Με θυμάμαι σαν να ήταν χθες. Ένα κατάξανθο μικρό κοριτσάκι –ένα μέτρο το πολύ– με δύο τρελά κοτσίδια να πετάνε δεξιά κι αριστερά στο κεφάλι μου. Φορούσα ένα τέλειο λουλουδάτο φορεματάκι κι από πάνω ένα ροζ ζεστό πουλόβερ που η γιαγιά μου είχε πλέξει με αγάπη. Με θυμάμαι, λοιπόν, να κάνω κούνια και να δίνω όση περισσότερη φόρα μπορούσα για να ανέβω όσο πιο ψηλά γινόταν κάθε φορά . Χωρίς φόβο, χωρίς δισταγμούς απλά ήθελα να φτάσω όσο πιο ψηλά μπορούσα. Ένιωθα σαν μικρή σούπερ ήρωας που είχε όλο τον κόσμο στα πόδια της. Ώσπου, ξαφνικά, λίγο πριν πατήσω στο έδαφος χάνω την ισορροπία μου και προσγειώνομαι φαρδιά-πλατιά κάτω. Πάει το φορεματάκι, πάει και το καλσόν μου που σκίστηκε σε ένα σωρό σημεία.
Σηκώνομαι σοκαρισμένη, όπως κάθε μικρό παιδάκι που τρώει την πρώτη του τούμπα. Σε δευτερόλεπτα πλημμυρίζουν τα μάτια μου με δάκρυα. Κοιτάω δεξιά, κοιτάω αριστερά. Μα πού είναι; Και τότε τη βλέπω να τρέχει προς το μέρος μου. Και ξεκινάω να τρέχω κι εγώ και κάνω βουτιά στην αγκαλιά της. Με καθησυχάζει πως ο πόνος θα περάσει αργά ή γρήγορα και μου δίνει ένα τεράστιο φιλί. Αυτή είναι η πρώτη ανάμνηση –που μου επέτρεψε η μνήμη να θυμάμαι– που είχα την ανάγκη να το πω στη μαμά μου. Και μετά από αυτήν ακολούθησαν χιλιάδες.
Αργότερα, στο σχολείο, με θυμάμαι να γυρνάω σπίτι με ένα ένοχο βλέμμα και να περιμένω να με εντοπίσει για να με ρωτήσει τι έγινε. Γιατί ήμουν μικρό κοριτσάκι που του τα έβγαζες με το τσιγκέλι. Ήθελα πάρα πολύ να τα ξεφουρνίσω όλα, αλλά η βοήθειά της για να κάνω την αρχή ήταν απαραίτητη. «Τα κορίτσια δε με έπαιζαν στο διάλλειμα» , «η δασκάλα μου έκανε παρατήρηση ενώ δε μιλούσα με τη διπλανή μου» κι άλλα τέτοια μελοδραματικά –στα μάτια μου– συμβάντα συζητούσα με τη μαμά μου. Έκανε όλα τα σύνθετα απλά, όλα τα δύσκολα εύκολα κι αυτός είναι ένας από τους χιλιάδες λόγους που την αγαπάω τόσο πολύ.
Και τώρα που μεγάλωσα κι είμαι ολόκληρη κοπέλα πια εξακολουθεί να στέκεται δίπλα μου κι εγώ εξακολουθώ να αναζητάω τη συμβουλή της. Θα μου φτιάξει καφέ κι εγώ θα της φέρω γλυκά και θα κάτσουμε μαζί στο τραπέζι της κουζίνας για να κάνουμε τη δική μας οικογενειακή ψυχανάλυση.
Εκείνη που έμαθε να βλέπω τον κόσμο μέσα απ’ τα δικά της μάτια, να εμπιστεύομαι και να δίνω ευκαιρίες. Να μην τα παρατάω και να πιστεύω έστω και λίγο στο παραμύθι. Με βοήθησε να εκφράζομαι, να αισθάνομαι και να το μοιράζομαι με τους ανθρώπους της ζωής μου. Μου έμαθε να εμπνέομαι από ό,τι και αν βρεθεί στον δρόμο μου και να αναγνωρίζω την αξία όσων κατάφερα να κατακτήσω μέχρι σήμερα.
Μου έμαθε πως τα άσχημα, όπως και τα όμορφα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας. Γιατί χωρίς το πρώτο δε θα απολαύσεις ποτέ το δεύτερο κι όσα έχει να σου προσφέρει. Κάθε της συμβουλή με βοήθησε να συνειδητοποιήσω πόσο σημαντικό είναι να κάνεις λάθη για να μπορέσεις να αναγνωρίσεις τα σωστά. Πάντα μου έλεγε πως κάθε κακή περίοδος θα διαδεχθεί από μία πολύ καλύτερη. Κι είχε απόλυτο δίκιο.
Για αυτό άμα δεν το πω στη μαμά μου, δεν ξέρω σε ποιον πρέπει να το πω. Να τις αγαπάμε όσο περισσότερο μπορούμε και να τις φροντίζουμε. Η συντροφιά τους είναι αξία ανεκτίμητη.
Γράφει η Θαλεία Σόκαλη
Πηγή