ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΑΣΤΙΚ
Θλιβερός ήταν προχθές ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Δημήτρης Χριστόφιας, όταν εκφωνούσε το διάγγελμα προς τον κυπριακό λαό, που επισημοποίησε την απόφασή του να εντάξει την Κύπρο σε καθεστώς Μνημονίου. Πρόκειται για ολέθρια απόφαση.
Στην περίπτωση της Κύπρου δεν είναι μόνο τα οικονομικά δεινά που θα συνεπιφέρει το Μνημόνιο. Το πολύ σημαντικότερο, το οποίο αφορά ολόκληρο τον ελληνισμό, έγκειται στο ότι το καθεστώς της υποτέλειας θα απειλήσει θανάσιμα την ίδια την κρατική υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία έχει ελάχιστες αν όχι μηδαμινές πιθανότητες να επιβιώσει υπό μνημονιακό καθεστώς. Στις υποτελείς χώρες δεν αναγνωρίζονται από τη διεθνή κοινότητα εθνικά δίκαια ή δικαιώματα κυριαρχίας. Ανεξαρτήτως του αν αυτό διακηρύσσεται δημοσίως ή όχι, στην πράξη κανένας δεν λαμβάνει σοβαρά υπόψη του τα όσα υπερασπίζονται ή διεκδικούν οι χώρες αυτές. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια, όπως θα το νιώσουν στο πετσί τους οι Κύπριοι πολύ σύντομα και με τραγικά αποτελέσματα.
Δεν γνωρίζουμε ακόμη τους όρους και κυρίως τους ρυθμούς χορήγησης των δανείων της ΕΕ και του ΔΝΤ προς τη Λευκωσία. Δεν εννοούμε αυτό που θα υπογράψουν στα χαρτιά, αλλά αυτό που θα γίνει στην πράξη – γιατί όπως έχει ήδη αποδείξει το παράδειγμα της Ελλάδας, οι αδίστακτοι εκβιασμοί των δανειστών οδηγούν διαρκώς σε μονομερείς αλλαγές εκ μέρους τους προκειμένου να υπηρετήσουν τους αληθινούς στόχους τους και να στραγγαλίζουν αποτελεσματικά τη χώρα-θύμα που έχουν δανείσει.
Η πολιτική ουσία πάντως των όσων λέμε είναι ότι, όταν ολοκληρωθεί η εκταμίευση των δανείων εκ μέρους της τρόικας και εφόσον τα δάνεια αυτά ανέλθουν όντως στο ύψος των 17,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, το δημόσιο χρέος της Κύπρου από 71,6% του ΑΕΠ που ήταν στα τέλη του 2011 κατά την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία θα ξεπεράσει το… 175% του ΑΕΠ της! Στα ίδια χάλια με το χρέος της Ελλάδας! Ενα χρέος αυτού του ύψους όμως αυτομάτως και δικαίως χαρακτηρίζεται μη βιώσιμο και οδηγεί την Κύπρο αμέσως σε καθεστώς ξένης επικυριαρχίας – δηλαδή γερμανικής με φύλλο συκής την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ.
Οι Γερμανοί δεν ξεχνούν ποτέ.
Εχουν έτσι κάθε λόγο να θέλουν να λιώσουν την Κυπριακή Δημοκρατία, γιατί θεωρούν ότι οι Κύπριοι πολιτικοί ηγέτες και πρωτίστως ο εκλιπών προηγούμενος πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος τους εξαπάτησαν το 2004. Τους άφησαν να πιστέψουν ότι αυτοί υποστηρίζουν το σχέδιο Ανάν, αλλά στη συνέχεια χειρίστηκαν το θέμα κατά τρόπο που οδήγησε στο συντριπτικό «Οχι» του δημοψηφίσματος, αφήνοντας την ΕΕ άναυδη.
Δεν είναι όμως μόνο αυτός ο λόγος, αναγόμενος στο παρελθόν, που θα πιέσουν εκ νέου οι Γερμανοί την υποτελή μνημονιακή Κύπρο να αποδεχθεί ως λύση του Κυπριακού κάποια παραλλαγή του σχεδίου Ανάν, τη νομιμοποίηση δηλαδή των αποτελεσμάτων της τουρκικής εισβολής. Υπάρχουν και πολύ σοβαρότεροι σύγχρονοι λόγοι που κάνουν το Βερολίνονα θέλει να προσεγγίσει την Αγκυρα. Η διαγραφόμενη ανατροπή του Ασαντ στη Συρία, σε συνδυασμό με την πλήρη στρατιωτικοπολιτική αποδυνάμωση του Ιράκ μετά την προ πολλού συντελεσθείσα ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν, θα καταστήσει αντικειμενικά την Τουρκία αδιαφιλονίκητη υπερδύναμη της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής.
Η Γερμανία έχει συμφέρον να επιχειρήσει να αποκαταστήσει όσο το δυνατόν στενότερες σχέσεις με την Αγκυρα. Αν μάλιστα μπορεί να το πετύχει αυτό προσφέροντας στους Τούρκους τη μισή Κύπρο, αυτό θα ήταν ιδανικό για το Βερολίνο! Αν οι Κύπριοι ποντάρουν στη μέχρι τώρα επιδειχθείσα σφοδρότατη αντίθεση της γερμανικής Δεξιάς να δεχτεί την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, κάνουν διπλό λάθος.
Πρώτον, το ότι οι δεξιοί Γερμανοί δεν θέλουν τους Τούρκους στην ΕΕ δεν σημαίνει ότι δεν θέλουν να προσφέρουν τη μισή Κύπρο στην Αγκυρα. Το ακριβώς αντίθετο ισχύει, η γερμανική προσφορά του μισού νησιού στους Τούρκους είναι ένα καλό αντιστάθμισμα για τις δυσκολίες που φέρνουν στην τουρκική ένταξη στην ΕΕ.
Δεύτερον, από του χρόνου τον Σεπτέμβρη θα αλλάξει πιθανότατα η γερμανική πολιτική έναντι της Τουρκίας. Αν όντως σχηματιστεί μετά τις εκλογές κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού» χριστιανοδημοκρατών – σοσιαλδημοκρατών, αυτό είναι βέβαιο, καθώς οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες είναι αυτοί που πρωτοστάτησαν στην έναρξη των διαδικασιών ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ.