Με τους χειρότερους οιωνούς θα ξεκινήσει η νέα διαπραγμάτευση σε... δέκα μέρες από σήμερα. Άσχετα από το εάν ελαφρυνθεί το χρέος ή όχι, ακόμα και αν συμφωνήσει το ΔΝΤ ότι το 2015 έκλεισε με πρωτογενές πλεόνασμα 0,2% αντί για έλλειμμα 0,6% όπως αυτό εκτιμά, οι συζητήσεις και η επίτευξη συμφωνίας προϋποθέτουν «μίνιμουμ» νέα μέτρα 3 δισ. ευρώ από το 2016 έως το 2018, με στόχο την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ.
Όπως ανέφερε άλλωστε και ο Γενικός Γραμματέας Δημοσιονομικής Πολιτικής κύριος Φραγκίσκος Κουτεντάκης την Τετάρτη, παρότι ορισμένα μέτρα που ελήφθησαν το 2015 απέφεραν περισσότερα έσοδα από όσα υπολόγιζε η κυβέρνηση όταν τα ελάμβανε, «η υπεραπόδοση των μέτρων δεν αρκεί για να καλύψει από μόνη της το δημοσιονομικό κενό».
Όπως παραδέχονται κυβερνητικές πηγές, κυβέρνηση και ΔΝΤ χωρίζει δημοσονομική «άβυσσος» ύψους 3% του ΑΕΠ (δηλαδή 5 δισ. ευρώ) ως το 2018! Και αν ακόμα το ΔΝΤ αποδεχτεί το πρωτογενές πλεόνασμα 0,2% του 2015, καλύπτονται μόλις τα 1,5 δισ. ευρώ της διαφοράς. Μένουν δηλαδή μέτρα 3-3,5 δισ. ευρώ για να μπουν οι βάσεις για μια συμφωνία με τους δανειστές.
Ακόμα χειρότερα όμως, ορισμένα μέτρα που έχουν ψηφιστεί δεν άρχισαν ακόμα να εισπράττονται (πχ έσοδα από τον φόρο στο κρασί ή από τα τυχερά παιχνίδια του ΟΠΑΠ) ενώ και αν εφαρμοστούν ακόμα, το ΔΝΤ θα πρέπει να πειστεί πως θα αποδώσουν τα αναμενόμενα. Επιπλέον, το Ταμείο δεν έχει συμφωνήσει ούτε στους ρυθμούς ανάπτυξης που προβλέπει για τα επόμενα χρόνια το μακροοικονομικό σενάριο της κυβέρνησης.
Με όλα τα μέτωπα ανοικτά, για να κλείσει η αξιολόγηση και να ξεκινήσει το «παζάρι» για την είσοδο του ΔΝΤ στο τρίτο Μνημόνιο και για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, η κυβέρνηση απαιτείται να προτείνει νέα μέτρα λιτότητας, επιπρόσθετα σε όσα έχει ήδη καταθέσει στους θεσμούς, ενώ θα δεσμεύεται πως θα πρέπει να λαμβάνει και άλλα για να πάρει κάθε επόμενη «υποδόση» των δανείων, αν στην πορεία φανεί ότι κάτι δεν εφάρμοσε ή δεν απέδωσε τα αναμενόμενα.
Στην προσπάθεια να καλύψει το δημοσιονομικό κενό ώστε να επιτευχθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ το 2018, η κυβέρνηση επεξεργάζεται ένα κοκτέιλ φοροεισπρακτικών μέτρων που περιλαμβάνει:
- ανατροπές στη φορολογία εισοδήματος με «ψαλίδισμα» του έμμεσου αφορολογήτου ορίου στις 9.100 ευρώ και νέες φορολογικές κλίμακες,
- αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο ντίζελ ο οποίος εξισώνεται με τον ΕΦΚ στη βενζίνη,
- αύξηση της φορολογίας στα εισοδήματα από ακίνητα,
- αύξηση του φόρου ακινήτου για τους έχοντες μεσαία και μεγάλη ακίνητη περιουσία,
- αύξηση του φόρου στα μερίσματα από 10% σε 15%.
- επιβολή τέλους στη συνδρομητική τηλεόραση,
- αύξηση του τέλους κινητής τηλεφωνίας.
Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, οι οποίοι επιστρέφουν στην Αθήνα στις 2 Απριλίου, βρίσκονται όλες οι κυβερνητικές προτάσεις με την κυβέρνηση να επιδιώκει να κλείσει η αξιολόγηση μέχρι τις 22 Απριλίου.
Στο φορολογικό «μέτωπο» έμφαση δίνεται στις αλλαγές στη φορολογία των εισοδημάτων.
Η τελευταία πρόταση της κυβέρνησης φέρνει επιβαρύνσεις για όλους τους μισθωτούς και συνταξιούχους με εξαίρεση όσους καλύπτονται από το νέο έμμεσο αφορολόγητο των 9.100 ευρώ, τους φορολογούμενους με μεσαία και υψηλά εισοδήματα που προέρχονται από μισθωτές υπηρεσίες και «μπλοκάκι», όσους εισπράττουν ενοίκια και τους ελεύθερους επαγγελματίες με μεσαία προς υψηλά εισοδήματα.
Στον αντίποδα, κερδισμένη των σχεδιαζόμενων φορολογικών αλλαγών βρίσκεται η πλειονότητα των ελεύθερων επαγγελματιών, που δηλώνει εισοδήματα έως 40.000 ευρώ.
Σύμφωνα με το τελευταία κυβερνητική πρόταση:
1. Αφορολόγητο: Το έμμεσο αφορολόγητο διαμορφώνεται στα 9.100 ευρώ με έκπτωση φόρου στα 2.000 ευρώ (από 2.100) την οποία δικαιούνται αυτούσια όσοι έχουν εισοδήματα έως 20.000 ευρώ. Στη συνέχεια για κάθε 1.000 ευρώ αύξησης εισοδήματος, η έκπτωση φόρου μειώνεται κατά 100 ευρώ και εξαλείφεται στην περιοχή των 40.000 ευρώ.
Η διατήρηση της έκπτωσης φόρου και του έμμεσου αφορολογήτου αποτελεί βασική διαφωνία ανάμεσα στην κυβέρνηση και το ΔΝΤ. Το Ταμείο έχει ζητήσει μειωμένο αφορολόγητο στις 7.000 ευρώ, το οποίο όμως θα το δικαιούνται όλοι οι μισθωτοί- συνταξιούχοι ανεξαρτήτως εισοδήματος.
2. Κλίμακα: Η φορολογική κλίμακα των φυσικών προσώπων προβλέπει τέσσερα κλιμάκια με συντελεστές που ξεκινούν από 22% για εισοδήματα έως 20.000 ευρώ και ανώτατο συντελεστή 45% για εισοδήματα άνω των 40.000 ευρώ. Πιο συγκεκριμένα:
- 22% για τα πρώτα 20.000 ευρώ εισοδήματος.
- 29% για τα επόμενα 10.000 ευρώ (από 20.001 έως και 30.000 ευρώ).
- 37% για το επόμενο εισοδηματικό κλιμάκιο των 10.000 ευρώ (από 30.001 έως και 40.000 ευρώ)
- 45% για εισοδήματα άνω των 40.000 ευρώ.
3. Ειδική εισφορά. Αλλάζει ο τρόπος υπολογισμού της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης που επιβάλλεται στους έχοντες ετήσια εισοδήματα άνω των 12.000 ευρώ. Η ειδική εισφορά, η οποία έχει αποκτήσει πλέον μόνιμο χαρακτήρα, δεν θα υπολογίζεται στο σύνολο του εισοδήματος όπως γινόταν μέχρι σήμερα, αλλά κινείται στη φιλοσοφία της κλίμακας φορολογίας εισοδήματος, χωρίς όμως να υπάρχει αφορολόγητο όριο. Με τον «μικρό» συντελεστή να διαμορφώνεται στα 2,2% για εισοδήματα από 12.001 έως 20.000 και τον ανώτατο συντελεστή στο 10% (από 8% σήμερα) για εισοδήματα άνω των 220.000 ευρώ η νέα κλίμακα της εισφορά αλληλεγγύης διαμορφώνεται ως εξής:
- 2,2% για εισόδημα από 12.001 έως 20.000 ευρώ
- 5% από 20.001 έως 30.000 ευρώ
- 6,5% από 30.001-40.000 ευρώ
- 7,5% από 40.001 έως και 65.000 ευρώ
- 9% από 65.001 έως και 220.000 ευρώ
- 10% από 220.001 ευρώ και πάνω
ΠΗΓΗ
Όπως ανέφερε άλλωστε και ο Γενικός Γραμματέας Δημοσιονομικής Πολιτικής κύριος Φραγκίσκος Κουτεντάκης την Τετάρτη, παρότι ορισμένα μέτρα που ελήφθησαν το 2015 απέφεραν περισσότερα έσοδα από όσα υπολόγιζε η κυβέρνηση όταν τα ελάμβανε, «η υπεραπόδοση των μέτρων δεν αρκεί για να καλύψει από μόνη της το δημοσιονομικό κενό».
Όπως παραδέχονται κυβερνητικές πηγές, κυβέρνηση και ΔΝΤ χωρίζει δημοσονομική «άβυσσος» ύψους 3% του ΑΕΠ (δηλαδή 5 δισ. ευρώ) ως το 2018! Και αν ακόμα το ΔΝΤ αποδεχτεί το πρωτογενές πλεόνασμα 0,2% του 2015, καλύπτονται μόλις τα 1,5 δισ. ευρώ της διαφοράς. Μένουν δηλαδή μέτρα 3-3,5 δισ. ευρώ για να μπουν οι βάσεις για μια συμφωνία με τους δανειστές.
Ακόμα χειρότερα όμως, ορισμένα μέτρα που έχουν ψηφιστεί δεν άρχισαν ακόμα να εισπράττονται (πχ έσοδα από τον φόρο στο κρασί ή από τα τυχερά παιχνίδια του ΟΠΑΠ) ενώ και αν εφαρμοστούν ακόμα, το ΔΝΤ θα πρέπει να πειστεί πως θα αποδώσουν τα αναμενόμενα. Επιπλέον, το Ταμείο δεν έχει συμφωνήσει ούτε στους ρυθμούς ανάπτυξης που προβλέπει για τα επόμενα χρόνια το μακροοικονομικό σενάριο της κυβέρνησης.
Με όλα τα μέτωπα ανοικτά, για να κλείσει η αξιολόγηση και να ξεκινήσει το «παζάρι» για την είσοδο του ΔΝΤ στο τρίτο Μνημόνιο και για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, η κυβέρνηση απαιτείται να προτείνει νέα μέτρα λιτότητας, επιπρόσθετα σε όσα έχει ήδη καταθέσει στους θεσμούς, ενώ θα δεσμεύεται πως θα πρέπει να λαμβάνει και άλλα για να πάρει κάθε επόμενη «υποδόση» των δανείων, αν στην πορεία φανεί ότι κάτι δεν εφάρμοσε ή δεν απέδωσε τα αναμενόμενα.
Στην προσπάθεια να καλύψει το δημοσιονομικό κενό ώστε να επιτευχθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ το 2018, η κυβέρνηση επεξεργάζεται ένα κοκτέιλ φοροεισπρακτικών μέτρων που περιλαμβάνει:
- ανατροπές στη φορολογία εισοδήματος με «ψαλίδισμα» του έμμεσου αφορολογήτου ορίου στις 9.100 ευρώ και νέες φορολογικές κλίμακες,
- αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο ντίζελ ο οποίος εξισώνεται με τον ΕΦΚ στη βενζίνη,
- αύξηση της φορολογίας στα εισοδήματα από ακίνητα,
- αύξηση του φόρου ακινήτου για τους έχοντες μεσαία και μεγάλη ακίνητη περιουσία,
- αύξηση του φόρου στα μερίσματα από 10% σε 15%.
- επιβολή τέλους στη συνδρομητική τηλεόραση,
- αύξηση του τέλους κινητής τηλεφωνίας.
Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, οι οποίοι επιστρέφουν στην Αθήνα στις 2 Απριλίου, βρίσκονται όλες οι κυβερνητικές προτάσεις με την κυβέρνηση να επιδιώκει να κλείσει η αξιολόγηση μέχρι τις 22 Απριλίου.
Στο φορολογικό «μέτωπο» έμφαση δίνεται στις αλλαγές στη φορολογία των εισοδημάτων.
Η τελευταία πρόταση της κυβέρνησης φέρνει επιβαρύνσεις για όλους τους μισθωτούς και συνταξιούχους με εξαίρεση όσους καλύπτονται από το νέο έμμεσο αφορολόγητο των 9.100 ευρώ, τους φορολογούμενους με μεσαία και υψηλά εισοδήματα που προέρχονται από μισθωτές υπηρεσίες και «μπλοκάκι», όσους εισπράττουν ενοίκια και τους ελεύθερους επαγγελματίες με μεσαία προς υψηλά εισοδήματα.
Στον αντίποδα, κερδισμένη των σχεδιαζόμενων φορολογικών αλλαγών βρίσκεται η πλειονότητα των ελεύθερων επαγγελματιών, που δηλώνει εισοδήματα έως 40.000 ευρώ.
Σύμφωνα με το τελευταία κυβερνητική πρόταση:
1. Αφορολόγητο: Το έμμεσο αφορολόγητο διαμορφώνεται στα 9.100 ευρώ με έκπτωση φόρου στα 2.000 ευρώ (από 2.100) την οποία δικαιούνται αυτούσια όσοι έχουν εισοδήματα έως 20.000 ευρώ. Στη συνέχεια για κάθε 1.000 ευρώ αύξησης εισοδήματος, η έκπτωση φόρου μειώνεται κατά 100 ευρώ και εξαλείφεται στην περιοχή των 40.000 ευρώ.
Η διατήρηση της έκπτωσης φόρου και του έμμεσου αφορολογήτου αποτελεί βασική διαφωνία ανάμεσα στην κυβέρνηση και το ΔΝΤ. Το Ταμείο έχει ζητήσει μειωμένο αφορολόγητο στις 7.000 ευρώ, το οποίο όμως θα το δικαιούνται όλοι οι μισθωτοί- συνταξιούχοι ανεξαρτήτως εισοδήματος.
2. Κλίμακα: Η φορολογική κλίμακα των φυσικών προσώπων προβλέπει τέσσερα κλιμάκια με συντελεστές που ξεκινούν από 22% για εισοδήματα έως 20.000 ευρώ και ανώτατο συντελεστή 45% για εισοδήματα άνω των 40.000 ευρώ. Πιο συγκεκριμένα:
- 22% για τα πρώτα 20.000 ευρώ εισοδήματος.
- 29% για τα επόμενα 10.000 ευρώ (από 20.001 έως και 30.000 ευρώ).
- 37% για το επόμενο εισοδηματικό κλιμάκιο των 10.000 ευρώ (από 30.001 έως και 40.000 ευρώ)
- 45% για εισοδήματα άνω των 40.000 ευρώ.
3. Ειδική εισφορά. Αλλάζει ο τρόπος υπολογισμού της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης που επιβάλλεται στους έχοντες ετήσια εισοδήματα άνω των 12.000 ευρώ. Η ειδική εισφορά, η οποία έχει αποκτήσει πλέον μόνιμο χαρακτήρα, δεν θα υπολογίζεται στο σύνολο του εισοδήματος όπως γινόταν μέχρι σήμερα, αλλά κινείται στη φιλοσοφία της κλίμακας φορολογίας εισοδήματος, χωρίς όμως να υπάρχει αφορολόγητο όριο. Με τον «μικρό» συντελεστή να διαμορφώνεται στα 2,2% για εισοδήματα από 12.001 έως 20.000 και τον ανώτατο συντελεστή στο 10% (από 8% σήμερα) για εισοδήματα άνω των 220.000 ευρώ η νέα κλίμακα της εισφορά αλληλεγγύης διαμορφώνεται ως εξής:
- 2,2% για εισόδημα από 12.001 έως 20.000 ευρώ
- 5% από 20.001 έως 30.000 ευρώ
- 6,5% από 30.001-40.000 ευρώ
- 7,5% από 40.001 έως και 65.000 ευρώ
- 9% από 65.001 έως και 220.000 ευρώ
- 10% από 220.001 ευρώ και πάνω
ΠΗΓΗ