ΣΤ. ΚΟΥΛΟΓΛΟΥ: Πώς εκτινάχτηκε η διαφορά ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ στο 20%...
Στέλιος Κούλογλου
Ο Ντικ Μόρις, ο περιβόητος πολιτικός σύμβουλος και επικοινωνιολόγος, μου είχε εξηγήσει πώς κατάφερε να κερδίσει ο Κλίντον τη δεύτερή του θητεία. Το 1994, στο μέσο της πρώτης θητείας του, τα αποτελέσματα των ενδιάμεσων εκλογών για το Κογκρέσο καθώς και οι μετρήσεις προέβλεπαν συντριβή του Μπιλ Κλίντον στις επόμενες εκλογές.
Είχε επιδιώξει τότε να αλλάξει το σύστημα υγείας, που άφηνε ανασφάλιστους και έρμαιους στη μοίρα τους 40 εκατομμύρια πολίτες. Αλλά η μεταρρύθμιση είχε συναντήσει ισχυρότατη αντίσταση και η δημοτικότητα της κυβέρνησης και του προέδρου Κλίντον είχαν καταρρεύσει.
Εκτός αν πρόκειται για οριακή αναμέτρηση, οι εκλογές δεν κρίνονται την προεκλογική περίοδο. Στα δύο χρόνια μετά τις εκλογές, όποιο κόμμα έρχεται δεύτερο, πρέπει να κάνει ριζικές ανατροπές στην πολιτική του για να διεκδικήσει τη νίκη. Πρέπει να κάνεις αλλαγές τώρα, εξήγησε ο Μόρις στον Κλίντον. Ο Αμερικανός πρόεδρος άκουσε τον σύμβουλό του. Διαμόρφωσε νέα στρατηγική, κερδίζοντας κατά κράτος το 1996.
Το 2017, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ υπολειπόταν της αντιπολιτευόμενης ΝΔ. Οι έρευνες έδειχναν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καλές επιδόσεις στα ασθενέστερα τμήματα του πληθυσμού, λόγω των μέτρων στοιχειώδους κοινωνικής προστασίας (δωρεάν είσοδο στα νοσοκομεία για όλους κλπ). Aλλά αντιμετώπιζε ιδιαίτερο πρόβλημα όχι απλώς με τα μεσαία στρώματα αλλά με τη μη βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών σε θέματα που δεν απασχολούσαν την τρόικα.
Θα έπρεπε λοιπόν να κάνει μεγάλες αλλαγές στην πολιτική του, που θα εφαρμόζονταν στο σύνολό τους με το τέλος της επιτροπείας, το καλοκαίρι του 2018. Τα υπουργεία θα έπρεπε επίσης να ξεκινήσουν μεγάλες ενημερωτικές εκστρατείες, γιατί ακόμη και εκεί που έγινε ουσιαστική δουλειά αυτή δεν έγινε ποτέ γνωστή. Το ίδιο είχε κάνει η αμερικανική κυβέρνηση την περίοδο 94-96, στην οποία ο Κλίντον ανέκαμψε. Αν είχε προχωρήσει σε αυτές τις ενέργειες, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κέρδιζε τις εκλογές του 2019 ή να τις έχανε με μικρότερη διαφορά.
Το καλοκαίρι του 2021, η κυβέρνηση Μητσοτάκη τα είχε κάνει θάλασσα σε διάφορους τομείς. Η μισή Ελλάδα είχε καεί με 2 μποφόρ, ο αριθμός των θυμάτων covid εκτός ΜΕΘ ανέβαινε συνεχώς, ενώ σημειωνόταν και το πρώτο κύμα ακρίβειας. Παρόλα αυτά η ΝΔ προηγείτο σταθερά του ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις.
Ενόψει των εκλογών του 2023, ήταν φανερό ότι έπρεπε να γίνουν σοβαρές αλλαγές στη φυσιογνωμία και την πολιτική του, όπως επίσης στο προφίλ του Αλέξη Τσίπρα, που είχε γίνει συστηματικός στόχος οργανωμένων επιθέσεων μετά το 2015 και είχε υποστεί σημαντική φθορά. Αυτές οι απαραίτητες αλλαγές ούτε μελετήθηκαν ούτε έγιναν ποτέ.
Η σημασία της εκλογικής εκστρατείας: από κόμμα εξουσίας σε διαμαρτυρίας.
Η διαφορά μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ άρχισε να μεγαλώνει όσο πλησίαζαν οι εκλογές της 21ης Μαϊου. Στα τέλη Μαρτίου, υπό το βάρος του δυστυχήματος στα Τέμπη, η διαφορά στην πρόθεση ψήφου είχε μειωθεί στις 4 μονάδες, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση της Palmos Analysis που συνεργάζεται εδώ και 10 χρόνια με το Tvxs και έχει πέσει πάντα μέσα (συχνά με ακρίβεια δεκαδικού) στις προβλέψεις της.
Μπορεί όμως η διαφορά ανάμεσα στα δύο κόμματα να εμφανιζόταν μειωμένη για πρώτη φορά, αλλά όλα τα ποιοτικά στοιχεία ήταν αρνητικά για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα, που υπολείποντο της ΝΔ και του Μητσοτάκη ακόμη και σε τομείς (υγεία, στήριξη ασθενέστερων ομάδων, καταπολέμηση διαφθοράς) όπου παραδοσιακά η Αριστερά υπερέχει. Οι πολίτες ήταν δυσαρεστημένοι από την κυβέρνηση, αλλά περισσότερο από την αντιπολίτευση!
Λόγω των παραπάνω, η ΝΔ θα κέρδιζε έτσι κι αλλιώς τις εκλογές. Το θέμα ήταν το εύρος της διαφοράς και εδώ παίζει μεγάλο ρόλο η προεκλογική εκστρατεία.
Οι εκλογές είναι σε τελευταία ανάλυση ένα δημοψήφισμα, γύρω από ένα κεντρικό ερώτημα στο οποίο καλούνται να πάρουν θέση οι ψηφοφόροι. Το «Καραμανλής ή τανκς »(1974) είναι το πιο τρανταχτό παράδειγμα, αλλά όλες οι εκλογικές αναμετρήσεις αφορούν ένα παρόμοιο δίλημμα. Οποιο κόμμα επιβάλλει το δικό του, κερδίζει. Επίσης χαρακτηριστικό παράδειγμα, το «αλλαγή ή δεξιά», με το οποίο το ΠΑΣΟΚ κέρδισε πανηγυρικά την αναμέτρηση του 1981.
Στις πρόσφατες εκλογές, η ΝΔ, αφού έκανε διορθωτικές κινήσεις σε κοινωνικές ομάδες όπου είχε πρόβλημα (μισθωτοί ιδιωτικού τομέα=αύξηση του κατώτατου μισθού, νέοι=youth pass κλπ) έμεινε σταθερή σε ένα κεντρικό ερώτημα: «μπορεί να κάνουμε λάθη (ή και κάποια σκάνδαλα). Αλλά προτιμάτε σταθερότητα ή νέες περιπέτειες;».
Με τη βοήθεια της αρλούμπας περί «Δήμητρας» και του 2015, κατάφερε να το επιβάλλει εύκολα. Η αξιωματική αντιπολίτευση δεν προσπάθησε καν να επιβάλλει το δικό της, που άλλαζε συνεχώς: ΝΔ ή προοδευτική κυβέρνηση, ή ανοχής, ή ειδικού σκοπού κλπ, ενισχύοντας τη νεοδημοκρατική θεωρία της περιπέτειας. Xώρια η «κυβέρνηση των ηττημένων, που «τελείωσε» την απλή αναλογική αλλά και τις πιθανότητες σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας.
Στην ουσία, η αξιωματική αντιπολίτευση δεν διεκδίκησε την κυβερνητική εξουσία. Παρουσιάστηκε ως κόμμα διαμαρτυρίας που ζητούσε να καταψηφιστεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Είναι χαρακτηριστικά τα πρώτα προεκλογικά σποτ, τα οποία ακριβώς διεκτραγωδούσαν την κατάσταση, χωρίς να δίνουν την παραμικρή θετική προοπτική ή να θυμίζουν καν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε πρόγραμμα για την υγεία, τα δάνεια κλπ. Κάποιες μεμονωμένες φωνές που έκρουαν το σήμα του κινδύνου, δεν εισακούστηκαν.
Στους ψηφοφόρους τέθηκε το ερώτημα μόνο της ΝΔ. Η τελευταία δημοσκόπηση της Palmos Analysis, που τέλειωσε 5 μέρες πριν τις εκλογές, έδειχνε τη διαφορά στις 6,6 μονάδες και αυτή ήταν πράγματι η φωτογραφία της στιγμής.
Υπήρχαν όμως οι αναποφάσιστοι, το 20% του εκλογικού σώματος που αποφάσισε το τελευταίο 48ωρο πριν τις κάλπες. Αυτό το τμήμα των ψηφοφόρων δεν έχει σαφές πολιτικό/κομματικό στίγμα και ψηφίζει για να βγάλει κυβέρνηση, την οποία ουσιαστικά δεν ζητούσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Αρκούσε λοιπόν ένα τυχαίο γεγονός(πχ δήλωση Κατρούγκαλου) για να παίξει καταλυτικό ρόλο εκτοξεύοντας τη διαφορά, όπως και έγινε.