Εμείς τους καύσωνες, τους περνούσαμε τριγυρνώντας μ’ ένα βρακί κι ένα λάστιχο. Ένα λάστιχο που στην αρχή έβγαζε καυτό νερό, λες κι ήταν συνδεδεμένο με τα καζάνια της κόλασης. Κι ύστερα, σταγόνα σταγόνα, έρχονταν η πολυπόθητη δροσιά στο αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο και στο καταϊδρωμένο σώμα, που αναζητούσε να ρουφήξει αχόρταγα τη ζωοδότρα υγρασία.
Το μεσημέρι, στην πυκνή σκιά της κληματαριάς, δυο ντιβάνια σουμιεδένια που έτριζαν με χάρη, μας περίμεναν να απλώσουμε την αρίδα μας. Μέχρι να μας πάρει ο ύπνος, χαζεύαμε τα κόκκινα τσαμπιά που ήταν έτοιμα για μάζεμα και βάζαμε τρικλοποδιές σε κάτι μύγες, που όλο και κάποιο λόγο έβρισκαν για να κολλήσουν πάνω μας.
Ο παππούς όριζε πότε θα ξαπλώσουμε και για πόσο. Όταν θα φώναζε: “Μαρίκα καφέ”, το μεσημεριανό ραχάτι τέλειωνε. Τότε, ήταν η στιγμή που δυο δροσερές “καρδιές” καρπουζιού έρχονταν να μας γλυκάνουν, πάνω στα πλαστικά πιάτα που κάποτε είχε αγοράσει η γιαγιά απ’ το πανηγύρι του προφήτη Ηλία, και πάντα σ’ αυτά αρέσκονταν να μας τρατάρει.
Εμείς τους καύσωνες δεν τους λογαριάζαμε. Είχαμε σύμμαχο τον ασβέστη στα πεζούλια και στους πέτρινους τοίχους, π’ αντανακλούσε τις αχτίνες του επιπόλαιου Φαέθωνα, κρατώντας το εσωτερικό της εστίας μας δροσάτο. Είχαμε και μια θεόρατη καρυδιά, φύλακα άγγελο στα παιδικά παιχνίδια μας. Κάστρο θεόρατο γίνονταν, με ιππότες και πριγκίπισσες. Κι άλλες φορές που η ζέστη δεν μας άφηνε ούτε δυο βήματα να κάνουμε, απιθώναμε στη σκιά της και χαράζαμε λογιώ λογιώ σχέδια στο αφυδατωμένο κοκκινόχωμα της αυλής, ώσπου να περάσει η μεγάλη κάψα.
Σαν βασίλευε η χάρη Του, η γιαγιά άρπαζε τη σωλήνα και κατάβρεχε απ’ άκρη άκρη το τσιμέντο που κόχλαζε αλλά και τις γλάστρες με τα ξελιγωμένα για νερό λουλούδια. Με απίστευτη χαρά παρατηρούσαμε τα φύλλα των βασιλικών να θεριεύουν από τις πρώτες στάλες, τ’ άνθη απ’ τα ροζ γεράνια να χαριεντίζονται με τις δροσοσταλιές και τα δυο άσπρα γατιά που αλήτευαν από σπίτι σε σπίτι ,να πίνουν αχόρταγα από τις αυτοσχέδιες λιμνούλες.
Εμείς μάθαμε να τους γλεντάμε τους καύσωνες. Με πανηγύρια και με ρακές. Με ντομάτα κομμένη στα τέσσερα. Με μελιτζάνα, πιπεριά τηγανιτή και κολοκύθι. Με ιστορίες θεών και δαιμόνων που λέγονταν απ’ τα στόματα των μεγάλων, αργά τη νύχτα έξω απ’ τις ντεραυλές, παρέα με δυο τρία “φιδάκια” να καπνίζουν κάτω απ’ τα πόδια μας. Με τις καμπάνες να χτυπούν για έκτακτες λιτανείες στο όνομα της βροχής και τα κουκουνάρια να επιδίδονται με ζήλο στο “κρακ κρακ φτου ξελευτερία”.
Εμάς κάποτε δεν μας νικούσαν οι καύσωνες, γιατί ήμασταν οι ίδιοι η δροσιά της ζωής!
1η δημοσίευση : Ντελάλης
Της Ματίνας Κ. Καρελιώτη.
αναπνοές
αναπνοές