Τέλος, η αμφισβήτηση της πληρωμής τελών σύνδεσης με αποχετευτικό αγωγό της ΕΥΔAΠ αποτελεί ιδιωτική διαφορά και η σχετική ανακοπή που ασκείται, κατά τις διατάξεις του ΚEΔE σύμφωνα με την παράγρ. 4 του άρθρου 11 του N. 1068/1980 υπάγεται στα πολιτικά δικαστήρια (Μπρίνιας, Διοικητικά εκτέλεση, τόμος B` 1987, παρ 273, 6 5, σελ.699...... (βλ. σχετ. και ΕΦΑΘ 7328/1996, ΔΠΡΑΘ 4500/86, ΔΕΦΑΘ 570/1990, 857/989). Άρα, μόνη η ανωτέρω διάταξη, η οποία προβλέπει τη μεσολάβηση των αρμοδίων υπηρεσιών του Δημοσίου που ενεργούν ως εισπρακτικά όργανα της ΕΥΔΑΠ εκκινώντας τη διαδικασία της διοικητικής εκτέλεσης, ως εξαιρετική δικονομική διάταξη, δεν αρκεί προκειμένου να μετατρέψει τον εν γένει χαρακτήρα των εσόδων της ΕΥΔΑΠ σε δημόσια έσοδα, για τον λόγο και μόνον ότι το Δημόσιο μεριμνά για την είσπραξή τους και να εφαρμοστούν επί αυτών οι ουσιαστικού δικαίου περί παραγραφής διατάξεις του ΚΕΔΕ (ΜΠΗΡ 1336/2013).
Σύμφωνα με την υπ' αριθ. 4/2018 Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Τμήμα Β), σχετικά με την είσπραξη εσόδων των Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης και Αποχέτευσης, ακόμα και αν έχει προβλεφθεί από τον νόμο η παρεμβολή της διοικητικής βεβαιωτικής διαδικασίας (ΚΕΔΕ), αυτή δε μεταβάλλει τη φύση των απαιτούμενων διεκδικήσεων από ιδιωτικές σε δημόσιες (βλ. ΟλΝΣΚ 398/2013) και ισχύει η πενταετής παραγραφή του Αστικού Κώδικα.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατ' αρχήν η λειτουργία της εταιρείας διέπεται από τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου (ΑΚ 250), και μόνο εξαιρετικά εφαρμόζεται ο ΚΕΔΕ για τη διαδικασία βεβαίωσης και είσπραξης των εσόδων της, βάσει ειδικής πρόβλεψης νόμου.
3. Αλλά και περαιτέρω, ακόμη και αν δεν συνέτρεχαν τα ανωτέρω, σε κάθε περίπτωση τυγχάνουν εφαρμοστέες οι περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ είναι διάταξη δημόσιας τάξης και δεν αποκλείεται η εφαρμογή της, όταν ασκείται δικαίωμα που πηγάζει από άλλες διατάξεις δημόσιας τάξης (ΟλΑΠ 7/2002 ΕλλΔνη 43.681, ΟλΑΠ 8/2001 ΕλλΔνη 42.382, ΑΠ 106/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1731/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1427/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1023/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1144/2011, ΜΠΡΗΡ1336/2013). Το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου πριν από την άσκησή του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του και καθιστούν αυτή μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου, ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί κατ` αυτού, δεν αρκεί κατ` αρχήν να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος.
Αν όμως, η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις, που συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος μεταβάλλοντας τη στάση του, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί, με αποτέλεσμα να επέρχονται δυσμενείς για τα συμφέροντα του υπόχρεου επιπτώσεις, στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη.
[βλ. ad hoc Συνήγορος του Καταναλωτή 5646/2019]
4. Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε απαίτηση κατά ΟΤΑ παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής. (παρ.1 άρθρο 90 Ν. 2362/95 και ήδη άρθρο 140 Ν. 4270/2014). Η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά ΟΤΑ αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής. Σε περίπτωση που παρέλθει ο χρόνος παραγραφής της απαίτησης τότε δεν μπορεί να πληρωθεί η απαίτηση που παραγράφεται, ακόμα και εάν το επιθυμεί ο ΟΤΑ (άρθρο 144 του Ν. 4270/2014).
5. Στην προκειμένη περίπτωση έλαβαν χώρα τα εξής:
Κατά την περίοδο 1991-2006 με τις Μελέτες αρ. 53/1991, 28/1992 και 12/1999 κατασκευάστηκε ιδίοις πόροις του Δήμου Σαλαμίνας το δευτερεύον δίκτυο Αποχέτευσης ακαθάρτων στην Περιοχή Παλουκίων με έναρξη λειτουργίας του 2006.
Εν συνεχεία, κατά το διάστημα 2008-2012 κατασκευάστηκε με χρηματοδότηση του Ταμείου Συνοχής και Εθνικών Πόρων το δευτερεύον δίκτυο αποχέτευσης ακαθάρτων πόλης Σαλαμίνας με έναρξη λειτουργίας το 2012.
Το εν λόγω έργο, το οποίο αποτελεί και το χρονικά τελευταίο εκ των προαναφερόμενων, παρελήφθη στις 20/7/2015 με την με αριθμό 143/15 απόφαση Δημοτικού Συμβουλίου Δήμου Σαλαμίνας.
Ο Δήμος Σαλαμίνας δεν χρέωσε ούτε εισέπραξε από τους ιδιοκτήτες των παρόδιων ακινήτων την επιβαλλόμενη από την παρ. 3 περ. β' άρθρου 13 Ν. 1068/1990 δαπάνη κατασκευής, ούτε την προσαύξηση 22%, που αφορούσε στη δαπάνη λειτουργίας και συντήρησης του προαναφερόμενου δικτύου. Ομοίως, επί πολλά έτη ο Δήμος Σαλαμίνας δεν απέδωσε το προαναφερόμενο ποσό στην ΕΥΔΑΠ [το οποίο άλλωστε μέχρι και σήμερα ΔΕΝ έχει εισπράξει] και αντίστοιχα η ΕΥΔΑΠ, μολονότι στους λογαριασμούς υδροδότησης χρέωνε τους καταναλωτές το τέλος αποχέτευσης, επί πολλά έτη όχι μόνο δεν διεκδίκησε την επιβαλλόμενη από την παρ. 3 περ. β' άρθρου 13 Ν. 1068/1990 δαπάνη κατασκευής, ούτε την προσαύξηση 22%, που αφορούσε στη δαπάνη λειτουργίας και συντήρησης του δικτύου, αλλά απέστειλε προς το Δήμο Σαλαμίνας έγγραφα ότι η οφειλή αυτή ανερχόταν σε ποσό ΜΗΔΕΝ.
Το έτος 2017 έλαβαν χώρα διαπραγματεύσεις αναφορικά με τη διευθέτηση του συνολικού χρέους του Δήμου Σαλαμίνας προς την ΕΥΔΑΠ, προκειμένου αυτή να παραλάβει το δημοτικό δίκτυο ύδρευσης.
Την 29/12/2017 υπεγράφη μεταξύ Δήμου Σαλαμίνας και ΕΥΔΑΠ ΑΕ σύμβαση, στην οποία συμφωνήθηκε ανεπιφύλακτα ότι η συνολική οφειλή του Δήμου ανερχόταν σε ποσό 7.310.030,23 ΕΥΡΩ.
Μετά την προαναφερόμενη σύμβαση και συγκεκριμένα την 11/9/2018 η ΕΥΔΑΠ απέστειλε στο Δήμο Σαλαμίνας την με αριθμό πρωτοκόλλου 19077 επιστολή, σύμφωνα με την οποία "Μετά την υπογραφή της Σύμβασης...εκδόθηκαν τα παρακάτω παραστατικά χρέωσης υπέρ της ΕΥΔΑΠ ΑΕ επί της δαπάνης κατασκευής αγωγών αποχέτευσης ποσοστού 22%...συνολικού ποσού 3.229.011,53 ΕΥΡΩ.
Την 24/4/2019, τόσο η Οικονομική Επιτροπή, όσο και το Δημοτικό Συμβούλιο Δήμου Σαλαμίνας έλαβαν ομόφωνες αποφάσεις, με τις οποίες απέρριψαν τα τιμολόγια της ΕΥΔΑΠ ως απαράδεκτα και διέγραψαν το προαναφερόμενο ποσό 3.229.011, 53 ΕΥΡΩ από τον προϋπολογισμό του Δήμου Σαλαμίνας. Οι αποφάσεις αυτές επικυρώθηκαν και από την Αποκ/νη Δ/ση. Από τα προαναφερόμενα έγγραφα συνάγεται ότι, ενώ αρχικά το Υπουργείο Εσωτερικών είχε αποδεχτεί να χρηματοδοτήσει το έλλειμμα του Δήμου Σαλαμίνας, με βάση προϋπολογισμό, στον οποίο το ποσό των τιμολογίων της ΕΥΔΑΠ είχε περιληφθεί, τελικά η εν λόγω οφειλή διεγράφη και δεν περιλήφθηκε στην ανωτέρω χρηματοδότηση.
Σε αντίθεση με τις προαναφερόμενες αποφάσεις, την 12/11/2019 το Γραφείο κ. Δημάρχου Σαλαμίνας απέστειλε προς την ΕΥΔΑΠ ΑΕ έγγραφο, με το οποίο ανέφερε ότι προέβη σε υπολογισμό οφειλής α. 13. Ν. 1068/1980, την οποία μάλιστα προσδιόρισε και σε ποσό 1.985.417, 36 ΕΥΡΩ. Η ΕΥΔΑΠ ΑΕ απάντησε με το με αριθμό 25467 έγγραφό της ότι η οφειλή αυτή δεν ανέρχεται σε 3.229.911,53 ΕΥΡΩ, όπως είχε ισχυριστεί το 2018, αλλά τελικά ανέρχεται σε ποσό 2.461.917, 52 ΕΥΡΩ.
Η αναγνώριση από τον κ. Δήμαρχο Σαλαμίνας της ύπαρξης της προαναφερόμενης οφειλής έγινε χωρίς να έχει προηγηθεί της Οικονομικής Επιτροπής ή του Δημοτικού Συμβουλίου του οικείου Δήμου και χωρίς να υφίσταται γνωμοδότηση Δικηγόρου, ήτοι η αναγνώριση αυτή έλαβε χώρα χωρίς να ακολουθηθούν τα οριζόμενα στο α. 72 ν. 3852/2010.
Την 20/3/2020 υπεγράφη ανάμεσα στον Υπουργό Εσωτερικών κ. Παναγιώτη Θεοδωρικάκο και το Δήμαρχο Σαλαμίνας κ. Γ. Παναγόπουλο προγραμματική συμφωνία, με την οποία ο κ. Υπουργός Εσωτερικών, προφανώς πειθόμενος στις διαβεβαιώσεις του κ. Δημάρχου Σαλαμίνας περί ύπαρξης οφειλής του Δήμου Σαλαμίνας προς την ΕΥΔΑΠ, χρηματοδότησε με 2.461.917, 50 ΕΥΡΩ, ήτοι με κρατικό χρήμα της κεντρικής Κυβέρνησης φερόμενη οφειλή του Δήμου αυτού προς την ΕΥΔΑΠ δυνάμει του α. 13 Ν. 1068/1980.
7. Επειδή ,η "δαπάνη" του άρθρου 13 παρ. 3 ν. 1068/1980 σαφώς ορίζεται ότι βαρύνει τους ιδιοκτήτες των παρόδιων ακινήτων και σε καμία περίπτωση δεν βαρύνει τον προϋπολογισμό της Κεντρικής Κυβέρνησης. Κατά πάγια νομολογία, η εκ μέρους των δήμων και κοινοτήτων κατασκευή αποχετευτικών αγωγών ακαθάρτων αποβλέπει στην επίτευξη δημοσίου σκοπού και, συνεπώς, η δαπάνη κατασκευής των αγωγών αυτών που καταλογίζεται κατά νόμο σε βάρος των παρόδιων ιδιοκτητών αποτελεί μονομερώς και εξουσιαστικώς επιβαλλόμενο δημοσίας φύσεως έσοδο του οικείου δήμου ή κοινότητας, δεδομένου μάλιστα ότι η δαπάνη αυτή κατά το άρθρο 1 του Ν. 1068/80 καταλογίζεται και σε βάρος ιδιοκτητών οικοπέδων, τα οποία ενδέχεται να μη συνδεθούν ποτέ με αποχετευτικό δίκτυο.