οποίο έχω οδηγηθεί εδώ και χρόνια -και σήμερα το έχω επιβεβαιώσει οριστικά- είναι πως στη ζωή σου οφείλεις να μην έχεις κανένα αφεντικό.
Αυτό δυσκολεύει τα πράγματα σε κάποιους τομείς της ζωής αλλά τα κάνει πιο εύκολα και απλά σε πολύ περισσότερους.
Πριν από μερικούς μήνες, πήραμε συνέντευξη από έναν πολύ γνωστό Έλληνα, ο οποίος το πρώτο πράγμα που μου είπε ήταν «γιατί έφυγες από εκεί;». Αναφέρθηκε σε μια δουλειά. Του είπα «έφυγα επειδή δεν γουστάρω να έχω αφεντικό»...
«Ξέρεις κανέναν που να θέλει να έχει αφεντικό;» μου κάνει.
Σκέφτηκα να του πω «ναι, εσάς», αλλά μάλλον δεν θα μας έδινε συνέντευξη, οπότε δεν είπα τίποτα.
Τα τελευταία τρία χρόνια ήταν πάρα πολύ έντονα. Διαδηλώσεις, συγκρούσεις, ξύλο, χημικά, τραγούδια, χοροί, έγινε ο κακός χαμός. Και δεν έχασα ούτε ένα επεισόδιο.
Βέβαια, κάποια στιγμή σκέφτηκα πως δεν μπορώ να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου έτσι.
Μέχρι να συνειδητοποιηθούν οι Έλληνες, μπορεί να περάσουν καμιά 400αριά χρόνια. Τον περασμένο μήνα, πριν φύγω, μιλούσα με έναν φίλο και συνάδελφο και του έλεγα αν αξίζει να χτυπιόμαστε και να σκιζόμαστε, όταν ξέρουμε πως απέναντί μας είναι το παρακράτος και η μαφία, ενώ, παράλληλα, η πλειοψηφία των πολιτών είναι ραγιάδες.
Μου είπε πως το έχει πάρει προσωπικά, πως γι’ αυτόν είναι θέμα προσωπικής αξιοπρέπειας και πως δεν πρόκειται να το βάλει κάτω.
Το σεβάστηκα αλλά του είπα πως στο τέλος -όπως το πάμε- ούτε σε χαντάκι δεν θα μας βρούνε. Και δεν είναι που θα σε φάνε -ούτως ή άλλως για τη δόξα πάμε-, αλλά θα σε πούνε και μαλάκα.
Πρώτοι απ’ όλους οι «σύντροφοι». Θα πούνε «έλα μωρέ, κάπου θα ήταν μπλεγμένος, κάποια βρομιά θα είχε κάνει» ή «τι ήθελε και έμπλεκε;», και θα σε σκοτώσουν για δεύτερη φορά.
Αφού βλέπεις πως η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων κοιμούνται όρθιοι. Δεν θέλουν, ρε παιδί μου. Δεν θέλουν.
Εδώ δεν θέλουν οι νέοι. Κι αν δεν θέλουν οι νέοι, δεν μπορεί να γίνει καμία ανατροπή. Καμία αλλαγή. Δηλαδή, για ποιον να αγωνιστείς;
Γι’ αυτόν που «επαναστατεί» μόλις χάσει τον μισθό του; Τι νόημα έχει να παλεύεις για μια κοινωνία που δεν είναι κοινωνία; Να αγωνιστείς για τον εαυτό σου. Μα, αυτό κάνουν όλοι. Αλλά δεν είναι αγώνας να βγάζεις πέντε φράγκα παραπάνω. Και τι να τα κάνω; Εγώ θέλω να καταργηθεί το χρήμα, θα σκοτώνομαι για να βγάζω λεφτά; Από την άλλη, ο Καζαντζάκης έγραψε στην Ασκητική «Μην καταδέχεσαι να ρωτάς ‘Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε;’ Πολέμα!» και «Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω».
Ναι, αλλά αφενός αυτοί που αγωνίζονται να σώσουν τη γη έχουν πολύ άσχημο τέλος ή λιώνουν ξεχασμένοι σχεδόν απ’ όλους στις φυλακές, και αφετέρου και ο ίδιος ο Καζαντζάκης, μπορεί να τα έγραψε αυτά σε σχετικά νεαρή ηλικία, αλλά, όταν αργότερα συνειδητοποίησε πως τα καθάρματα και οι ρουφιάνοι δεν έχουν τελειωμό, σηκώθηκε κι έφυγε και πήγε και στην Γαλλία.
Κι ευτυχώς, δεν έμαθε ποτέ πως την φράση του περί ευθύνης την επικαλείται και η Γιάννα Αγγελοπούλου στο βιβλίο της. Θέλει και η Γιάννα να σώσει τον κόσμο.
(Ανοίγω παρένθεση για να γράψω πως, όταν αναφέρω ένα σημαντικό πρόσωπο -σαν τον Νίκο Καζαντζάκη- σε κάποιο κείμενό μου, δεν το κάνω για να συγκριθώ μαζί του αλλά επειδή τον φέρνω ως φωτεινό και ανώτερο παράδειγμα. Η διευκρίνιση κρίνεται απαραίτητη γιατί διαβάζουν και ηλίθιοι. Κλείνει η παρένθεση.)
Δεν αισθάνομαι κανένα χρέος να σώσω τη γη. Ο μεσσιανισμός μου με εγκατέλειψε σε νεαρή ηλικία. Αυτό που έκανα νεότερος και συνεχίζω να κάνω και σήμερα είναι να περνάω τις γιαγιάδες απέναντι. Βέβαια, πρώτα ρωτάω: «Γιαγιά, θέλεις να σε περάσω απέναντι;». Γιατί μπορεί η γιαγιά να μην θέλει να περάσει απέναντι. Μπορεί να θέλει να μείνει για πάντα από δω. Και αυτό οφείλουμε να το σεβόμαστε. Δεν γίνεται να νοιάζεσαι για τον άλλον περισσότερο απ’ ό,τι νοιάζεται ο ίδιος για τον εαυτό του.
Κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.
http://pitsirikos.net/