Του Αριστείδη Βικέτου
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια από τις μαύρες σελίδες της ιστορίας της σύγχρονης Τουρκίας είναι το «πογκρόμ» γνωστό ως «Σεπτεμβριανά», που εξαπέλυσε ο τουρκικός όχλος, υπό την καθοδήγηση της κυβέρνησης Μεντερές, εναντίον της πολυπληθούς και ευημερούσας ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης στις 6 και 7 Σεπτεμβρίου 1955, αλλά και στη Σμύρνη. Πογκρόμ (από τη ρωσική λέξη «πογκρόμ», από το ρήμα «γκρομίτ» που σημαίνει «συντρίβω») είναι μια μαζική, αυθόρμητη ή προμελετημένη και οργανωμένη βίαιη επίθεση εναντίον κάποιας συγκεκριμένης εθνικής, θρησκευτικής ή άλλης ομάδας, με ταυτόχρονη καταστροφή του περιβάλλοντός τους (σπίτια, επιχειρήσεις, θρησκευτικοί χώροι, κοκ).
Ήταν η δεύτερη μικρασιατική καταστροφή 33 χρόνια μετά από την πρώτη με πρόσχημα το Κυπριακό. Αποτέλεσμα να αρχίσει τα επόμενα χρόνια με κορύφωση το 1964, με τις απελάσεις, «έξοδος» του ελληνικού στοιχείου (ήταν γύρω στις 100.000 άνθρωποι) και σήμερα έχει συρρικνωθεί δραματικά.
Για τα «Σεπτεμβριανά» η Τουρκία δεν ζήτησε ποτέ συγγνώμη από τους Έλληνες της Πόλης. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια Τούρκοι διανοούμενοι, φοιτητές και άλλοι αναγνωρίζουν πλήρως την ενοχή της Τουρκίας. Η συνεισφορά μελετητών όπως των Ντιλέκ Γκιουβέν, Αϊχάν Ακτάρ, Ριντβάν Ακτάρ κ.λπ. είναι πολύ σπουδαία.
Η αφορμή για το «πογκρόμ» κατά του Ελληνισμού της Πόλης δόθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου, με την έκρηξη ενός αυτοσχέδιου μηχανισμού στο Τουρκικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης, το οποίο στεγαζόταν και στεγάζεται μέχρι σήμερα στο σπίτι όπου γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ, ο ιδρυτής του σύγχρονου τουρκικού κράτους. Ως δράστης συνελήφθη από τις ελληνικές αρχές ο Οκτάι Εγκίν, ένας μουσουλμάνος σπουδαστής από την Κομοτηνή, που αργότερα περιεβλήθη το φωτοστέφανο του ήρωα.
Τιμήθηκε στην Τουρκία και διορίστηκε κυβερνήτης σε επαρχία. Χρόνια αργότερα σε μία συνέντευξή του στην «Ελευθεροτυπία» αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση με το συμβάν και θεώρησε τον εαυτό του θύμα των ελληνικών Αρχών. Άνδρες και γυναίκες βιάστηκαν και σύμφωνα με τη μαρτυρία του γνωστού Τούρκου συγγραφέα Αζίζ Νεσίν, πολλοί ιερείς εξαναγκάστηκαν να υποστούν περιτομή.
Στα τραγικά εκείνα γεγονότα καθοριστικό ρόλο έπαιξε η Βρετανία για να εμποδίσει την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η Βρετανία, όπως φάνηκε στη συνέχεια, βοήθησε στη διασπορά ψευδών ειδήσεων το καλοκαίρι του 1955 δίνοντας χείρα βοηθείας στην Τουρκία η οποία έψαχνε αφορμή για να ξυπνήσει την εθνική συνείδηση των Τούρκων οι οποίοι είχαν βυθιστεί σε οικονομική κρίση.
Η βρετανική διπλωματία, με μια μοναδική τέχνη, εξάπτει τον τουρκικό φανατισμό, διεγείρει τον μόνιμα υποβόσκοντα σοβινισμό και οδηγεί κυβέρνηση και αντιπολίτευση σε μια ανθελληνική υστερία.Η Τουρκία, πάντα με τη βρετανική καθοδήγηση, πλημμυρίζει με τις οργανώσεις «Η Κύπρος είναι τουρκική» και ο αρχηγός της οργάνωσης Χικμέτ Μπιλ, δημοσιογράφος της « Χουριέτ», αναδεικνύεται σε έναν καταπληκτικό έμπορο του φανατισμού και του κιτρινισμού.
Η εφημερίδα από 11.000 φύλλα κυκλοφορία που είχε, όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 1948, ξετινάχτηκε με μια πύρινη ανθελληνική αρθρογραφία, στις 600.000 φύλλα ημερησίως! Το παράδειγμα, όπως ήταν φυσικό, ακολούθησαν και οι υπόλοιπες τουρκικές εφημερίδες που ξεπερνούσαν η μια την άλλη σε παραπληροφόρηση και ανθελληνικές υπερβολές, με αποτέλεσμα να χτίζεται σταδιακά στις λαϊκές μάζες ένα έντονο ανθελληνικό μένος. Ο Έλληνας ομογενής βουλευτής Χατζόπουλος, στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση, είχε καταγγείλει ανοιχτά τα γεγονότα κατηγορώντας ως ηθικούς αυτουργούς την κυβέρνηση, τις μυστικές υπηρεσίες καθώς και διάφορους παράγοντες της τότε πολιτικής (αλλά και οικονομικής) ζωής της Τουρκίας. Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, ο τραγικός πνευματικός ηγέτης που έσυρε τον βαρύ σταυρό του μαρτυρίου, προσπαθεί να εμψυχώσει όλους όσοι έχασαν το θάρρος και είναι έτοιμοι να φύγουν: «Είδατε τα κόκαλα; Ξεθάφτηκαν για να σας μιλήσουν, για να σας πουν το χρέος που έχετε να μείνετε σε τούτη τη γη που γεννήθηκαν οι πατέρες σας, οι πατέρες των πατέρων σας, εσείς, τα παιδιά σας». Μάταια όμως. Η μοίρα του Πολίτικου Ελληνισμού είναι πολύ σκληρή… Ο φωτογράφος των Σεπτεμβριανών Οι μαρτυρίες είναι πολλές, αλλά η πιο δυνατή είναι οι φωτογραφίες - μια φωτογραφία χίλιες λέξεις- του Κωνσταντινουπολίτη φωτορεπόρτερ , μακαρίτη σήμερα Δημήτρη Καλούμενου, ο οποίος αποτύπωσε με μια «Laika» όλη τη βαρβαρότητα και θηριωδία κατά των Ελλήνων της Πόλης.
Ο Καλούμενος την εποχή εκείνη ήταν δημοσιογράφος, ανταποκριτής του «Έθνους» και της «Μακεδονίας» και φωτογράφος του Πατριαρχείου από το 1940. ¨Εφυγε από τη ζωή στα 94 χρόνια του στην Αθήνα παραμονές της μαύρης επετείου των Σεπτεμβριανών.Ένα χρόνο πριν έδωσε εκτενή συνέντευξη στον επίσης Κωνσταντινουπολίτη δημοσιογράφο και φωτορεπόρτερ Νίκο Μαγγίνα με τον οποίο συνδεόταν στενά.
Ο Ν. Μαγγίνας επεσήμανε στον «Φ» ότι οι φωτογραφίες του Καλούμενου είναι μοναδικές και έχουν μεγάλη ιστορική σημασία και αξία γιατί από τουρκικής πλευράς δεν δόθηκαν ποτέ φωτογραφίες από τους βανδαλισμούς στις εκκλησίες και στα κοιμητήριά μας.
Μας μίλησε, λέει ο Μαγγίνας, χωρίς όμως, δυστυχώς, να μας βλέπει, καθώς το οπτικό του νεύρο τον είχε «εγκαταλείψει».
Παραθέτουμε ορισμένα σημεία από εκείνη τη συνέντευξη: «Η όλη ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη εναντίον των Ελλήνων, ότι κάτι θα συμβεί. Βρισκόμουν στις 5 το απόγευμα στον Τοπχανά, κοντά στην προκυμαία του Γαλατά. Εκεί, στον δρόμο που ανεβαίνει προς τα Ιταλικά Νοσοκομεία, βλέπω στρατιωτικά αυτοκίνητα και φορτηγά. Βλέπω να βγαίνουν άνθρωποι από μέσα, άλλοι με στρατιωτικά και άλλοι με πολιτικά. Ήταν στρατιώτες που βγάζαν τα στρατιωτικά και φορούσαν πολιτικά. Ένα άλλο καμιόνι (στρατιωτικό φορτηγό) ήταν γεμάτο λοστούς, σίδερα καταστροφής, διαρρήξεως κ.λπ. Και στον καθέναν έδιναν από ένα και τους έλεγαν: «Θα πάτε στο Ταξίμ και εκεί θα σας πουν τι θα κάνετε».
Αμέσως μετά πηγαίνω στην εκκλησία της Αγίας Τριάδος στο Σταυροδρόμι. Την κατέστρεψαν την Αγία Τριάδα. Πιάσαν, βάλανε φωτιά, έβαλαν και δυναμίτιδα με σκοπό να την ανατινάξουν. Επειδή, όμως, είναι πολύ μεγάλη η εκκλησία, ο αέρας διαλύθηκε. Κατέστρεψαν ό,τι βρήκαν μέσα στο ναό. Τη φωτογράφισα την άλλη μέρα. Εκείνη την ώρα, την ώρα που καταστρέφανε, δεν μπόρεσα να μπω κι εγώ, παρά μόνο παρακολουθούσα απ’ έξω. Στη συνέχεια περνώ δίπλα και βλέπω το Ζάππειο κατεστραμμένο. Κατέβασαν το άγαλμα του Ζάππα και έστησαν τη φωτογραφία του Κεμάλ Ατατούρκ, ως σύμβολο νίκης....
Πήγα στην Ευαγγελίστρια, ανέβηκα στα Ταταύλα, στον Άγιο Δημήτριο, από εκεί στο Σισλί, στο Κοιμητήριο, παντού συντρίμμια και καταστροφές. Έφθασα στα Θεραπειά, όπου είχαν κάψει τη Μητρόπολη. Κατόπιν πήγα στο Μπουγιούκδερε, πήρα τον πεθερό μου και τον κατέβασα στο Ταξίμ, στην κόρη του. Κι από εκεί πήρα την κατηφόρα από το Κεντρικό και κατέβηκα στο προξενείο, το οποίο ήταν περικυκλωμένο από τανκς και στρατιώτες, για να μην το χτυπήσουν.
«Πήγα και στο Μοναστήρι του Βαλουκλή που το έκαψαν, πήγα και στα Νοσοκομεία του Βαλουκλή.
Έβγαλα φωτογραφίες τον επίσκοπο Παμφίλου Γεράσιμο και τον ιερέα Επιφάνιο, που ’θελαν να του τρυπήσουν τα χέρια…Εκεί, στα Υψωμαθειά, κοντά στο Γιεντίκουλε, ρωτώ ένα στρατιώτη: «Τι γίνεται εδώ;» Κι αυτός μου είπε: «Τι να κάνω εφέντιμ, κάθομαι και περιμένω. Εχθές με είχανε με ρούχα (πολιτικά) και έσπαγα, σήμερα με βάλανε να περιμένω»…. Όλα ήταν προδιαγεγραμμένα στην εντέλεια. Τα γνώριζαν όλα οι Άγγλοι και οι Τούρκοι. Την άλλη μέρα, 8 Σεπτεμβρίου, ήρθε ο δημοσιογράφος Γ. Καράγιωργας από την Αθήνα, ως εκπρόσωπος του «Έθνους», του οποίου ήμουν ανταποκριτής.
Πήγαμε μαζί στο Ζάππειο Λύκειο και στα Κοιμητήρια. Εκεί, στο νεκροταφείο του Σισλί, την ώρα που έβγαζα φωτογραφίες και τα φιλμ τα έδινα στον Γιώργο, με συνέλαβαν αστυνομικοί και στρατιωτικοί και έκαναν έλεγχο σε αυτά που φωτογράφισα (την άλλη μέρα οι Αρχές μάζεψαν όλες τις τουρκικές εφημερίδες, γιατί είχαν φωτογραφίες). Με πήγαν στο Στρατοδικείο, στο Ηarbiye. Με κράτησαν μία ώρα. Είπα ότι είμαι ανταποκριτής. Με έστειλαν στο 1ο Τμήμα της Διευθύνσεως Ασφαλείας. Εκεί με ανέκριναν για τις φωτογραφίες. Είπα ότι είμαι φωτογράφος του Πατριαρχείου. Ήθελαν να μου κρατήσουν τις μηχανές. Τελικά τις άφησαν. Στις 16 Ιουνίου 1957 που με συνέλαβε η Αστυνομία, με κακοποίησαν επί 56 ώρες».
Μετά τη σύλληψή του Καλούμενου ακολούθησε η απέλασή του στην Ελλάδα.Οι φωτογραφίες δημοσιεύτηκαν στο αθηναϊκό ΕΘΝΟΣ της εποχής και προκάλεσαν σάλο στο πανελλήνιο και στη διεθνή κοινή γνώμη. Αν δεν υπήρχε ο Καλούμενος και ο Καράγιωργας, η τραγική πραγματικότητα θα είχε θαφτεί μαζί με τους Έλληνες που έχασαν τη ζωή τους. Η αλήθεια θα είχε βιαστεί, όπως οι κοπέλες της Πόλης που βρέθηκαν στον δρόμο του καθοδηγούμενου όχλου.
«Η εικόνα που βλέπαμε ήταν μια ανείπωτη τραγωδία»
Ο πατήρ Γεώργιος Τσέτσης, μέγας πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ήταν το 1955 σπουδαστής στη Χάλκη. Το πατρικό του σπίτι βρίσκεται στο Πικρίδιον, σημερινό Χάσκιοϊ στον Κεράτιο Κόλπο απέναντι από το Φανάρι. Για τα «Σεπτεμβριανά» θυμάται: «Την ημέρα εκείνη μαζί με συμφοιτητές είχαμε πάει στην Ίμβρο. Στην επιστροφή με το πλοίο πήραμε μια πρόγευση των «γενομένων», μόλις άραξε το πλοίο στον Τοπχανά και αντικρίσαμε τα πρώτα κατεστραμμένα ρωμαίικα καταστήματα του Γαλατά και του Καρακϊοί. Η εικόνα που βλέπαμε ήταν μια ανείπωτη τραγωδία».
«Η μόνη πραγματική βοήθεια καί παρηγοριά την οποία είχε λάβει το Οικουμενικό Πατριαρχείο μετά τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1955, ήταν εκείνη που προήλθε εκ μέρους του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών» (ΠΣΕ) σημειώνει και επισημαίνει: «Η φωνή την οποία ήγειρε το ΠΣΕ, ήταν η μόνη δυναμική διαμαρτυρία κατά των αδιανόητων και βάρβαρων εκείνων γεγονότων που σημειώθηκαν στην Πόλη. Είναι ευχής έργον που η στεντόρεια υποστήριξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου εκ μέρους του ΠΣΕ συνεχίσθηκε με ευτολμία. Διότι χωρίς τη θαρραλέα κινητοποίηση του οργανισμού αυτού, το Πατριαρχείο θα αναγκαζόταν ενδεχομένως να εγκαταλείψει την Πόλη, και τούτο παρά τις σαφείς ρήτρες της Συνθήκης της Λωζάννης».
Ο ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΓΚΡΟΜ
Το Πογκρόμ κατά του Ελληνισμού της Πόλης προκάλεσε:
?Τον θάνατο 16 Ελλήνων και τον τραυματισμό 32 ?Τον θάνατο ενός Αρμένιου ?Τον βιασμό 12 Ελληνίδων ?Τον βιασμό αδιευκρίνιστου αριθμού ανδρών (εξαναγκάστηκαν να υποστούν περιτομή)
Την καταστροφή: ?4.348 εμπορικών καταστημάτων ?110 ξενοδοχείων ?27 φαρμακείων ?23 σχολείων ?21 εργοστασίων ?73 εκκλησιών ?Περίπου 1000 κατοικιών, όλα ελληνικής ιδιοκτησίας.
Το οικονομικό κόστος των ζημιών ανήλθε σε 150 εκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με διεθνείς οργανισμούς, ενώ η ελληνική κυβέρνηση τις υπολόγισε σε 500.000.000 δολάρια.
Από την Κωνσταντινούπολη στη Λεμεσό
Η ΚΥΡΙΑΙουλία Παπά Περικλέους από την Πόλη η οποία εδώ και δεκαετίες ζει στη Λεμεσό, αφηγείται στον «Φ»: «Θυμάμαι πολύ έντονα τη μέρα που ο τουρκικός όχλος μπήκε στο σπίτι μας στο Μακριχώρι (Μπακιρκϊοί). Κρατούσαν λοστούς και φαλτσέτες. Ήμουν στο κρεβάτι εκείνη την ώρα. Έσκιζαν με τις φαλτσέτες τα στρώματα και ροίμαζαν ό,τι υπήρχε στο σπίτι και το πετούσαν στους δρόμους. Δεν άφησαν τίποτε όρθιο στο σπίτι μας. Από μια άποψη ήμασταν τυχεροί , γιατί στο διπλανό σπίτι ήθελαν να βάλουν φωτιά. Επενέβησαν οι Τούρκοι γείτονες και τους σταμάτησαν. Μέρες πριν βλέπαμε διάφορες ύποπτες κινήσεις. Η γιαγιά μου, που είχε ζήσει τον πόλεμο του 1914 και τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, τα έβλεπε αυτά και έλεγε κάτι μας ετοιμάζουν οι Εγγλέζοι. Εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι είχε δίκιο. Με τους Τούρκους γείτονές μας είχαμε πολύ καλές σχέσεις. Ένα γειτονόπουλο, που έκανε θητεία στον στρατό, έβαλε τη στολή του και ήρθε στο σπίτι και με πήρε για να με προστατεύσει».
Η κυρία Ιουλία ήταν ορφανή από μάνα και πατέρα, ζούσε με τη γιαγιά και τη θεία της. Έφυγε από την Πόλη το 1962, όταν τελείωσε το γυμνάσιο. Επέστρεφε όμως συχνά για επίσκεψη στη γιαγιά της. Το ’71, όταν πέθανε η γιαγιά μου, ήμουν παντρεμένη με Κύπριο και πήγα στην Πόλη από την Κύπρο, όπου είχα εγκατασταθεί από το 1969, μας είπε και πρόσθεσε:
«Το σπίτι μας υπάρχει και είναι διατηρητέο, αλλά το έχουν κάνει αποθήκη. Τα τελευταία χρόνια πηγαίνω στην Πόλη κάθε χρόνο. Πέρσι ήταν ανοικτό. Με είδε ο Τούρκος, στην αρχή με καλοδέχτηκε. Όταν του είπα ότι είναι το σπίτι μου, μούτρωσε».
Τι αισθάνεστε μετά από τόσα χρόνια, τη ρωτήσαμε. «Πως θέλω να ζήσω στην Πόλη και πάλι», απάντησε και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
infognomonpolitics.blogspot