Αρνητικό ρεκόρ στη Μεταπολίτευση κατέγραψε η αποχή στις αυτοδιοικητικές εκλογές της Κυριακής, ξεπερνώντας τις εκτιμήσεις των εταιρειών δημοσκοπήσεων που περίμεναν χαμηλότερη συμμετοχή αλλά σε καμία περίπτωση αυτά τα νούμερα. Η συμμετοχή των πολιτών στις κάλπες για τις 13 περιφέρειες και τους 332 δήμους καταγράφεται σε ποσοστό κατά τι μεγαλύτερο του 52%, δηλαδή μικρότερο από τις εθνικές εκλογές του περασμένου Ιουνίου (53,74%)...
Στις περιφερειακές εκλογές του 2019, όπου όμως την ίδια μέρα υπήρχαν οι ευρωεκλογές και ενώ δεν είχαν διεξαχθεί ακόμα οι εθνικές εκλογές, η συμμετοχή είχε φτάσει το 58,28%, ενώ προχθές μόλις στο 52,46%. Τεράστια ποσοστά αποχής καταγράφονται στην Περιφέρεια Αττικής (57,7%) και ακόμα χειρότερα στον Δήμο Αθηναίων (σχεδόν 68%).
Πολιτικοί επιστήμονες και δημοσκόποι συμφωνούν πως η αποχή αποτελεί συνάρτηση της έλλειψης γενικότερου ενδιαφέροντος και εκφράζει μια τάση παραίτησης μέρους του εκλογικού σώματος, αλλά επισημαίνουν ότι πρόκειται για πολυπαραγοντικό φαινόμενο.
Ο Αγγελος Σεριάτος, επικεφαλής ερευνών της ProRata, εξηγεί στην «Εφ.Συν.» πως τρεις είναι οι βασικοί παράγοντες που απομάκρυναν τους πολίτες από την κάλπη. O πρώτος είναι η αναμενόμενη εκλογική κόπωση από τις πολλαπλές αναμετρήσεις. Ο δεύτερος και σημαντικότερος είναι η αντίληψη του ψηφοφόρου ότι «εγώ το πολιτικό μου μήνυμα το έχω στείλει, το έχετε λάβει και είναι ξεκάθαρο, σας είπα τι πιστεύω». Ο τρίτος λόγος συναρτάται με την παρατήρηση πως η αποχή είναι πολύ μεγαλύτερη στα αστικά κέντρα. Στις 10 μεγαλύτερες πόλεις της χώρας, η αποχή είναι από 9% μέχρι 17% μεγαλύτερη από το 2019. «Οσο μικραίνει ο πληθυσμός των εγγεγραμμένων τόσο μικρότερη είναι η αποχή. Στην Αθήνα, τα δίκτυα που διαμορφώνονται είναι πολύ πιο χαλαρά από ό,τι στην περιφέρεια της χώρας. Είναι πιο εύκολο σε μικρότερους δήμους να έρθεις σε επαφή με τον ψηφοφόρο από ό,τι στις μεγάλες πόλεις» επισημαίνει ο κ. Σεριάτος.
Ο Στράτος Φαναράς, διευθύνων σύμβουλος της Metron Analysis, παρατηρεί ότι «η αποχή δεν είναι ομοιόμορφα κατανεμημένη και εντοπίζεται κυρίως στην Αθήνα και στον δήμο του Πειραιά. Στον δήμο της Αθήνας σχετίζεται και με μια αίσθηση απογοήτευσης ακόμα και από ψηφοφόρους της Ν.Δ., οι οποίοι δεν ένιωθαν ότι έχουν άλλη εναλλακτική». Σύμφωνα με τον ίδιο, η αποχή προέρχεται πάντως κυρίως από τη νεολαία και από ψηφοφόρους της Αριστεράς.
Σε ανάλογο συμπέρασμα καταλήγει και η πολιτική επιστήμονας Μαρία Καρακλιούμη (RASS): «Η αποχή προέρχεται κυρίως από την Κεντροαριστερά, η οποία φαίνεται ότι δεν είχε να μας προτείνει κάποιον “ικανό” να πάμε να τον ψηφίσουμε. Και με τη διαχείριση θυμού που έγινε στα χρόνια των μνημονίων καταλήξαμε να αποξενώσουμε τον κόσμο από την πολιτική - και αυτούς που θα μπορούσαν να συμμετέχουν και να είναι πρόθυμοι να μας διοικήσουν και αυτούς που θα πάνε να ψηφίσουν. Πολύς κόσμος σκέφτεται “αφού τίποτα δεν γίνεται, γιατί να πάω να ψηφίσω;”
Η ίδια θεωρεί πως ειδικά για την Αθήνα τα πολύ υψηλά ποσοστά αποχής οφείλονται στην αμηχανία του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ. «Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ξεκινήσει με πρόθεση να πάει με τον μπασκετμπολίστα Νίκο Παππά και κατέληξε σε μια διελκυστίνδα μεταξύ Φίλη και Ζαχαριάδη, αφού πρώτα είχαν εξαναγκάσει τον Παππά σε αποχώρηση. Ολο αυτό οδήγησε σε μια απίθανη εσωστρέφεια, το δε ΠΑΣΟΚ είχε εστιάσει στις εθνικές εκλογές και αντί να εμφανίσει τον Χάρη Δούκα στις 26 Ιουνίου τον παρουσίασε αρχές Αυγούστου. Δεν κινητοποίησαν κανέναν».
Σε επίπεδο κομμάτων, το ΚΚΕ φαίνεται να ευνοήθηκε από την αυξημένη αποχή. «Μην ξεχνάμε ότι πολλοί πολίτες κάνουν προβολή του αποτελέσματος του Ιουνίου. Εχοντας ένα τέτοιο αποτέλεσμα, θεωρούσαν δεδομένο τι θα γινόταν και ένιωθαν ότι η ψήφος τους δεν πολυμετράει. Εχω την αίσθηση πως και τα ποσοστά του ΚΚΕ είναι λίγο πιο αυξημένα από αυτά που θα συγκέντρωνε σε μια μάχη με υψηλότερη συμμετοχή. Γιατί είναι πολύ πιο “μπετόν” οι άνθρωποι του ΚΚΕ, αν και πήρε και κριτική στήριξη από ανθρώπους του ΣΥΡΙΖΑ. Ενώ πανελλαδικά έχει πάνω από 10%-11% στις αυτοδιοικητικές, σε απόλυτο αριθμό ψήφων κινείται περίπου στα επίπεδα του 2019» αναφέρει ο Α. Σεριάτος.
Ενδεικτικό της επίδρασης της αποχής είναι το γεγονός πως ο Χάρης Δούκας πήρε 7.600 ψήφους λιγότερες από όσες είχε πάρει ο Παύλος Γερουλάνος το 2019. Οπως υποστηρίζει ο Στράτος Φαναράς, «ο κατεξοχήν ευνοημένος από την αποχή ήταν ο Δούκας στην Αθήνα, ο οποίος διπλασίασε το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ. Ο Μπακογιάννης, αν κρατούσε την εκλογική του βάση, με τέτοια αποχή θα έπρεπε να πάει πάνω από το 50%. Το γεγονός ότι όχι μόνο δεν πήγε πάνω από 50% αλλά έχασε και λίγο δείχνει ότι η αποχή προέρχεται και από τον χώρο της Ν.Δ.».
Σε αυτό συμφωνεί και η κ. Καρακλιούμη, υπογραμμίζοντας πως «ο Mπακογιάννης έχασε πολλούς δικούς του ψηφοφόρους λόγω του Μεγάλου Περιπάτου, γιατί ο κόσμος δεν ανέχεται την κοροϊδία. Εκανε όμως ένα πολύ σημαντικό τέχνασμα: από τα 100 και πλέον άτομα στο ψηφοδέλτιό του, οι 25-30 είναι αστοί Αθηναίοι, που δεν ασχολούνται με την πολιτική, τους έβαλε όμως σε ένα τριπάκι και ο καθένας έφερε τους δικούς του 300 ψηφοφόρους. Ηρθαν έτσι οι ψήφοι που έχανε από τον Μεγάλο Περίπατο. Ολους αυτούς δεν τους συστράτευσε στη λογική της αυτοδιοίκησης, αλλά στη λογική δικής του μελλοντικής πολιτικής παρέμβασης».
Ο καλός διαχειριστής
Στα ευρύτερα συμπεράσματα των εκλογών ο Στράτος Φαναράς θεωρεί πως αναδύεται ένας «νέος ανθρωπότυπος πολιτικής, ο οποίος δίνει βάση στις διαχειριστικές δεξιότητες και όχι τόσο στις ιδέες και στη συνολική πολιτική συγκρότηση. Είδαμε νούμερα θηριώδη (75% και 80%) που δεν τα βλέπαμε παλιά. Φαίνεται πως υπάρχει μια μαζική στροφή προς την επιβράβευση της διαχειριστικής επάρκειας». Εκεί φαίνεται να οφείλεται και η άνετη επικράτηση του Νίκου Χαρδαλιά, σύμφωνα με τους δημοσκόπους. «Κατάφερε να πατήσει πάνω στην αντίληψη ότι είναι επιχειρησιακός, με βάση την αίσθηση που είχε ο κόσμος από την περίοδο του Covid.
Εδινε την εντύπωση, π.χ., πως θα είναι αυτός που πάει να ξεβουλώσει ο ίδιος τα φρεάτια. Με κλονισμένο το αίσθημα ασφάλειας από τις φωτιές και τις πλημμύρες, ο κόσμος πίστεψε πως αυτός θα είναι πιο αποτελεσματικός», σημειώνει η κ. Καρακλιούμη και προσθέτει πως «το πρόβλημα όμως ήταν με τις υπόλοιπες υποψηφιότητες: ο Ιωακειμίδης, όσο ικανός και καταξιωμένος να ήταν, δεν παύει να παραμένει ένας πετυχημένος δήμαρχος της Β’ Πειραιά. Είναι σχεδόν αδύνατο να ψηφιστεί από το Κολωνάκι, από τα Βόρεια Προάστια, από μέρη της Ανατολικής Αττικής και από τα Νότια Προάστια. Ο δε Σγουρός διανύει την όγδοη δεκαετία της ζωής του. Το ΠΑΣΟΚ στόχευσε στην “ανάκληση μνήμης” (“να θυμηθούμε τους παλιούς καλούς δημάρχους”) την οποία πέτυχε τελικά μόνο στην Καλλιθέα. Το δε ΚΚΕ έκανε άψογη τοποθέτηση προϊόντος και είπε “παιδιά, είμαστε αυτοί με το γαρίφαλο, Λαϊκή Συσπείρωση παντού” και πήρε την ψήφο διαμαρτυρίας».
Ολοι συμφωνούν πως η Ν.Δ. δεν ενισχύεται, αλλά εδραιώνει την ηγεμονία της. Σύμφωνα με τον Α. Σεριάτο, «μάλλον θα πρέπει να αρχίσουμε να αποδεχόμαστε ότι δεν είναι δύο αλλά τρία τα κόμματα που βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους: ο ΣΥΡΙΖΑ που είναι σε πτωτική τάση, το ΠΑΣΟΚ που δεν φαίνεται να ενισχύεται στις αυτοδιοικητικές εκλογές και το ΚΚΕ για το οποίο έχουμε ισχυρές ενδείξεις ότι είναι σε άνοδο και θα απασχολήσει στο μέλλον».
Κώστας Ζαφειρόπουλος
efsyn.gr