γράφει ο Σταύρος Θ. Ανεστίδης[1]

για το βιβλίο του Θωμά Σίδερη, Κανέλα από τη Σμύρνη, 1η έκδοση, Αθήνα, Ν. & Σ. Μπατσιούλας, 2015, σελ. 284.[2]


Την ηρωίδα του βιβλίου την πρωτοσυναντάμε σε οίκο ανοχής, στην συνοικία Χαλκά Πινάρ της Σμύρνης. Θα εγκαταλείψει την πόλη την στιγμή της καταστροφής με την βοήθεια ενός αξιωματικού του Γαλλικού Ναυτικού, ο οποίος θα την μεταφέρει στην Μασσαλία.


Έκτοτε θα αρχίσει η περιπλάνηση: Από το πολύβουο λιμάνι της Μεσογείου και την συνοικία Λε Πανιέ, θα βρεθεί προσωρινά στο κοσμοπολίτικο Παρίσι και λίγο πριν εκπνεύσει η δεκαετία του 1920 και ενώ η φθίση και η σύφιλη στιγματίζουν τον προπολεμικό Πειραιά, η Κανέλλα από την Σμύρνη θα εγκλωβιστεί στην προσφυγική παραγκούπολη της Δραπετσώνας, δέσμια πίσω από τον υψηλό μαντρότοιχο των Βούρλων, του διαβόητου οίκου ανοχής του Μεσοπολέμου. Το τέλος του πολυπαθούς βίου της θα επέλθει στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο, όπου είχε εγκλειστεί κατόπιν εισαγγελικής εντολής.

Δεν θα αναφερθώ περαιτέρω στην ιστορία. Αρκούμαι σε αυτό το αδρό σκίτσο. Διάβασα το βιβλίο με την κατάρτιση του ιστορικού. Άλλωστε για τον λόγο αυτόν εικάζω ότι με προσκάλεσε στην παρούσα εκδήλωση ο συγγραφέας. Επομένως, θα μου επιτραπεί να προσπεράσω την διαπλοκή και τους πρωταγωνιστές και να προσπαθήσω να αναδείξω το ρητό ή άρρητο ιστορικό και κοινωνικό υπόβαθρο του κειμένου.

 Πρώτος σταθμός, η Σμύρνη.

Σήμερα, η Σμύρνη αποτελεί το ευρωπαϊκό πρόσωπο της Τουρκίας. Ωστόσο, ελάχιστα πλέον στοιχεία στην σημερινή Σμύρνη ανακαλούν την κοσμόπολη του 19ου και του πρώιμου 20ού αιώνα, που συνήρπασε την φαντασία περιηγητών και ταξιδιωτών και αναπλάστηκε με υποβλητικότητα από αρκετούς δημιουργούς του λόγου.

Οι μαρτυρίες των περιηγητών επισημαίνουν συχνά τις  δομικές αλλαγές που άρχισαν να μεταβάλλουν την φυσιογνωμία της πόλης, στα μέσα του 19ου αιώνα, βελτιώνοντας το επίπεδο ζωής των κατοίκων της και αναδεικνύοντας την παρουσία του ελληνικού στοιχείου.

Η Σμύρνη, όπως υποστήριζε και ο σμυρναίος ιστοριοδίφης Φίλιππος Φάλμπος, υπήρξε η μόνη πόλη της Ανατολής όπου ένας ευρωπαίος θα μπορούσε να βρει, αντίστοιχα,  κάποια αντανάκλαση της πατρίδας του.  Βεβαίως ο κοσμοπολιτισμός δεν υπαινίσσεται, πάντοτε, την συγχώνευση διαφόρων πολιτισμών σε ενιαίο σύνολο, σε μια χοάνη (melting pot), όπως  στις σημερινές κοσμοπόλεις, εφόσον η κάθε κοινότητα διατηρεί κάποια διοικητική και πολιτιστική αυτονομία. Το διακύβευμα για τους ελληνορθοδόξους της Σμύρνης, στην μακρά διάρκεια, δεν υπήρξε ο «κοσμοπολιτισμός» τους, καθώς οι αναμεταξύ τους σχέσεις έκαναν πολλούς να συμπεριφέρονται ως «κοσμοπολίτες», αφετέρου όμως δεν εμπόδιζαν ορισμένους να εξελιχθούν σε ένθερμους εθνικιστές.

Στοιχεία της κοινωνικής περιωπής και του κοσμοπολιτισμού της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Σμύρνης, ενός κοινωνικού σώματος ζωντανού και φιλελεύθερου, που κατάφερε να συγκεράσει ιδέες, αντιλήψεις και συμπεριφορές της Εσπερίας με αξίες και παραδόσεις της Ορθοδοξίας και της Ανατολής, μπορεί να ανιχνεύσει κανείς και σε αυτά, που ο Γιώργος Σεφέρης αποκαλούσε «ήσσονα πολιτισμό»: στο μπακάλικο πχ. στην οδό Αγίας Φωτεινής που διέθετε «αστακούς, σαλμόν, σαλτζισότον, χρυσάς κομφέτας Παρισίων, γλυκίσματα αγγλικά και γαλλικά, ροσόλια ορεκτικά και στομαχικά, άψινθον, μαρεσκίνο, ζύθους Αγγλίας και Βιέννης, ζινέβραν γνησίαν της Ολλανδίας, βούτυρα Σιβηρίας, Αγγλίας και Μιλάνου, κρουστάκια Palmers, μουστάρδας γαλλικάς», στο κατάστημα επίπλων, του Δ. Κουλαμπίδη, στην Ευρωπαϊκή Οδό, που πουλούσε «καθήκλας και ταβουρέ Βιέννης, κλειδοκύμβαλα Στουτγάρδης, μαντολίνα Ιταλίας, λαβομάνα, πισκηροθήκας, εταζέρ χρυσάς», στο κέρασμα των καφενείων (βράντυ και μαστίχα), στους πλανόδιους πωλητές με ζεστά ροφήματα (φασκόμηλο, δίκταμο, κανέλα και σαλέπι), αλλά και στην Σμυρναία νοικοκυρά, που γνωρίζει την sauce normande, το ρόστο, αλλά και τα γιουβαρλάκια αυγολέμονο, την φάβα Αλεξανδριανή, τα σουτζουκάκια, το ζελέ, την badoise, την πάστα φλώρα και το cake, αλλά και το κανταΐφι, το καϊμάκι, το ρεβανί και τους γκιοζλεμέδες.

Το τέλος της Σμύρνης συνδέθηκε με το τέλος του κοσμοπολιτισμού, και το τέλος του κοσμοπολιτισμού με την εμφάνιση των εθνικισμών, με το οριστικό και αναπότρεπτο πέρασμα σε μια νέα ιστορική  περίοδο.

 Δεύτερος σταθμός, η Μασσαλία.

Οργανωμένες ελληνικές εστίες – με πρώτη την Μασσαλία – άρχισαν να δημι­ουργούνται στην Γαλλία κατά τα πρώτα χρόνια της Παλινόρθωσης (1814-1830). Το ελληνικό εμπο­ρικό στοιχείο, στην πλειονότητα τους μέλη του διεθνούς δικτύου των μεγαλεμπόρων χιακής καταγωγής, ενισχύθηκε από έναν αριθμό προσφυγών που αναζητούσαν καταφύγιο σε συγγενικά πρόσωπα στην Μασσαλία, μετά τις σφαγές της Χίου το 1822.

Ενώ, βεβαίως, η Μασσαλία αποτέλεσε πόλο έλξης για λόγους οικονομικούς, το Παρίσι προσήλκυε διαχρονικά τον ελληνισμό ως κέντρο πνευματικής δραστηριότητας με μεγάλη ακτινοβολία. Η ελληνική παρουσία στην Μασσαλία ανάγεται κυρίως στην μετά την καταστροφή της Μικράς Ασίας περίοδο. Οι πρόσφυγες αυτοί που ήρθαν το 1922 αποτελούν σήμερα τις οικογένειες πέμπτης γενιάς.

 Ο τελευταίος σταθμός πριν από το τέλος: Δραπετσώνα.

Οι οίκοι ανοχής των Βούρλων και ο αρχικός πυρήνας της γειτονιάς της Κρεμμυδαρούς υπήρχαν ήδη από το 1873. Εκεί βρισκόταν ο κύριος όγκος του κατοίκων αλλά και των καταστημάτων (καπηλειά, τεκκέδες) όπου συγκεντρωνόταν το κοινωνικό περιθώριο του Πειραιά. Για τους κατοίκους πριν από το 1922 δεν υπάρχουν συγκροτημένα στοιχεία. Δεν καταγράφονται στις απογραφές ή στα πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου Πειραιά. Οι ελάχιστες αναφορές στον τύπο σχετίζονται κυρίως με την εγκληματικότητα.

Είναι ενδεικτικό ότι το σημείο τομής της ιστορίας της Δραπετσώνας διασταυρώνεται με μια σημαντική τομή της εθνικής ιστορίας: Η Μικρασιατική Καταστροφή αποτελεί την αφετηρία της οικιστικής συγκρότησης της περιοχής εξαιτίας της συστηματικής προσφυγικής εγκατάστασης. Έκτοτε, στον ήδη κατοικημένο χώρο θα εμφανισθούν σκηνές, παραπήγματα και παράγκες, με αποτέλεσμα την διόγκωση του οικιστικού πυρήνα. Στην περιοχή του Αγίου Διονυσίου, για παράδειγμα,  όπου βρισκόταν και το παλαιό νεκροταφείο πλάι στην εκκλησία, είχαν εγκατασταθεί, ήδη από το 1914, πρόσφυγες από την Ραιδεστό, αρχικά σε σκηνές και στην συνέχεια σε αυτοσχέδια παραπήγματα. Οι πρόσφυγες από την Καππαδοκία είχαν εγκατασταθεί στην δεξιά πλευρά της Κανελλοπούλου μπροστά από τα Βούρλα. Στην συνέχεια μεταφέρθηκαν πλάι στη μάντρα «Μεταξά», στην περιοχή της Αναστάσεως, ενώ το 1939 εγκαταστάθηκαν στις πολυκατοικίες που είχαν οικοδομηθεί κοντά στον ναό του Αγίου Διονυσίου, την περίοδο 1935-1938. Στις γειτονιές της Δραπετσώνας που ενοποιήθηκαν κατά κάποιο τρόπο, δημιουργήθηκαν μια σειρά από επιμέρους συνοικίες όπως τα Χιώτικα, τα Αμερικάνικα και τα Γαλλικά. «Αμερικάνικα» ονομαστήκαν τα πρόχειρα ξύλινα δωμάτια που δημιούργησε ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός στην περιοχή του Αγίου Φανουρίου για τους πρόσφυγες. Επίσης, στο βορειοανατολικό τμήμα του μετέπειτα Δήμου Δραπετσώνας, δημιουργήθηκε ο συνοικισμός της Αναλήψεως στον οποίο εγκαταστάθηκαν Πόντιοι πρόσφυγες, οι οποίοι και δημιούργησαν την ομώνυμη εκκλησία. Στην απογραφή του 1928 η Δραπετσώνα εμφανίζει 17.652 κατοίκους, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων ήταν πρόσφυγες από τον Πόντο, την Μάκρη, την Καππαδοκία, την Κιλικία και την Σμύρνη. Στην περιοχή ζούσαν επίσης 7.000 περίπου Αρμένιοι. Η σύσταση του αυτόνομου Δήμου καταγράφεται ως η απαρχή μιας διαδικασίας αστικοποίησης, οικιστικής ρύθμισης και ανάπτυξης, εμβάθυνσης των δομών τοπικής αυτοδιοίκησης και ανάπλασης της περιοχής, η οποία οικιστικά είχε διευρυνθεί αρκετά. Πιο συγκεκριμένα, η Κοινότητα Δραπετσώνος συστάθηκε στις 3 Μαρτίου 1950 (ΦΕΚ 73Α) και αναγνωρίστηκε ως Δήμος στις 24 Ιανουαρίου 1951 (ΦΕΚ 27Α).

 Η τραγική κατάληξη, το Δρομοκαϊτειο.

Στην πλούσια βιβλιογραφία για την Μικρασιατι­κή Καταστροφή απαντώνται συχνά οι εκφράσεις «το τραύμα της προσφυγιάς» ή «το τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής» ως έννοιες αυτονόητες. Το ψυχολογικό τραύμα κατονομάζεται, αλλά δεν απο­τελεί αντικείμενο ανάλυσης, εφόσον το μεγαλύτερο τμήμα της οικείας βιβλιογρα­φίας είναι ιστορικό. Οι κοινωνιολογικές αναλύσεις εστιάζουν στην κοινωνική ζωή των προσφύγων, από όπου πάλι λείπει η ψυχολογι­κή προσέγγιση. Εξαίρεση αποτελεί η κλασική πλέον ανθρωπολογική μελέτη της Ρενέ Χίρσον, η οποία χρησιμοποιεί κυρίως ανθρωπολογικούς αλλά και ψυχολογικούς όρους.

Η οπτική του τραύματος μετέβαλε την καθιερωμένη αντίληψη που υπήρχε για πολλές πάσχουσες ομάδες του ιστορικού παρελθόντος, οι οποίες πρωτύ­τερα ήταν ιδωμένες μέσα από το πρίσμα των κοινωνικών κανόνων και όχι μέσα από την ματιά των μελών τους, δηλαδή όπως τα ίδια έβλεπαν τα βιώ­ματά τους. Η συστηματική εισαγωγή της οπτικής του τραύματος στην Ανθρωπολογία μάς έκανε να συνειδητοποιήσουμε ότι πίσω από τα ψυχικά και κοινωνικά συμπτώματα μιας ομάδας  βρίσκεται η κοινωνική βία, όχι μόνον για το σήμερα αλλά και για το παρελθόν, θεωρώντας ότι η ανθρώπινη ψυχή των προσφύγων του 1922 δεν διαφέρει πολύ από την ψυχή των προσφύγων του 1970 και του 1995, έστω κι αν περιγράφεται ο πόνος τους με διαφορετικούς όρους. Πρόκειται για μια βαθιά ψυχική πληγή, για μια προσωρινή αποσύνδεση και διακοπή της προσωπικής και κοινωνικής ταυτότητας του πρόσφυγα, της οποίας η συνέχεια εξαρτάται από την ομαλή εξέλιξη του ατόμου μέσα στον γεωγραφικό και κοινωνικό χώρο όπου κινείται. Το τραύμα της βίαιης εκδίωξης και της επακόλουθης προσφυγιάς, ο βίαιος αποχωρισμός από έναν χώρο στον οποίο συντελέστηκε αιματοχυσία, ανατρέπει την συνοχή της ψυχολογικής ταυτότητας, εγκαταλείποντας το
άτομο μετέωρο. Ο πρόσφυγας προσπαθεί να ξανακερδίσει την συνοχή, να λαξέψει την πέτρα, δηλαδή τον εαυτό του που μετα­φέρθηκε σαν πέτρα από το ένα μέρος στο άλλο, με καινούργιο τρόπο και το επιτυγχάνει ανάλογα με την υποδοχή που βρίσκει στον τόπο όπου «ρί­χνεται». Ξαναριζώνει και ανακτά τον μίτο, εφόσον ο καινούργιος τόπος είναι πρόσφορος να τον αποδεχθεί.

Αρκετοί από τους μικρασιάτες πρόσφυγες όμως δεν κατάφεραν να συμβιβαστούν  με την οδυνηρή εμπειρία του ξεριζωμού. Έτσι, όταν έφθασαν στην Ελλάδα, απέρριψαν οποιαδήποτε διαδικασία αποκατάστασης ή ενσωμάτωσης και κατέληξαν στο Δρομακαϊτειο.

Οι μικρασιάτες τρόφιμοι καταγράφονται στα μητρώα του ψυχιατρείου ήδη από το 1922. Επί συνόλου 64 ασθενών οι 18 ήταν πρόσφυγες από την Μικρά Ασία αλλά για κανέναν δεν σημειώνεται κληρονομικότητα ως προς την ψυχασθένειά του. Το 1926 ο αριθμός των προσφύγων θα φθάσει στους 23 σε σύνολο 192 τροφίμων, των οποίων η συντριπτική πλειοψηφία έπασχε από μανία καταδιώξεως.

Συμπερασματικά, στο Δρομοκαϊτειο νοσηλεύθηκαν οι περισσότεροι πρόσφυγες που δεν εξέτρεφαν πλέον την ελπίδα να επιστρέψουν στην πατρίδα τους ή να αναδημιουργήσουν την ζωή τους. Όσοι δηλαδή συνειδητοποίησαν ότι έμειναν χωρίς υλική βοήθεια, έχασαν μέλη των οικογενειών τους ή κακοποιήθηκαν ή γνώρισαν φοβερές κακουχίες στην διάρκεια του ξεριζωμού τους. Με άλλα λόγια, το Δρομοκαϊτειο παρείχε άσυλο σε αυτούς που είχαν υποστεί την ίδια κακοποίηση και τις κακουχίες, όπως η συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων. Η μόνη διαφορά είναι ότι οι πρόσφυγες που νοσηλεύτηκαν ήταν αυτοί οι οποίοι δεν κατάφεραν να ανακάμψουν και να συμβιβαστούν με την νέα πραγματικότητα. Το πνεύμα τους υπήρξε απρόθυμο στην ενσωμάτωση και στην μετατροπή τους σε πολίτες της νέας ελληνικής εθνικής κοινότητας. Ως αποτέλεσμα, επέλεξαν να ζήσουν στο παρελθόν της γενέτειρας τους και συνέχισαν την ζωή τους εντός μιας αδιατάρακτης εικονικής πραγματικότητας και του φανταστικού. Σωματικά εγκαταστάθηκαν στο ελληνικό κράτος, το πνεύμα, η ψυχή και οι πεποιθήσεις τους όμως παρέμειναν πίσω στην χαμένη πατρίδα τους.

Η εμπειρία της Μικρασιατικής Καταστροφής και της προσφυγιάς άσκησε βαθιά επίδραση στην ελληνική λογοτεχνία του Μεσοπολέμου. Ενεργοποίησε νέες διαδικασίες στην εξέλιξη της διανόησης της εποχής οι οποίες οδήγησαν σε ιδεολογικές και αισθητικές ζυμώσεις και αναζητήσεις, στην ανανέωση των εκφραστικών μέσων, εντέλει στον επαναπροσδιορισμό μιας τέχνης διακριτής από αυτήν κάθε προηγούμενης περιόδου. Συγκρότησε επίσης μία νέα θεματική για την πεζογραφία της περιόδου, αλλά και την μεταγενέστερη, τροφοδοτώντας μέχρι και σήμερα την έμπνευση πεζογράφων, όπως ο Θωμάς Σίδερης, πρόσφυγας τρίτης γενιάς και ο ίδιος, από την Σμύρνη.

Κατά κανόνα η θεματική της πεζογραφίας αυτής εμφανίζεται σε τρεις εκδοχές: ως ανάπλαση της ζωής στις χαμένες πατρίδες, ως χρονικό του πόλεμου, της αιχμαλωσίας, του διωγμού και τέλος, ως απόδοση της περιπέτειας που αποτέλεσε η ένταξη των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία  ̇ ενώ δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι τρεις εκδοχές διαπλέκονται μέσα στο ίδιο έργο. Ακόμη περισσότερες είναι οι αναφορές στα γεγονότα του 1922 και στην προσφυγιά μέσα σε έργα ευρύτερων θεματικών.

Το παρόν δημιούργημα του Θωμά Σίδερη θα μπορούσε να ενταχθεί στην τελευταία κατηγορία ή να μην ενταχθεί σε καμία από τις παραπάνω.

Αποτελεί, βεβαίως, ένα μυθιστόρημα με μεγάλο λογοτεχνικό έρμα, ένα έργο, το οποίο προσπαθεί να διερευνήσει τα όρια της ανθρώπινης αντοχής, όπως άλλωστε και η μεσοπολεμική πεζογραφία αναζητούσε την λογοτεχνική καταγραφή της εμπειρίας της προσφυγιάς και τα γνωρίσματα του αφηγηματικού προσώπου του Μικρασιάτη πρόσφυγα‘  κατ’ ουσίαν την διαλυμένη ταυτότητα και την ψυχική εξισορρόπηση ενός «εξόριστου» τραυματισμένου ανθρώπου που αποτελεί ο πρόσφυγας και εν προκειμένω η Κανέλλα από την Σμύρνη.

Επισημείωση

George Κritikos, Greek Orthodox Refugees: integration and the making of a new Greek national community (1923-1930), Florence, European University Institute, 2001, vol. III.

Τόνια Καφετζάκη, Προσφυγιά και λογοτεχνία. Εικόνες του μικρασιάτη πρόσφυγα στη μεσοπολεμική πεζογραφία, Αθήνα, Πορεία, 2004.

Renée Hirschon, Κληρονόμοι της μικρασιατικής καταστροφής: Η κοινωνική ζωή των μικρασιατών προσφύγων στον Πειραιά, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2004.

Libby Tata Arcel, Με το Διωγμό στην ψυχή: Το τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής σε τρεις γενιές, Αθήνα, Κέδρος, 2014.

[1] Ο Σταύρος Θ. Ανεστίδης είναι ιστορικός.

[2] Κείμενο που εκφωνήθηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου, την Τρίτη, 7 Ιουλίου 2015, στο POLIS ART CAFE (Στοά του Βιβλίου).
 
Top