Η πυκνότητα των ειδήσεων, των αναλύσεων, των απόψεων και των ανακοινώσεων του τελευταίου μήνα έχει συμβάλλει στη δημιουργία μιας “ ομίχλης” γύρω από την πραγματική εικόνα της οικονομίας.
Ταυτόχρονα και ανάλογα με την εκάστοτε εφήμερη επικαιρότητα, εναλλάσσονται τα συναισθήματα και οι τάσεις της κοινής γνώμης.
Σε ποια κατάσταση όμως βρίσκεται ο πυρήνας της ελληνικής κρίσης; Είναι δηλαδή επιλύσιμο το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας με κάποια μέθοδο, με κάποιο τρόπο έστω και ακραίο σε σχέση με τη σκληρότητα ή την έκταση των όποιων μέτρων;
Αν φανταστούμε ότι η ελληνική κοινωνία αποδέχεται και εφαρμόζει και μάλιστα ενεργά το σύνολο των επιβαλλόμενων μέτρων, των παρόντων, των μελλοντικών, όλων. Επίσης, ας υποθέσουμε ότι το κράτος κατορθώσει να γίνει αποτελεσματικό και μικρότερο, εισπράττει τα προϋπολογισθέντα, οι πολίτες και οι επιχειρήσεις προσχωρούν στην αντίληψη περί πάταξης της φοροδιαφυγής, ανοίγουν όλα τα επαγγέλματα, απολύεται χωρίς ιδιαίτερη κοινωνική αντίδραση ένας ικανός αριθμός δημοσίων υπαλλήλων, παύουν οι απεργίες, επιτυγχάνονται οι στόχοι των αποκρατικοποιήσεων με ραγδαίο ρυθμό και τέλος πάντων όλα κυλούν παραδόξως οργανωμένα εκπλήσσοντας και τον πιο δύσπιστο αναλυτή.
Για να συνεχίσουμε το υπόδειγμά μας, ας θεωρήσουμε ότι όλα αυτά πραγματοποιούνται από τώρα και ολοκληρώνονται όχι πολύ μακρυά από σήμερα.Σε πέντε μήνες από τώρα. Στα τέλη του Φεβρουαρίου του 2012.

Ποιες θα είναι οι συνέπειες ενός τέτοιου -υποθετικού – σεναρίου;

Για να διερευνηθεί αξιόπιστα ένα τέτοιο – επιφανειακά αισιόδοξο – σενάριο, ας θυμηθούμε τους πραγματικούς στόχους που υποχρεωτικά πρέπει να υπηρετήσει οποιοδήποτε πρόγραμμα προσαρμογής:
  • Έξοδο της χώρας στις αγορές, ώστε να μπορεί να εξασφαλίζει φθηνό δανεισμό για τις κρατικές δαπάνες και το χρηματοπιστωτικό σύστημα
  • Ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, ώστε να εισέρχεται φρέσκο χρήμα στη χώρα. Όχι δανεικό αλλά υγιές.
Αποτυχία επίτευξης αυτών των στόχων σημαίνει αποτυχία οποιουδήποτε προγράμματος, οποιασδήποτε μεθοδολογίας, οποιασδήποτε πολιτικής. Επίτευξη δημοσιονομικών στόχων – έναντι οιουδήποτε κόστους – δεν επιλύει κανένα πρόβλημα. Όσους φόρους και να μαζέψει το κράτος, όσες δαπάνες και να μειώσει όσες μεταρρυθμίσεις και να κάνει, το κεντρικό ζητούμενο δεν επιτυγχάνεται αν δεν επιτευχθούν οι παραπάνω δύο στόχοι. Γιατί; Μα διότι το νόμισμά μας είναι εισαγόμενο. Η εισροή χρήματος πραγματοποιείται – όπως ακριβώς και σε μια επιχείρηση – είτε με πωλήσεις προϊόντων, είτε με δανεισμό, είτε με εκποίηση παγίων. Υπάρχει και η δωρεά ή η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου αλλά νομίζω ότι θα βγούμε εκτός θέματος. Η εξοικονόμηση χρήματος σε κάθε επιχείρηση αποτελεί αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη επιβίωσής της.
Στην παρούσα φάση λοιπόν – ακόμη κι αν εκπληρωθούν όλοι μα όλοι οι όροι, επιτυγχάνονται οι παραπάνω δύο ζωτικής σημασίας στόχοι;
Ας τους εξετάσουμε κατά σειρά.
  • Έξοδος της χώρας στις αγορές. Εννοείται, με επιτόκια που να επιτρέπουν το δανεισμό.
Η κρίση μας άφησε μια πολύ βαριά κληρονομιά η οποία συνοψίζεται στο εξής: Μέχρι το 2008 οι αγορές αντιμετώπιζαν τα ομόλογα όλων των χωρών της Ευρωζώνης περίπου ως εκδιδόμενα υπό τις ίδιες συνθήκες αξιόχρεου. Και με αυτό το δεδομένο δάνειζαν όλες τις χώρες του κοινού νομίσματος με επίσης περίπου το ίδιο επιτόκιο. Σήμερα τα δεδομένα είναι εντελώς διαφορετικά. Η αγορά έχει διαφοροποιήσει σημαντικά τα επιτόκια και άρα έχει “ ενσωματώσει” την αντίληψη ότι υπάρχουν – και θα υπάρχουν για πολύ καιρό – “ καλά” και “ κακά” ευρωπαϊκά ομόλογα. Αν σκέφτεστε την έκδοση ευρωομολόγου, ξεχάστε το. Η σύμμειξη “ καλών” και “ κακών” σε ένα ομόλογο είναι ο ορισμός του “ τοξικού” προϊόντος. Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Τα “ καλά” ομόλογα στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, πάντα θα εκτοπίζουν τα “ κακά” στα χαρτοφυλάκια των επενδυτών. Πιο σωστά, τα “ κακά” θα χρησιμοποιούνται για trade ενώ τα “ καλά” για διακράτηση. Αποτέλεσμα; Η έξοδος της χώρας στις αγορές με όρους “ καλών” ομολόγων έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Ακόμη κι αν φέρει εις πέρας οποιοδήποτε πρόγραμμα ή Μνημόνιο, στο τελικό στάδιο, όταν θα φτάσει δηλαδή στο σημείο να εκδώσει επιτέλους ομόλογα και να βγει στις αγορές, αυτά θα αντιμετωπίζονται ως “ κακά”. Όχι γιατί θα είναι πραγματικά “ κακά” αλλά γιατί πολύ απλά στο “ μαγαζί” της Ευρωζώνης θα υπάρχουν πάντα “ καλύτερα”. Καμία χώρα όπως και καμία επιχείρηση δεν μπορεί να αναπτυχθεί αν δεν εξασφαλίζει φθηνό και μακροπρόθεσμο δανεισμό. Προσέξτε: και φθηνό και μακροπρόθεσμο. Δεν αρκεί το ένα από τα δύο για ανάπτυξη.
  • Ανταγωνιστικότητα: Θα έρθει φρέσκο χρήμα;
Η ανταγωνιστικότητα είναι ένα απολύτως σχετικό μέγεθος. Η μέχρι σήμερα αντιμετώπιση του ζητήματος τόσο από την πραγματική οικονομία όσο και από το κράτος εστιάζεται στον ανταγωνισμό τιμών. Και μάλλον σε αυτό το μοτίβο θα συνεχιστεί. Η Ελλάδα δεν προτίθεται – θα δούμε γιατί – να παράγει ούτε μοναδικά προϊόντα, ούτε ιδιαιτέρως σύνθετα ώστε να λειτουργήσει ανταγωνιστικά εκτός του παράγοντα τιμής και άρα εκτός πίεσης του επιπέδου των αμοιβών. Όντως, αυτός είναι ένας “ χαζός” ανταγωνισμός, υπό την έννοια πως – είπαμε για να το θέσουμε απλά – ό,τι μπορούμε να παράξουμε εμείς φθηνά, οι Κινέζοι, οι Βούλγαροι και οι Ινδοί μπορούν να το παράξουν φθηνότερα. Από την άλλη για να περάσουμε στον “ α-τιμο” (!) ανταγωνισμό, δηλαδή να περάσουμε στην παραγωγή πρωτοποριακών ή μοναδικών προϊόντων και υπηρεσιών χρειαζόμαστε φθηνό δανεισμό! Πίσω στην προηγούμενη παράγραφο για επανάληψη. Έχουμε λοιπόν μπροστά μας ένα πολύ περιορισμένο περιθώριο ανταγωνισμού άρα και κεφαλαίων που θα μπορούσαν να εισρεύσουν στη χώρα, το οποίο θα εξαντλήσουμε και εξαιρετικά γρήγορα. Αυτό και καταγράφεται στην παρούσα φάση. Ταχεία ενίσχυση των εξαγωγών, ο ρυθμός όμως θα σταθεροποιηθεί πολύ σύντομα και θα εξαντλήσει τις δυνατότητές του. Τα μεγέθη όμως των αναγκών μας είναι εξαιρετικά δυσανάλογα με τις δυνατότητες που μπορούμε να αναπτύξουμε με βάση τις δυνατότητες δανεισμού επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Συμπέρασμα από το υποθετικό μας σενάριο:
  • Ο χρόνος που είχαμε στη διάθεσή μας να “ πείσουμε” – κι εμείς και οι Ευρωπαίοι – τις αγορές ότι οι απόκλιση των οικονομικών μας δεδομένων από τα μέσα μεγέθη της Ευρωζώνης ήταν ευκαιριακή, παρήλθε. Η “ αποκόλληση” της χώρας από το φθηνό μακροχρόνιο δανεισμό φαίνεται μόνιμη, στο πλαίσιο όμως ενός “ σκληρού” νομίσματος.
  • Ο συνδυασμός των παραπάνω παραγόντων (ακριβός δανεισμός και σκληρό νόμισμα) αποτελεί τους όρους που θα κληθεί να λειτουργήσει η ελληνική οικονομία ακόμη και υπό τις ευνοϊκότερες συνθήκες εξέλιξης των διαφόρων προγραμμάτων προσαρμογής.
  • Το μείγμα που προδιαγράφεται αποτελεί τον καμβά πάνω στον οποίο θα κινηθεί η δεύτερη φάση της κρίσης: της αγωνιώδους προσπάθειας να εξασφαλίζεται ρευστότητα όχι μόνο από το κράτος αλλά και από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Περνάμε στη “ στεγνή” φάση της κρίσης. Στο δεύτερο “ κύμα”.
  • Στους επόμενους πέντε μήνες η κρίση ρευστότητας θα επεκταθεί εκτός του “ συνήθους” ερωτήματος αν το κράτος έχει τα διαθέσιμα για την πληρωμή μισθών και συντάξεων. Η έλλειψη ρευστότητας θα “ χτυπήσει” το σύνολο των οικονομικών δρώντων.
  • Σε αυτό ακριβώς το σημείο – της κορύφωσης του δεύτερου κύματος – το “ μπαλάκι” των αποφάσεων θα περάσει και πάλι στο ελληνικό γήπεδο, υπό την έννοια ότι καμιά Τρόικα δεν θα μπορεί να δώσει απαντήσεις ή να “ εκβιάσει” σε αποφάσεις με οποιοδήποτε τρόπο.
Όλα αυτά βεβαίως υποθετικά…
 
Top