Μια φορά κι ένα καιρό, πριν από πολλά πολλά χρόνια, στην αυλή
ενός πλούσιου Αθηναίου άρχοντα φυόταν ένα μακρόβιο δέντρο,
που ο κορμός του, οι κλάδοι του και τα πεντάλοβα φύλλα του είχαν γαλακτώδη χυμό.
Ο πλούσιος άρχοντας ήταν υπερήφανος
για το στολίδι αυτού του κήπου του και έλεγε μάλιστα ότι ο Τιτάν
Συκεύς είχε μεταμορφωθεί σ’ ένα τέτοιο δέντρο από την ίδια την
μητέρα του τη Γη.
Κάθε πρωί μάζευε τους νόστιμους και γλυκύτατους καρπούς, τους
οποίους και παρέθετε στα συμπόσια που οργάνωνε για τους
φίλους του, είτε νωπούς είτε αποξηραμένους στον ήλιο, μαζί με
άλλα επιδορπίσματα.
Ένα πρωί, ο άρχοντας ανακάλυψε ότι κάποιος στην διάρκεια της
από το δέντρο του και έβαλε
ανθρώπους να ψάξουν όλη την
πόλη για να βρουν τους
κλέφτες.
Το ίδιο έκαναν και οι
υπόλοιποι άρχοντες, προσπαθώντας να προφυλάξουν κι αυτοί τα δικά τους
δέντρα.
Έτσι σχηματίσθηκε μια ειδική ομάδα ανδρών, οι οποίοι
παρακολουθούσαν και κατήγγειλαν αυτούς που έκλεβαν ή έκαναν εξαγωγή
των πολύτιμων για την Αττική καρπών.
Οι άνδρες αυτοί ονομάστηκαν
“συκοφάντες”.
Ο Επικούρειος φιλόσοφος από τα Γάδαρα της Συρίας Φιλόδημος, ερμηνεύει
την λέξη συκοφάντης :
προήλθε εκ των προστίμων και εισφορών, που
πλήρωναν άλλοτε στα σύκα και άλλοτε στο κρασί και το λάδι οι
προμηθευτές, για τις δαπάνες του κράτους….
Αυτή θα μπορούσε με λίγη φαντασία να είναι η εισαγωγή σε μια μακριά ιστορία, που δεν διαφέρει πολύ από
την πραγματικότητα και συνδέει την γη της Αττικής με τη βασιλική συκή και τα σύκα με τους «συκοφάντες».
Σύμφωνα με τον Αιλιανό οι Αθηναίοι ήταν εκείνοι που πρώτοι «ανακάλυψαν» την ελιά και την συκιά..» .
Σ’ ένα
μάλιστα απόσπασμα από το β΄ βιβλίο του Αθήναιου διαβάζομε: «Τι πράγματα Ιππόνικε, θαυμάσια η χώρα
αυτή παράγει, που εξέχουνε σ’ όλη γενικώς την οικουμένη, το μέλι, το ψωμί, τα σύκα της. Σύκα μα το θεό,
πολλά παράγει.»