Ένα μενού με βρώσιμα είδη ψαριών από το εξωτερικό ετοίμασαν σεφ στη Σαντορίνη, ανταποκρινόμενοι στο πρόγραμμα «Φά’ το πριν τα φάει» της περιβαλλοντικής οργάνωσης iSea.
«Σε συζητήσεις με τους σεφ, ανέφεραν ότι το κρέας του λεονταρόψαρου ήταν πραγματικά κάτι διαφορετικό και πολύ εύγεστο, ειδικά για τη δημιουργία συνταγών σασίμι και σούσι και θα ήταν πρόθυμοι να το εντάξουν στο μενού των καταστημάτων όπου εργάζονται.
Όσο για το κοινό που δοκίμασε τα πιάτα έμειναν όλοι πάρα πολύ ευχαριστημένοι από τις γεύσεις και τους εξέπληξε που ένα είδος όπως ο γερμανός, που υπάρχει χρόνια στα νερά των Κυκλάδων, δεν έχει μπει ακόμα στο μενού εστιατορίων», ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Νίκος Δούμπας από την iSea.
Μάλιστα, αν και τα συγκεκριμένα είδη ψαριών έχουν αγκάθια με δηλητήριο, ωστόσο «μπορούν να καθαριστούν με την ίδια προσοχή που απαιτείται και για μία σκορπίνα».
Όπως εξήγησε ο κ. Δούμπας, τα ξενικά είδη θεωρούνται σήμερα μία από τις μεγαλύτερες απειλές για τα τοπικά θαλάσσια οικοσυστήματα, την τοπική οικονομία καθώς και την ανθρώπινη υγεία παγκοσμίως. Πολλές μελέτες υποστηρίζουν πως κάθε χρόνο, η υποβάθμιση που προκαλούν στα τοπικά οικοσυστήματα αλλά και οι ζημίες σε ανθρώπινες δραστηριότητες, ανέρχονται σε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια.
«Η Ελλάδα είναι από τις πιο επηρεασμένες χώρες με περισσότερα από 230 ξενικά είδη να έχουν εντοπιστεί στα νερά της, από τα οποία, τα περισσότερα -σχεδόν το 80%- είναι βρώσιμα και αποτελούν εξαιρετικά πιάτα σε πολλές χώρες παγκοσμίως», τονίζει ο κ. Δούμπας.
Εντούτοις, οι επαγγελματίες αλιείς προσπαθούν να αποφύγουν την αλίευση ξενικών ειδών καθώς είναι περισσότερος κόπος για αυτούς χωρίς να έχουν κέρδος από τα συγκεκριμένα είδη, γιατί δεν υπάρχει ζήτηση στην αγορά. Παράλληλα, όμως, αυξάνεται και το ποσοστό των ξενικών ειδών σε σύγκριση με τα αυτόχθονα είδη που συλλαμβάνουν.
«Αντίθετα, σε άλλες χώρες, η κατανάλωση των ξενικών είναι αρκετά διαδεδομένη και μπορεί κανείς να βρει στην αγορά αρκετά είδη. Παράδειγμα αποτελεί η Κύπρος, όπου το ξενικό είδος γερμανός πωλείται κανονικά στις αγορές και έχει μεγάλη ζήτηση ενώ στην Ελλάδα απορρίπτεται από το αλίευμα», διευκρινίζει ο κ. Δούμπας προσθέτοντας ότι ο γερμανός για να καταναλωθεί πρέπει να καθαριστεί αμέσως από τους αλιείς, αλλιώς το κρέας του πικρίζει.
Στο διήμερο εκδηλώσεων που έγινε στη Σαντορίνη με πρωτοβουλία της iSea, διοργανώθηκαν ομιλίες από ειδικούς επιστήμονες για το πρόβλημα των ξενικών ειδών και παρουσιάστηκε το πρόγραμμα της οργάνωσης «Φά’ το πριν τα φάει».
«Δώσαμε αυτή την ονομασία στο πρόγραμμα έχοντας κατά νου το λεονταρόψαρο που είναι θηρευτής- τρώει μικρά ψάρια και γαρίδες- και το χειρότερο εισβολικό είδος στη Μεσόγειο. Ανταγωνίζεται δε τον ροφό που είναι πολλαπλάσιος στο μέγεθος αλλά έχει πολύ πιο αργή ανάπτυξη», σημειώνει ο κ. Δούμπας.
Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων, οι σεφ Χρήστος Χήτος, Αλέξανδρος Ουντίλα και Κώστας Αγγελόπουλος εμπνεύστηκαν και ετοίμασαν συνταγές με βότανα και γεύσεις της Σαντορίνης σε συνδυασμό με το κρέας των ξενικών ειδών που είχαν στα χέρια τους με σκοπό να δημιουργηθεί μια αλυσίδα παραγωγής, προώθησης και κατανάλωσης βρώσιμων ξενικών ειδών της περιοχής των Κυκλάδων.
«Με τη δημιουργία αυτής της αλυσίδας», τονίζει ο κ. Δούμπας, «οι αλιείς μπορούν να εκμεταλλευτούν είδη που σε διαφορετική περίπτωση θα απόρριπταν νεκρά ξανά πίσω στη θάλασσα και έτσι να αποκτήσουν ένα επιπλέον εισόδημα σε μια εποχή δύσκολη για τον κλάδο, αλλά και να αντιμετωπιστεί ένα σύγχρονο περιβαλλοντικό πρόβλημα, αυτό των ξενικών ειδών».
«Παράλληλα, οι σεφ και τα εστιατόρια, θα μπορούν να προσφέρουν νέες γεύσεις, προωθώντας την κατανάλωση των πιάτων αυτών σαν ένα μέτρο προστασίας του περιβάλλοντος», καταλήγει.
Όπως εξήγησε ο κ. Δούμπας, τα ξενικά είδη θεωρούνται σήμερα μία από τις μεγαλύτερες απειλές για τα τοπικά θαλάσσια οικοσυστήματα, την τοπική οικονομία καθώς και την ανθρώπινη υγεία παγκοσμίως. Πολλές μελέτες υποστηρίζουν πως κάθε χρόνο, η υποβάθμιση που προκαλούν στα τοπικά οικοσυστήματα αλλά και οι ζημίες σε ανθρώπινες δραστηριότητες, ανέρχονται σε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια.
«Η Ελλάδα είναι από τις πιο επηρεασμένες χώρες με περισσότερα από 230 ξενικά είδη να έχουν εντοπιστεί στα νερά της, από τα οποία, τα περισσότερα -σχεδόν το 80%- είναι βρώσιμα και αποτελούν εξαιρετικά πιάτα σε πολλές χώρες παγκοσμίως», τονίζει ο κ. Δούμπας.
Εντούτοις, οι επαγγελματίες αλιείς προσπαθούν να αποφύγουν την αλίευση ξενικών ειδών καθώς είναι περισσότερος κόπος για αυτούς χωρίς να έχουν κέρδος από τα συγκεκριμένα είδη, γιατί δεν υπάρχει ζήτηση στην αγορά. Παράλληλα, όμως, αυξάνεται και το ποσοστό των ξενικών ειδών σε σύγκριση με τα αυτόχθονα είδη που συλλαμβάνουν.
«Αντίθετα, σε άλλες χώρες, η κατανάλωση των ξενικών είναι αρκετά διαδεδομένη και μπορεί κανείς να βρει στην αγορά αρκετά είδη. Παράδειγμα αποτελεί η Κύπρος, όπου το ξενικό είδος γερμανός πωλείται κανονικά στις αγορές και έχει μεγάλη ζήτηση ενώ στην Ελλάδα απορρίπτεται από το αλίευμα», διευκρινίζει ο κ. Δούμπας προσθέτοντας ότι ο γερμανός για να καταναλωθεί πρέπει να καθαριστεί αμέσως από τους αλιείς, αλλιώς το κρέας του πικρίζει.
Στο διήμερο εκδηλώσεων που έγινε στη Σαντορίνη με πρωτοβουλία της iSea, διοργανώθηκαν ομιλίες από ειδικούς επιστήμονες για το πρόβλημα των ξενικών ειδών και παρουσιάστηκε το πρόγραμμα της οργάνωσης «Φά’ το πριν τα φάει».
«Δώσαμε αυτή την ονομασία στο πρόγραμμα έχοντας κατά νου το λεονταρόψαρο που είναι θηρευτής- τρώει μικρά ψάρια και γαρίδες- και το χειρότερο εισβολικό είδος στη Μεσόγειο. Ανταγωνίζεται δε τον ροφό που είναι πολλαπλάσιος στο μέγεθος αλλά έχει πολύ πιο αργή ανάπτυξη», σημειώνει ο κ. Δούμπας.
Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων, οι σεφ Χρήστος Χήτος, Αλέξανδρος Ουντίλα και Κώστας Αγγελόπουλος εμπνεύστηκαν και ετοίμασαν συνταγές με βότανα και γεύσεις της Σαντορίνης σε συνδυασμό με το κρέας των ξενικών ειδών που είχαν στα χέρια τους με σκοπό να δημιουργηθεί μια αλυσίδα παραγωγής, προώθησης και κατανάλωσης βρώσιμων ξενικών ειδών της περιοχής των Κυκλάδων.
«Με τη δημιουργία αυτής της αλυσίδας», τονίζει ο κ. Δούμπας, «οι αλιείς μπορούν να εκμεταλλευτούν είδη που σε διαφορετική περίπτωση θα απόρριπταν νεκρά ξανά πίσω στη θάλασσα και έτσι να αποκτήσουν ένα επιπλέον εισόδημα σε μια εποχή δύσκολη για τον κλάδο, αλλά και να αντιμετωπιστεί ένα σύγχρονο περιβαλλοντικό πρόβλημα, αυτό των ξενικών ειδών».
«Παράλληλα, οι σεφ και τα εστιατόρια, θα μπορούν να προσφέρουν νέες γεύσεις, προωθώντας την κατανάλωση των πιάτων αυτών σαν ένα μέτρο προστασίας του περιβάλλοντος», καταλήγει.