Όσο και αν φαίνεται παράδοξο, η οικονομική κρίση, που συνεπάγεται πτώση του βιοτικού επιπέδου, δεν επέφερε στην Αθήνα τη δραματική...
μείωση του μέσου δείκτη ευζωίας από το 2003 έως το 2013, σύμφωνα με μελέτη του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών που περιλαμβάνεται στον τόμο «Κοινωνικές τάξεις και κατανάλωση», η οποία κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σε επιμέλεια του Δημήτρη Εμμανουήλ, διευθυντή Ερευνών στο εν λόγω Κέντρο.
Στο συλλογικό αυτό έργο των ερευνητών, Παρασκευής Καμούτση, Γιώργου Κανδύλη, Ρωξάνης Καυτατζόγλου, Μιχάλη Πέτρου και Νίκου Σουλιώτη, μελετώνται οι οικονομικές τάξεις, τα κοινωνικά στρώματα και τα πρότυπα πολιτιστικής και υλικής κατανάλωσης στην ελληνική πρωτεύουσα με επίκεντρο τις μορφές ψυχαγωγίας, κατοικίας και βραδινής εξόδου.
«Ένα από τα κρίσιμα σημεία που αναδύεται από τις αναλύσεις του παρόντος βιβλίου είναι το γεγονός ότι αυτό που ονομάζεται “κοινή κουλτούρα” αλλά και η “καθημερινή κουλτούρα”, η πολιτισμική δηλαδή της καθημερινότητας, εγγράφεται ευθέως ή εμμέσως σε δίκτυα εξουσίας και πλαίσια νοηματικής διαπραγμάτευσης της ταυτότητας σε ατομική και συλλογική κλίμακα» τονίζει στον πρόλογο ο διευθυντής και πρόεδρος του Κέντρου Νίκος Δεμερτζής.
Στο ερώτημα «πόσο ικανοποιημένοι είστε με τη ζωή σας» ο δείκτης δεν παρουσιάζει μεταβολή. Μάλιστα τα λεγόμενα «ανώτερα», στην κοινωνική ιεραρχία στρώματα εμφανίζουν το 2013, σε σύγκριση με το 2003, μείωση του δείκτη ευζωίας, ενώ τα ευρύτερα εργατικά στρώματα παρουσιάζουν μικρή αύξηση. Πρόκειται για δύο μεταβολές που είναι ακριβώς αντίθετες με τις ταξικές διαφορές στην ένταση των αρνητικών επιπτώσεων της κρίσης.
«Τα παράδοξα στη σχέση μεταξύ δεικτών ευζωίας, δηλαδή της ικανοποίησης από τη ζωή, και των επιπέδων του εισοδήματος και της κατανάλωσης δεν είναι κάτι το νέο» επισημαίνει ο Νίκος Σουλιώτης, προφανώς διότι στα λαϊκότερα στρώματα η ευτυχία δεν προσδιορίζεται από την οικονομική απολαβή αλλά από την ποιότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, όπως προκύπτει και από αντίστοιχες έρευνες στο εξωτερικό.
Ιδού λοιπόν που η ευτυχισμένη ζωή δεν έχει αποκλειστική σχέση με τα γκουρμέ εστιατόρια αλλά τις απλές ταβέρνες, τα ουζάδικα, τα μεζεδοπωλεία και τις ψησταριές, στους κοινωνικούς αυτούς χώρους όπου οι ερευνητές εντόπισαν με τη μέθοδο των συνεντεύξεων τις σχετικές απαντήσεις.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι το μουσικό γούστο είναι αυτό που κατ' εξοχήν κατατάσσει το άτομο στην πολιτισμική ιεραρχία περισσότερο από ό,τι η ζωγραφική, η λογοτεχνία, ο χορός, το θέατρο, ο κινηματογράφος, η μελέτη εντόπισε επίσης και ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο, σύμφωνα με το οποίο η ανώτερη οικονομική τάξη δεν ακολουθεί, στην πλειονότητά της, την θεωρούμενη ανώτερη κουλτούρα.
Πρόκειται για επιβεβαίωση του αθηναϊκού φαινομένου ότι, κατ' αντιστοιχία με τα συμβαίνοντα στις μεταπολεμικές δυτικές κοινωνίες, η ταξικότητα της πολιτιστικής κατανάλωσης -ιδιαίτερα στη μουσική- φαίνεται ότι έχει υποχωρήσει. Αν και, είναι μακριά από το να έχει καταργηθεί, λένε οι ερευνητές. Η γενικευμένη κοινωνική κινητικότητα και η αύξηση του επιπέδου μόρφωσης δημιούργησαν ένα ευρύ ανώτερο μεσαίο κοινό που έχει πρόσβαση στα πολιτιστικά αγαθά ακόμα και αν δεν έχει βαθιά εξοικείωση. Το κοινό αυτό είναι ανοιχτό στην εισαγόμενη ποπ κουλτούρα, παραμένοντας πιστό στην ελληνική λαϊκή μουσική και ιδιαίτερα στο ρεμπέτικο και το λαϊκοπόπ.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η κρίση δεν υποχρεώνει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού να ελαττώσουν τις καταναλωτικές τους δαπάνες και να αναθεωρήσουν τις επιλογές σε περίοδο ευμάρειας, κάνοντας αυτοκριτική για τον υπερκαταναλωτισμό. Τον οποίο πολλοί ερωτώμενοι θεωρούν μία από τις αιτίες της κρίσης, οδηγούμενοι όμως και σε ένα στοχασμό αυτοκάθαρσης: «Αν οι Έλληνες κατανάλωναν περισσότερο από ό,τι παρήγαν τότε η κρίση δεν έχει μόνο αρνητικές επιπτώσεις στην κατανάλωση αλλά και εξυγιαντικές» επισημαίνει η μελέτη στην ενότητα των συμπερασμάτων.
Σε ένα ενδιαφέροντα πίνακα καταγράφεται η ποσοτική πτώση της μουσικής κατανάλωσης σε χώρους της πόλης μεταξύ των ετών 2009 και 2013. Στις μεγάλες πίστες είχαμε μια πτώση 45,7%, στα ρεμπετάδικα-λαϊκά πάλκα 51,4%, στα μουσικά μεζεδοπωλεία και στις ταβέρνες 19,5%, στις μουσικές σκηνές 20,8%, στις εθνικές μουσικές σκηνές και τα κλαμπ 21,5%, στους χώρους κλασικής μουσικής και όπερας 12,4% και στις συναυλίες ποπ-ροκ 9,2%. Δηλαδή η μεγαλύτερη μείωση παρατηρείται στους χώρους του λαϊκού προτύπου κατανάλωσης.
Υπερβαίνοντας την έντονη ακαδημαϊκότροπη γραφή των ερευνητών («σχεσιακές προσεγγίσεις στην διαστρωμάτωση των επαγγελμάτων από άποψη στάτους δεν προσφέρουν πάντα στατιστικώς εύρωστα αποτελέσματα»- «νεοβεμπεριανή προσέγγιση» κ.λπ.) μπορούμε να πούμε με απλά λόγια ότι: Στο Ρέμο δεν πηγαίνει μόνο η Εκάλη αλλά και τα δυτικά προάστια, σύμφωνα με το στατιστικό εύρημα ότι στην Αθήνα το λαϊκό πρότυπο κατανάλωσης έχει διαταξικό χαρακτήρα. Προφανώς, όμως τα βάρη της κρίσης δεν τα επιμερίζονται αναλογικά οι εργαζόμενοι και οι μεγαλοεπιχειρηματίες. Ασχέτως αν και οι δύο τάξεις ακούνε το ίδιο σουξέ… Εδώ θα συμφωνούσαν και οι δύο μεγάλοι Γερμανοί της Κοινωνιολογίας: Και ο Μαρξ αλλά και ο αντίθετός του Μαξ Βέμπερ…