Σε πολλά χωριά του νομού Ροδόπης, υπάρχουν ιστορίες με Νεράιδες. Δεν είναι λίγα δε και τα τοπωνύμια της περιοχής που συνδέονται μ΄ αυτές! Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι το γεγονός πως ιστορίες με Νεράιδες υπάρχουν και στα χριστιανικά και στα μουσουλμανικά χωριά του νομού! Ακόμη και οι Ρωμά, οι αθίγγανοι της Ροδόπης, πιστεύουν σ΄ αυτές, και στις Νεράιδες αποδίδουν το σκούρο χρώμα τους καθώς πιστεύουν πως ΄΄ όποιον τον φιλήσει Νεράιδα, γίνεται …
μαύρος!΄΄
Την εκδοχή αυτή στην λαογραφία μας, την συναντούμε και σε άλλα χωριά του νομού αλλά και σε άλλες περιοχές της χώρας.
Τα πλάσματα αυτά, που υπάρχουν μόνο στην φαντασία των ανθρώπων, ανέκαθεν συνδεόταν με τα νερά, είτε των ποταμών είτε των πηγαδιών.
Οι κάτοικοι των Ασωμάτων, ξέρουν μία τοποθεσία ανάμεσα στο χωριό τους και τους Υφαντές, που την λένε Σκαλοπήγαδο. Σήμερα το Σκαλοπήγαδο, που ήταν ένα πηγάδι στο οποίο για να πάει κανείς έπρεπε να κατέβει και μερικά σκαλάκια, δεν υπάρχει.
Στο σημείο αυτό, πήγαιναν οι νέοι του χωριού, τα κορίτσια για να τα … ξελογιάσουν, με το πρόσχημα να δουν δήθεν τις Νεράιδες που υπήρχαν εκεί. Ήταν μάλιστα το σημείο όπου κλεινόταν τα ραντεβουδάκια της εποχής.
Σε ένα άλλο χωριό, το Πάμφορο, το ρέμα που περνά έξω από το χωριό, λέγεται Ρέμα της Νεράιδας, γιατί και εκεί έβγαιναν δήθεν τα φανταστικά ξωτικά.


Η αλήθεια είναι, πως εκεί τα παλιά χρόνια, πήγαιναν οι νέες του χωριού για την μπουγάδα και το πλύσιμο των κουβερτών και των χαλιών. Έτσι βρεμένες πως ήταν και με το τραγούδι και το πείραγμα στα χείλη, σίγουρα έμοιαζαν σαν Νεράιδες από μακριά στον αντρικό πληθυσμό του χωριού. Στην περιοχή, δεν είναι τυχαίο πως μερικές φορές λένε το Ρέμα της Νεράιδας και απλά … Πλυσταριό.
Στα νότια της Γρατινής, όπου περνά το Αμυγδαλόρεμα, η περιοχή στις όχθες του λέγεται Σουλούκια, που είναι η ονομασία των Νεράιδων, στην τουρκική γλώσσα. Οι μουσουλμάνοι δε, πιστεύουν για να κάνουν ακόμη πιο μυστήριο τον θρύλο, πως τα σουλούκια, όταν βλέπουν άνθρωπο μεταμορφώνονται σε … βδέλλες και έτσι συνδέουν αυτήν την παραποτάμια έκταση (που προφανώς έχει βδέλλες) με την ύπαρξη των ξωτικών.
Ίδια περίπτωση, με ολόιδιο μασάλι υπάρχει και για την περιοχή Βούρκος του Ιάσμου, που βρίσκεται νοτιοδυτικά του χωριού, κοντά στην Βιστωνίδα. Λέγεται από τους μουσουλμάνους πως εκεί υπήρχε μία λίμνη που ξεράθηκε και έβγαιναν Νεράιδες. Μάλιστα την λίμνη αυτή την έλεγαν και Σουλουκλού Γκιόλ.
Αντίθετα στην περιοχή στα νότια της Αρίσβης που σε νεώτερους χάρτες εμφανίζεται με το όνομα Αβδέλλα, δηλαδή Βδέλλα και παλαιότερα ονομαζόταν Σουλούκια, δεν υπήρχε στο παρελθόν στάσιμο νερό, αλλά ένα μικρό ρέμα που κι αυτό συνδέθηκε με την ύπαρξη ξωτικών.
Μάλιστα στην περιοχή, γινόταν όλα τα γλέντια του χωριού και ήταν εξαιρετικός βοσκότοπος, που σήμερα προσπαθούν οι τοπικές αρχές να ξαναδημιουργήσουν, καθώς για πολλά χρόνια καταπατητές τον μετέτρεψαν σε καλλιεργούμενες εκτάσεις.
(Από το υπό έκδοση "Μα τι έκανε επιτέλους ο Ορφέας" του Τέλη Κελεσίδη)
Πηγή

Το γέρικο Ξωτικό και ο Χωρικός

Στο φύλλο της 19ης Μαρτίου η εκδιδόμενη στο Ηράκλειο έγκριτη εφημερίδα «Ελευθέρα Σκέψις» του γνωστού λογοτέχνη και συγγραφέα της «Ιστορίας της Κρήτης» κ. Ιωάννη Μουρέλλου, δημοσιεύει το παρακάτω περιστατικό με τον τίτλο : «Τι αφηγείται ένας χωρικός».

Προχθές ήρθε στα γραφεία μας ο Εμμ. Παντουβάκης κάτοικος Ρεθύμνου όπου μας διηγήθηκε την παρακάτω καταπληκτική περιπέτειά του την οποία και δημοσιεύουμε με κάθε επιφύλαξη λόγω του εξαιρετικού ενδιαφέροντος της. Την νύχτα της 11ης προς 12ην Μαρτίου, όπως διηγείται ο Εμμ. Παντουβάκης, είχα αναχωρήσει από τον Μυλοπόταμο με σκοπό να πάω στο Ηράκλειο γιατί την άλλη μέρα θα συναντούσα τον ιδιοκτήτη ενός ακινήτου το οποίο θα αγόραζα. Η νύχτα ήταν σκοτεινή και έκανε φοβερό κρύο και σαν να μην έφταναν αυτά αργότερα άρχισε και ένας δυνατός άνεμος.
Είχα αρχίσει να μετανοώ γιατί ξεκίνησα νύχτα ενώ μπορούσα να πάρω την άλλη μέρα λεωφορείο και να φτάσω πάλι στην ώρα μου. Γύρω στις 12.30 το βράδυ το ζώο που με μετέφερε στο Ηράκλειο σταμάτησε ξαφνικά και παρά τις επίμονες προσπάθειές μου στάθηκε αδύνατο να προχωρήσει. Επειδή η κατάσταση συνεχιζόταν και δεν υπήρχε περίπτωση να προχωρήσει αναγκάστηκα να κατέβω και άρχισα να το σέρνω και να το χτυπώ αλλά τίποτα! Εκείνο έμενε επίμονα στη θέση του με το κεφάλι στραμμένο στα δεξιά σε ένα σημείο του δρόμου όπου υπήρχε ένας μικρός θάμνος.

Περισσότερο από ένστικτο και λιγότερο από περιέργεια, προχώρησα τρία με τέσσερα προς τον θάμνο τον οποίο άρχισα να ερευνώ με την ράβδο μου. Την ίδια όμως στιγμή άκουσα ένα περίεργο μουρμουρητό και στεναγμούς ανθρώπου που θα έλεγε κανείς ότι ήταν πληγωμένος ή άρρωστος Ήταν σκοτεινά και δεν έβλεπα. Παρ’ όλα αυτά μπόρεσα να τον ανακαλύψω.

Φορούσε ένα καπότο τα γένια και τα μαλλιά του ήταν κάτασπρα. «Εσύ είσαι Μανώλη;» με ρώτησε Ομολογώ ότι ένιωσα ένα παράξενο φόβο και αισθάνθηκα ισχυρό κλονισμό. Που ήξερε το όνομά μου ο περίεργος αυτός άνθρωπος. Τι γύρευε στο μέρος εκείνο τέτοια ώρα; Μέχρι σήμερα έχω οδοιπορήσει πολλές φορές τη νύχτα και μάλιστα με χειμωνιάτικο καιρό αλλά ποτέ δεν μου έτυχε τέτοιο περιστατικό. Έσκυψα και τον ρώτησα: «Ποιος είσαι; Που ξέρεις το όνομά μου;» «Και να σου το πω δεν θα με γνωρίσεις. Ούτε σε είδα ούτε με είδες ποτέ» «Ναι αλλά το όνομά μου που το έμαθες;» «Εγώ Παντουβάκη, ξέρω όλο τον κόσμο» Τρόμαξα περισσότερο. Ώστε ήξερε και το επίθετό μου; Έκανα το σταυρό μου και ετοιμάστηκα να φύγω τρέχοντας. «Που πας; Γύρισε πίσω. Πενήντα μέτρα πιο κάτω θα βρεις το σακούλι σου με τα χρήματα που σου έπεσε χωρίς να το καταλάβεις.»
Αστραπιαία έφερα το χέρι μου μέσα στο πουκάμισό μου και αντιλήφθηκα ότι πράγματι είχα χάσει τα χρήματά μου γύρω στις 700 δρχ. Επέστρεψα τότε γύρω στα πενήντα μέτρα και τα βρήκα. Ο γέρος όμως είχε εξαφανιστεί.
Πηγή
 
Top