Στις 5 του μηνός διερχόμενος ο διευθυντής της Παξινής εφημερίδας «Παξοί» κ. Χαρ. Μιτσιάλης γεννημένος στο χωριό Μποϊκάτικα Γαίου, φιλοξενήθηκε από τον κ. Ιωάννη Σ. Μπογδάνου του οποίου η σύζυγος του Μαρία δέχθηκε να του δείξει το απέναντι από το σπίτι τους ερειπωμένο οίκημα του θρυλικού βρικόλακα των Παξών Γεωργάκη της Αντονέλλας. Επιπλέον του έδειξε και τρία μεγάλα πλατυκέφαλα καρφιά τα οποία πήρε κάτω από το κατώφλι της πόρτας του σπιτιού. Αυτά είναι τα καρφιά τα οποία σύμφωνα με την παράδοση κάποιος Σκλαβούνος, υπάλληλος της Ενετικής Κυβέρνησης, κάρφωσε τον βρικόλακα στο επάνω μέρος της πόρτας.


Με την ευκαιρία αυτή οι «Παξοί» δημοσίευσαν την ιστορία του Γιωργάκη της Αντονέλλας η οποία έχει ως εξής : Το έτος 1603 ήρθε στους Παξούς ένας Βενετσιάνος τραβαδούρος και πήγε στην τότε πρωτεύουσα, το σημερινό χωριουδάκι Κουκούλια. Εκεί έμεινε στο σπίτι του Καπετάν Δουφλή ο οποίος τον περιποιήθηκε τόσο πολύ ώστε ο Βενετσιάνος ενέργησε στην κυβέρνησή του να του παραχωρηθεί το μισό από τις εισπράξεις του τελωνείου και των άλλων δημόσιων εσόδων. 

Κατά το Ενετικό σύστημα της εποχής εκείνης, τέτοιοι ενοικιαστές είχαν δικτατορικά δικαιώματα. Όταν έπιαναν κάποιο λαθρέμπορο είχαν πάνω του δικαίωμα ζωής και θανάτου. Λεγόταν τότε λοιπόν ότι ένας από τους απογόνους του Δουφλή, συνεχίζοντας το έργο των πατέρων του της ενοικίασης δηλαδή των δημοσίων εσόδων, έπιασε μια μέρα ένα καΐκι με λαθρεμπόριο. Πλοίαρχός του ήταν ένα από ομορφότερα παλικάρια του νησιού, ο Μπόικος. Ο σκληρός απόγονος του Δουφλή δεν δίστασε καθόλου. Διέταξε και του κόψανε για τιμωρία και τα δύο χέρια. Σε λίγη ώρα από τους φρικτούς πόνους και την αιμορραγία το παλικάρι ξεψύχησε. 

Ο γιος του Μπόικου λεγότανε Γιωργάκης και ήταν μόλις δέκα χρονών όταν ορφάνεψε με τον τρόπο που διηγηθήκαμε. Η μητέρα του Αντονέλλα, η χήρα του Μπόικου, νέα ακόμα και πολύ όμορφη, αγάπησε τρελά έναν ναυτικό και του παραδόθηκε λίγο καιρό μετά τον τραγικό θάνατο του άντρα της. Ο ναυτικός αυτός όμως ενώ είχε υποσχεθεί να την παντρευτεί, διαρκώς ανέβαλλε το γάμο βρίσκοντας εμπόδιο την ύπαρξη του παιδιού που κληρονομούσε την πατρική του περιουσία. Τέλος της δήλωσε καθαρά πως δεν θα την πάρει αν δεν του δώσει προίκα όλα τα κτήματα που άφησε ο Μπόικος. 

Από την μέρα εκείνη η Αντονέλλα έβαλε σκοπό να εξαφανίσει το παιδί της. Δεν υπήρξε βάσανο, στέρηση, κακομεταχείριση που να μην έκανε του Γιωργάκη. Η σκληρή μητέρα θα μπορούσε βέβαια να το σκοτώσει μια και καλή, φαίνεται όμως πως οι συγγενείς του άντρα της την είχαν καταστήσει υπεύθυνη για τον θάνατό του. Όλα όμως τα μαρτύρια και τα βάσανα που του έκανε η μάνα του απεναντίας τον δυνάμωναν. Ο καιρός περνούσε και η Αντονέλλα που φημιζόταν άλλοτε για την καλλονή της, έβλεπε τα νιάτα της να μαραίνονται και τον εραστή της να μην θέλει τον γάμο. Και τότε αποφάσισε να πνίξει με τα ίδια της τα χέρια τον γιο της. Αλλά ο Γιωργάκης δεν ήταν πια μικρός. Είχε πατήσει τα δεκαπέντε. Και είχε κληρονομήσει τη δυνατή κράση του πατέρα του, θέληση και ατσαλένια μπράτσα. 

Η μητέρα του τον είχε καταδικάσει να κοιμάται στο αχούρι μαζί με τα γουρούνια. Μια χειμωνιάτικη νύχτα λοιπόν ακούει ελαφρό θόρυβο. Κατάλαβε ότι κάποιος μπήκε αλλά δεν σάλεψε. Ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι νιώθει δύο χέρια να ζητούν ψαχουλευτά το λαιμό του. Πετάγεται πάνω, αρπάζει ένα ξύλο και χτυπά τη μάνα του στο κεφάλι. Ο Γιωργάκης άνοιξε τη πόρτα και χάθηκε στο σκοτάδι, κατέβηκε στο λιμάνι του Γαίου και κρύφτηκε στο αμπάρι ενός εκεί αραγμένου καραβιού που την άλλη μέρα έφευγε για Αυλώνα. Αν και μπορούσε να δικαιολογήσει πολύ καλά την πράξη του, κατάλαβε ότι το να σηκώσει χέρι στη μάνα του θεωρούνταν στο νησί κακούργημα που δεν θα του το συγχωρούσε κανείς. 

Μόλις έφτασε στην Ήπειρο έγινε υπηρέτης σ’ ένα κτηματία πλούσιο αλλά φιλάργυρο. Τα βάσανα του Γιωργάκη συνεχίστηκαν εδώ. Όλη τη μέρα δούλευε στα χωράφια του αφεντικού του και δεν είχε για τροφή παρά κριθαρένιο ψωμί και λίγες ελιές. Το βράδυ κοιμόταν σ’ ένα αχυρώνα και το πρωί πάλι στη δουλειά. Πέντε χρόνια βάσταξε η σκληρή αυτή ζωή και μια μέρα ο Γιωργάκης αρρώστησε με πυρετό. Γρήγορα φάνηκαν σπυριά στο κορμί του. Γιατρός δεν υπήρχε στο χωριό εκείνο αλλά το αφεντικό του κατάλαβε αμέσως ότι η αρρώστια του υπηρέτη του ήταν αραποβλογιά και τρόμαξε. Το χωριό αναστατώθηκε και τον ανάγκασαν να φύγει από το χωριό, τον έδιωξαν σαν τον σκύλο. Ο δύστυχος Γιωργάκης κυνηγημένος, πεινασμένος και αξιολύπητος κατέφυγε σε μια μικρή σπηλιά καταρώμενος τα πάντα και εκεί με φοβερά βάσανα στερήσεις και πόνους πέθανε. 

Το φάντασμά του τότε έγινε τύραννος και βασανιστής της μάνας του. Όπου πήγαινε η Αντονέλλα έβλεπε μπροστά της το φάντασμα να την κοιτάζει απειλητικά και εξαγριωμένα. Την νύχτα το άκουγε να γυρίζει γύρω από το σπίτι της, να μουγκρίζει, να της χτυπά την πόρτα, να τρέχει στα κεραμίδια, να της μετράει τα βάσανα που τράβηξε εξαιτίας της και να την καταριέται. Μέρες και νύχτες περνούσαν χωρίς η σκληρή μάνα να μπορέσει να κοιμηθεί. Οι πιο στενοί της συγγενείς θέλησαν να την πάρουν στο σπίτι τους, αλλά την άλλη μέρα αναγκάστηκαν να την διώξουν γιατί όλη νύχτα το σπίτι τους κουνιότανε σαν από σεισμό και έξω ο βρικόλακας μούγκριζε λες και σηκώθηκε κάποιος σίφουνας. 

Με τον καιρό ο βρικόλακας άπλωσε τα κατορθώματά του σε όλο το νησί. Τρομαγμένοι οι Παξινοί άκουγαν μουγκρίσματα, κατάρες, χτυπήματα στις πόρτες τους, τρεχάματα στις στέγες τους, ξεριζώματα δέντρων. Η κατάσταση αυτή έκανε άνω κάτω όλο το νησί. Δεν μπορούσαν να ησυχάσουν οι άνθρωποι. Αποφάσισαν να επικαλεστούν τη βοήθεια του Θεού. Μαζεύτηκαν όλοι οι παπάδες του χωριού και αφού πρωτύτερα διετάχθη γενική νηστεία τριών ημερών, τέλεσαν τη θεία λειτουργία και έπειτα μεγάλο αγιασμό. Στη συνέχεια όλοι οι κάτοικοι, με τους παπάδες, τα εξαπτέρυγα, και τις ιερές εικόνες, διέτρεξαν όλο το νησί ραντίζοντας και στήνοντας στα σταυροδρόμια πέτρινους σταυρούς μερικοί από τους οποίους σώζονται ακόμη. Συγχρόνως κάποιος Σκλαβούνος υπάλληλος της Ενετικής κυβέρνησης στους Παξούς κάρφωσε στο πάνω μέρος του σπιτιού του βρικόλακα τρία πλατυκέφαλα καρφιά και διαβεβαίωσε τους κατοίκους ότι μόνο ύστερα από εκατό χρόνια θα μπορούσε ο βρικόλακας να ξαναφανεί στο νησί. Έτσι έπαψε το κακό γιατί από εκείνη τη μέρα ο πολυβασανισμένος Γιωργάκης δεν έδωσε σημείο παρουσίας. 

Τα καρφιά που καρφώθηκαν στη πόρτα σώζονταν στη πόρτα του σπιτιού μέχρι τα 1805 και πολλοί περίμεναν με αγωνία ότι με το πέσιμό τους θα ξαναγύριζε ο βρικόλακας στο νησί. Τα καρφιά έπεσαν αλλά ο βρικόλακας δεν φάνηκε πουθενά. Για την Αντονέλλα, την σκληρή αυτή μητέρα, η παράδοση λέει ότι εγκαταλείφτηκε οριστικά από τον εραστή της και κυνηγημένη νύχτα και μέρα από το φάντασμα του παιδιού της στο τέλος τρελάθηκε. Και τρελή με σχισμένα ρούχα έτρεχε στα βουνά και στα περιγιάλια των Παξών σε ελεεινή και τρισάθλια κατάσταση ώσπου μια μέρα έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε.

Πηγή: Ψυχικαί έρευναι, Έτος 9ο, Τεύχος 10ο, Τόμος 9ος, Οκτώβριος 1933 σελ. 151-154

strangehellas.gr
 
Top