Σε λίγες μέρες εκπνέει ο θεσμικά προβλεπόμενος χρόνος για τη διεξαγωγή των ετήσιων κρίσεων των Αξιωματικών του Πυροσβεστικού Σώματος.
Αποτιμώντας την ιστορία του θεσμού αυτού προκύπτει ότι οι κρίσεις μέχρι σήμερα ήταν προϊόν διαφόρων δοβλετιών και επιρροών και φυσικά το κέντρο βάρους της αξιολόγησης των Αξιωματικών δεν ήταν ο ατομικός φάκελος και η υπηρεσιακή πορεία τους που θα στόχευε στη διασφάλιση της ασφάλειας της χώρας και της προστασίας του πολίτη.
Τα τελευταία χρόνια ζήσαμε κι άλλο ένα φαινόμενο, ο εκάστοτε υπουργός αφού πρώτα διαμόρφωνε την επετηρίδα μέσω των εκτελεστικών του οργάνων εξήγγειλε, εκ των υστέρων, την αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου κρίσεων και προαγωγών, χωρίς όμως να υπάρχει αποτέλεσμα.
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι η παρούσα κατάσταση δεν θα ακολουθήσει την πεπατημένη αλλά θα ζητήσει από τα αρμόδια συμβούλια την εφαρμογή της υφιστάμενης νομοθεσίας, ελέγχοντας την ορθότητα της και αποτελώντας τον εγγυητή της διαδικασίας αυτής. Εξάλλου η πεπατημένη φάνηκε ότι δεν ακολουθήθηκε στις επανακρίσεις του περασμένου Δεκεμβρίου, όπου δεν διαπιστώθηκε κανένα πρόβλημα για τις τακτικές κρίσεις του 2015 και δεν προέκυψε καμία ανάγκη αποκατάστασης της όποιας νομιμότητας.
Πάντως η λογική για τις επερχόμενες κρίσεις, σε σχέση πάντοτε με το τι προβλέπει το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, δεν μπορεί, ανάλογα της περίπτωσης, να μην έχει τις εξής βάσεις αξιολόγησης:
α) Αρχικώς, ενδεχόμενη αλλαγή Αρχηγού, ως γνωστόν, σημαίνει αξιολόγηση του παραγόμενου έργου του ευρισκόμενου σήμερα στη θέση αυτή και αν προκύπτει αρνητικό πρόσημο (επιχειρησιακά και διοικητικά) λόγω συγκεκριμένων ικανοτήτων, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι του εδόθησαν τα αναγκαία κίνητρα και δυνατότητες, επιβάλλεται η αντικατάστασή του. Η αντικατάσταση αυτή πρέπει να συγκεντρώνει τα επαρκή εχέγγυα για τη συνέχιση ή ολοκλήρωση εκείνου του έργου που δεν έγινε καθόλου ή έγινε ημιτελώς. Η αξιολόγηση των διεκδικητών αυτής της θέσης γίνεται με βάση τη συνολική τους διαδρομή και προσφορά στο Σώμα από κάθε θέση ευθύνης στην οποία βρέθηκαν και το πως διαχειρίστηκαν τα καθήκοντα που τους είχαν ανατεθεί και τους αναλογούσαν. Η αξιολόγηση αυτή συνολικά είναι σαφώς αντικειμενική και στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία του φακέλου τους αλλά και στην προσωπική γνώση για τους αξιολογούμενους.
Εδώ βέβαια υπάρχει ένα κυρίαρχο θέμα που διαφοροποιεί τις υπηρεσιακές κρίσεις από οποιαδήποτε άλλη περίπτωση επιλογής ή εκλογής (πολιτικής ή άλλης) αφού όλα τα πρόσωπα έχουν συγκεκριμένη, γνωστή και ειδική διαδρομή και δεν υπάρχει μόνο η αυτοπρόσωπη από τον εκάστοτε ενδιαφερόμενο μονομερής και διαμορφωμένη προβολή των ικανοτήτων του.
β) Η αξιολόγηση των υπολοίπων κρινομένων για κάλυψη θέσεων με επιλογή δεν μπορεί, έστω και αυτοτελώς που γίνεται σήμερα, να είναι άλλη από την εκτίμηση του προσφερόμενου έργου του καθενός από τη θέση ευθύνης που υπηρέτησε, σε συνδυασμό με τη διασφάλιση ότι αυτός θα συνεχίσει να παρέχει τουλάχιστον το ίδιο επίπεδο έργου αλλά και της πραγματικής αδυναμίας εύρεσης άλλο πρόσωπο που θα έδινε το ίδιο αποτέλεσμα. Όλα αυτά προκύπτουν από τον ατομικό φάκελο και φυσικά από την πραγματική προσωπική εκτίμηση των μελών του Συμβουλίου. Φαινόμενα διαφόρων εποχών για τέτοιες επιλογές, έδειχναν την παντελή έλλειψη πραγματικής και αντικειμενικής αξιολόγησης αλλά και καμία απαίτηση από τη Διοίκηση για προσφορά από εκείνον που η ίδια επέλεξε.
Σε περίπτωση μη επιλογής ενός κρινόμενου, αλλά περαιτέρω επιλογής νεοτέρου του, αυτό δείχνει την ανεπάρκεια του πρώτου και την υπεροχή του δεύτερου, ιδίως αν αλλάζουν μία ή και δύο σειρές Αξιωματικών. Αυτό όμως θα πρέπει να στηρίζεται σε σαφή στοιχεία και να συνοδεύεται τουλάχιστον από την αντικατάστασή του μη προακτέου από τη θέση ευθύνης που υπηρετεί. Το τελευταίο συνδυάζεται με το δεδομένο ότι αν αυτός προαγόταν θα μπορούσε (αν προβλέπεται) να ασκεί τα ίδια καθήκοντα με μεγαλύτερο βαθμό. Διαφορετική κατάληξη σημαίνει ότι αυτός ναι μεν δεν είναι κατάλληλος να προαχθεί αλλά είναι κατάλληλος (και όχι ακατάλληλος) να κάνει το ίδιο έργο στην ίδια θέση, παρά το ότι θα μπορούσε ή θα έπρεπε να έχει προαχθεί.
Ιδιαίτερο ζήτημα παραμένει σε πολλές επιλογές η ταύτιση της προαγωγής με ταυτόχρονη μετάθεση ενώ παρουσιάζεται στις περισσότερες των περιπτώσεων ότι αυτό απαιτεί τη συναίνεση του προαγόμενου. Πολλά ερωτηματικά όμως υπάρχουν για το πώς βρίσκεται ο συναινούντας, του επιλεκτικού ή μη εντοπισμού του, αλλά και των περιοχών που τελικά θα καλυφθούν.
Τελικά σαφώς προκύπτει ότι το πολλές φορές κατά το παρελθόν δακτυλοδεικτούμενο ως ανεπαρκές πλαίσιο κρίσεων, που όλοι θέλουν να το αλλάξουν, δεν είναι και τόσο προβληματικό όπως υποστηρίζεται αλλά μπορεί να έχει τα σωστά αποτελέσματα αν το χρησιμοποιήσεις αντικειμενικά και ορθολογικά.
Άλλο είναι το θέμα το πώς αυτό θα γίνει πιο λειτουργικό, προσαρμοσμένο στα νέα υπηρεσιακά δεδομένα. Για την ιστορία του θέματος υπενθυμίζεται ότι αμέσως μετά τις τακτικές κρίσεις του 2015 συγκροτήθηκε τάχιστα αρμόδια επιτροπή του Σώματος που τον περασμένο Ιούνιο υπέβαλλε ολοκληρωμένη πρόταση-σχέδιο π.δ. για την πλήρη αντικατάσταση του ισχύοντος πλαισίου που θα βασίζεται στη συγκριτική αξιολόγηση επιλογής, αλλά δεν αξιολογήθηκε περαιτέρω. Βέβαια το ίδιο έχει γίνει, ίσως προς άλλες κατευθύνσεις, πολλές φορές κατά το παρελθόν με τελευταία περίπτωση εκείνη του 2010-2011.
Η Ένωση μας έχει διακηρύξει την αναγκαιότητα θεσμοθέτησης ενός αξιόπιστου, διαφανούς και αξιοκρατικού συστήματος κρίσεων και προαγωγών, βασισμένο στη συγκριτική και σφαιρική αξιολόγηση, ικανό να εξαλείψει τις αγκυλώσεις και εκτροπές του παρελθόντος και είναι διατεθειμένη να συμβάλει με ειλικρινείς προτάσεις προς αυτή την κατεύθυνση, αναμένοντας τη θεσμική αντικειμενικότητα στις κρίσεις το 2016.
Οι κρίσεις τόσο για την ηγεσία του Π.Σ. όσο και την προαγωγή των Αξιωματικών πρέπει να απαλλαγούν από κομματικές επιλογές ή σκοπιμότητες. Οι διαδικασίες επιλογής οφείλουν να είναι αντικειμενικές, αξιοκρατικές και διαφανείς, βασισμένες στην υπηρεσιακή και κοινωνική λογοδοσία.