Γνωστό και παλιό το κόλπο των μαγειρεμένων στατιστικών. Έχει γίνει και στον Καναδά, όπου ακόμα και σήμερα, αυτή η χώρα –μία από τις 7 πλουσιότερες και ισχυρότερες στον κόσμο- αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα με την παιδική φτώχεια και τη συνολική φτώχεια του πληθυσμού, που αγγίζει το 10%, σύμφωνα με σχετικό ρεπορτάζ του Economist.
Αυτό συνέβη λόγω της ιδιωτικοποίησης του συστήματος υγείας και της κατάργησης κοινωνικών επιδομάτων στον Καναδά την δεκαετία του 1990. Πως όμως έγινε αυτό; Με την μέθοδο των στατιστικών φυσικά και με τη βοήθεια της Moody’s, συγκεκριμένων media, της κυβέρνησης και φυσικά του επιχειρηματικού κλαμπ, που εκπόνησε το σχέδιο, το οποίο λίγο έλειψε να στείλει τον Καναδά, στο ΔΝΤ.
Το θέμα περιγράφει αναλυτικά η Ναόμι Κλάϊν στο βιβλίο της. Ένα βιβλίο που αναφέρεται στις τεχνικές του σοκ και δέους, με τις οποίες πειθαναγκάζουν τους πολίτες να γίνονται πειραματόζωα αποδεχόμενοι οδυνηρές περικοπές, ανεργία, φόρους και φτώχεια.
Για να πετύχει το κόλπο όμως, πρέπει να έχεις κακά στατιστικά. Οι αριθμοί δείχνουν ότι έχεις πρόβλημα, όπως επίσης οι αριθμοί δείχνουν ότι όλα είναι καλά. Οι αριθμοί, που αν δεν επαρκούν τους μαγειρεύουμε όπως μας βολεύουν για να δείξουν αυτό που θέλουμε.
Τι μας λέει αυτό για την ΕΛΣΤΑΤ και τα στατιστικά της;
Αξίζει να επισκεφτείτε τα blogs που ανέφεραν την ιστορία του Καναδά και του Τρίνινταντ & Τομπάγκο (το οποίο, κατά σύμπτωση διαθέτει κοιτάσματα υδρογονανθράκων).
Αξίζει επίσης να ρίξετε μία ματιά στο θέμα του Economist. Δημοσιεύτηκε στο τεύχος της 25ης Νοεμβρίου του 2010.
Μία πρόχειρη μετάφραση του θέματος του Economist λοιπόν, λέει:
“Σε σύγκριση με πολλές άλλες αναπτυγμένες χώρες, ο Καναδάς είχε μια ήπια οικονομική κρίση. Οι τράπεζές του και τα δημόσια οικονομικά είναι υγιή, και η οικονομία ανέκαμψε γρήγορα και ισχυρά από την ύφεση, ακόμη και αν ο ρυθμός ανάκαμψης επιβραδύνεται. Αλλά υπάρχει κάτι ουσιώδες, στο οποίο ο Καναδάς τα έχει πάει λιγότερο καλά. Όταν μιλάμε για την παιδική φτώχεια, η χώρα κατέχει την 22η χειρότερη θέση, μεταξύ των 31 χωρών του ΟΟΣΑ- ένα γκρουπ πλουσίων χωρών. Πάνω από 3 εκατομμύρια Καναδοί (ή ένας στους δέκα) είναι φτωχοί. Και 610.000 από αυτούς, είναι παιδιά…
Το πρόβλημα είναι χρόνιο. Το 1989 το Κοινοβούλιο υποστήριξε ομόφωνα μία λύση (σ.σ. πάντα έτσι τα ονομάζουν, αντίθετα από το επιδιωκόμενο), για την εξάλειψη της παιδικής φτώχειας έως το 2000. Έχοντας αποτύχει, οι πολιτικοί το περασμένο έτος ενέκριναν ένα νέο πολύπλοκο για να πετύχουν κάτι καλύτερο.
Αυτή την εβδομάδα τους επέπληξε, η «Εκστρατεία 2000», μια ομάδα ακτιβιστών, η οποία ανέφερε ότι η παιδική φτώχεια είναι και τώρα τόσο κακή όσο ήταν πριν από δύο δεκαετίες. Νωρίτερα αυτό το μήνα η Τράπεζα Τροφίμων του Καναδά, μια ένωση φιλανθρωπικών οργανώσεων, ανέφερε ότι 900.000 Καναδοί, δηλαδή 9% περισσότεροι από πέρσι, βασίζονται σε επισιτιστική βοήθεια για να ζήσουν. Πολλοί από αυτούς, είναι μεταξύ των 300.000 αστέγων της χώρας.
Όλα αυτά παρά την μακρά περίοδο σταθερής ανάπτυξης κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Αλλά μόνο το ένα τρίτο των φτωχών έχουν δουλειές.. Οι υπόλοιποι είναι κυρίως ανύπαντρες μητέρες, άτομα με ειδικές ανάγκες, αυτόχθονες Καναδοί και μετανάστες. Στη δεκαετία του 1980 και του 1990, αυτές οι κοινωνικές ομάδες, υπέστησαν βαριές περικοπές στις πληρωμές κοινωνικής πρόνοιας (που είναι πλέον πολύ πενιχρές για να κρατήσουν κάποιο πάνω από το όριο φτώχειας στη χώρα), όταν οι κυβερνήσεις, τόσο οι ομοσπονδιακές όσο και οι τοπικές, περιέκοψαν τις δημόσιες δαπάνες για να αποκαταστήσουν τα ελλείμματα.
Μία ενθουσιώδης τοπική κυβέρνηση με τις περικοπές, ήταν η Βρετανική Κολούμπια, η οποία παρά το γεγονός ότι ήταν μία από τις πλουσιότερες επαρχίες, έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά παιδικής φτώχειας (10,4%) μετά τους φόρους στα οικογενειακά εισοδήματα. Οι επικριτές των πολιτικών αυτών λένε, ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν σε συνθήκες φτώχειας, χάνουν την ευκαιρία να ευημερήσουν ως ενήλικες ή να γίνουν παραγωγικοί εργαζόμενοι.
Μισή ντουζίνα επαρχιακές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των πολυπληθών Οντάριο και το Κεμπέκ, έχουν δρομολογήσει προγράμματα μείωσης της φτώχειας. Πολλά περιλαμβάνουν δράσεις για να βοηθήσουν τους ανθρώπους να επιστρέψουν στην εργασία. Η επαρχία Newfoundland, έχοντας δικαιώματα σε πετρέλαιο και ορυχεία, μείωσε το ποσοστό φτώχειας κατά το ήμισυ (σε 6,5%).
Νωρίτερα αυτό το μήνα, μία επιτροπή της Βουλής και των Κοινοτήτων, κάλεσε την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να υιοθετήσει μια εθνική στρατηγική. Η απάντηση της διοίκησης των Συντηρητικών του Στίβεν Χάρπερ, ήταν πως, η καλύτερη μακροπρόθεσμη στρατηγική για την καταπολέμηση της φτώχειας είναι «η συνεχής απασχόληση των Καναδών».
Αυτό είναι σίγουρα μια απαραίτητη προϋπόθεση, αλλά είναι επαρκής; Τόσο η κυβέρνηση όσο και οι επικριτές της θα μπορούσαν να αναλογιστούν γιατί αυτή η ανάπτυξη φαίνεται να παρακάμπτει τόσα πολλά…»
Εδώ το θέμα του Economist, που θα το βρείτε και στα δύο ιστολόγια, τα οποία έγραψαν για αυτό σε ανύποπτο χρόνο, πέρσι τα Χριστούγεννα. Έτσι που λέτε, με τα ελλείμματα του Καναδά…