Πατινάρουν αδιάκοπα κι έρποντας μπορούν να κινηθούν ακόμη και κατά μήκος μιας λεπίδας χωρίς να κοπούν, ενώ για να ξεμυτίσουν, πρέπει να πιάσουν οι πρώτες βροχές. Κι ενώ ορισμένοι αποστρέφουν το βλέμμα, αν τύχει...τα θεωρούν ως έναν από τους πλέον εκλεκτούς μεζέδες για το πιάτο τους. Ο λόγος για τα σαλιγκάρια, η εκτροφή των οποίων καταγράφει ανοδική τροχιά στην Ελλάδα, αφού η υστέρηση που παρατηρείται σε διεθνές επίπεδο (η ζήτηση υπολογίζεται σε 90% πάνω από την παραγωγή), σε συνδυασμό με το σημαντικό κέρδος που αποφέρει η διάθεσή τους, αποτελούν ισχυρό δέλεαρ για όσους ψάχνουν μια νέα, προσοδοφόρα ενασχόληση.

"Το ενδιαφέρον για την ανάπτυξη σαλιγκαροτροφίας στη χώρα μας πηγάζει από τη γενικότερη ανάγκη για την ενασχόληση με καινοτόμες επενδύσεις, με παραγόμενα προϊόντα που θα βρίσκουν κανονική διέξοδο στην αγορά και σε ικανοποιητικές τιμές", δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο γεωπόνος, Αβραάμ Νικολαΐδης, υπεύθυνος του κέντρου "Δήμητρα", στη Δράμα.

Σύμφωνα με τον ίδιο, σήμερα, στην Ελλάδα, οι εκτροφείς σαλιγκαριών δεν υπερβαίνουν τα 300 άτομα, βάσει των τελευταίων στοιχείων, αν και τα σεμινάρια για την οργάνωση και διαχείριση μιας μονάδας σαλιγκαροτροφίας ολοένα και αυξάνονται.

Τονίζοντας ότι, οι κλιματικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα μας, ιδίως στη νότια και νησιωτική Ελλάδα (ξηροθερμικό κλίμα, μεγάλη διάρκεια καλοκαιριού με υψηλές θερμοκρασίες) ευνοούν την εγκατάσταση μονάδων εκτροφής σαλιγκαριών, ο κ. Νικολαΐδης υπενθύμισε ότι η ελληνική βιομηχανία μεταποίησης σαλιγκαριών, για μια και πλέον εικοσαετία, ήταν από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη.

Οι πρώτες εξαγωγές σαλιγκαριών, που προέρχονταν από εγχώριους φυσικούς πληθυσμούς, άρχισαν να πραγματοποιούνται από τη χώρα μας στις αρχές του 1960 και κατευθύνονταν κυρίως στη Γαλλία.

Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, η αύξηση των εξαγωγών ήταν ραγδαία, με αποτέλεσμα να ιδρυθούν στην Ελλάδα εμπορικές επιχειρήσεις, καθώς και βιομηχανικές και βιοτεχνικές μονάδες επεξεργασίας σαλιγκαριών. Ωστόσο, οι αυξανόμενες ανάγκες της εγχώριας βιομηχανίας μεταποίησης σαλιγκαριών, σε συνδυασμό με τη σταδιακή εξάντληση των εγχώριων φυσικών πληθυσμών σαλιγκαριών, έκανε επιτακτική την ανάγκη, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, για εισαγωγές νωπών σαλιγκαριών από τρίτες χώρες.

"Και αυτή ήταν η αρχή του τέλους", όπως διευκρίνισε ο κ. Νικολαΐδης, αφού από το 1998 και μετά καταγράφεται μια σταδιακή πτώση των εισαγόμενων σαλιγκαριών, που συνεχίζεται μέχρι και το 2008.

"Η πορεία των εισαγωγών νωπών σαλιγκαριών από τρίτες χώρες παρουσιάζει την εξέλιξη, αλλά και τα προβλήματα του κλάδου μεταποίησης σαλιγκαριών στη χώρα μας", σημείωσε χαρακτηριστικά.

Το στήσιμο και το κόστος λειτουργίας μιας μονάδας

Σύμφωνα με τον κ. Νικολαϊδη, υπάρχουν δύο τύποι μονάδων: ανοικτού και κλειστού. Σε ό,τι αφορά την ανοικτού τύπου μονάδα, η μέση έκταση που απαιτείται είναι πέντε στρέμματα, με ετήσια απόδοση 1.000 κιλά εμπορεύσιμο σαλιγκάρι και κόστος περί τις 20.000 ευρώ.

Για την περίπτωση κλειστού τύπου μονάδας, η απαιτούμενη έκταση είναι τουλάχιστον ένα στρέμμα, με το κόστος κατασκευής να ανέρχεται σε 27.000 ευρώ και την απόδοση να υπολογίζεται σε τέσσερις τόνους σαλιγκάρια, ετησίως.

Σε κάθε περίπτωση, η σαλιγκαροτροφία είναι μια ιδιαίτερη παραγωγή και κάθε μελλοντικός εκτροφέας θα πρέπει να έχει εξασφαλίσει την υδροδότηση του χωραφιού του, να είναι οπλισμένος με διάθεση για δημιουργία και να έχει υπομονή, αφού το πρώτο εισόδημά του θα έρθει έπειτα από 18 μήνες.

Στο χωράφι πρέπει να υπάρχουν περίφραξη, λαμαρίνες, σύστημα τεχνικής βροχής καθώς και λίπανσης-απολύμανσης, πάσσαλοι, ενώ παράλληλα ο παραγωγός θα πρέπει να προμηθευτεί πιστοποιημένες μάνες, φυτά για διατροφή και πάχυνση, όπως μαρούλι, ηλίανθος, κοκκινογούλι, ιταλικό τριφύλλι, ειδικό δίκτυ εσωτερικής περίφραξης και απολυμαντικά.

Από το δεύτερο χρόνο και μετά, το μόνο που πληρώνει ο παραγωγός είναι τους σπόρους, ενώ το κύριο μέλημά του είναι το "δρόσισμα" των σαλιγκαριών: θα πρέπει καθημερινά να ποτίζει το εκτροφείο για 10 λεπτά της ώρας.

Σύμφωνα με τον κ. Νικολαΐδη, η σημερινή, παγκόσμια τάση της αγοράς είναι συνδεδεμένη με την παραγωγή του είδους "Helix Aspersa Muller" που αντιπροσωπεύει τη νέα κατεύθυνση στη σαλιγκαροτροφία.

Πάνω από το 80% των εκτροφέων στην Ευρώπη παράγουν το συγκεκριμένο είδος, που είναι ιδιαίτερα κατάλληλο και ανθεκτικό για τις συνθήκες του εκτροφείου.

Διακρίνεται για την αναπαραγωγική του ικανότητα (έως 120 αυγά), προσαρμόζεται εύκολα σε συνθήκες εκτροφείου, είναι εξαιρετικά ανθεκτικό στις καιρικές συνθήκες και η τιμή του είναι η υψηλότερη παγκοσμίως σε σχέση με τα υπόλοιπα είδη.

Επισημαίνεται ότι, βάσει ερευνών, το καθαρό εισόδημα ανά στρέμμα εντατικά καλλιεργούμενης έκτασης μπορεί να φτάσει τα 15.000 ευρώ από το δεύτερο χρόνο, σε ετήσια βάση.

Τα σαλιγκάρια πωλούνται περίπου προς 4.50 ευρώ το κιλό στη χονδρική, ενώ "αγγίζουν" ακόμα και τα 9 ευρώ το κιλό στη λιανική πώληση.

Ιστορία και χρήση του σαλιγκαριού

Το σαλιγκάρι αποτελεί ένα από τους αρχαιότερους οργανισμούς, ο οποίος διατηρείται στην ίδια κατάσταση, σύμφωνα με εκτιμήσεις παλαιοντολόγων, εδώ και περίπου 60 εκατομμύρια χρόνια.

Υπάρχουν αναφορές στην αρχαία ελληνική γραμματεία, οι οποίες αφορούν την παρουσία του σαλιγκαριού τόσο στον ελληνικό, όσο και στο μεσογειακό χώρο. Οι αναφορές αυτές θέλουν το σαλιγκάρι να αποτελεί, ανέκαθεν, τόσο τμήμα της μεσογειακής κουζίνας όσο κι έναν οργανισμό με θεραπευτικές ικανότητες, καθώς σκευάσματα από σαλιγκάρια χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν και εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται για την κατασκευή φαρμάκων.

Τα σαλιγκάρια, όμως, αποτελούν και μια ιδιαίτερα θρεπτική τροφή, καθώς είναι μια εξαιρετικά πλούσια πηγή σιδήρου, ανώτερη και από το κόκκινο κρέας, αλλά και πρωτεΐνης, ενώ έχουν και πάρα πολύ χαμηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά.

Μάλιστα, πρόκειται για μια τροφή που οι πρόγονοί μας, από πολύ παλιά, την είχαν συμπεριλάβει στη διατροφή τους, ενώ αργότερα οι Ρωμαίοι την απολάμβαναν μαγειρεμένη με διαφορετικούς τρόπους.

Στη Ρώμη, τα σαλιγκάρια θεωρούνταν τροφή των ευγενών και για το λόγο αυτό τα εξέτρεφαν σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους των αυλών τους.

Κείμενο: της Έλενας Αλεξιάδου
 
Top