Κακοφορμίζει συνεχώς η αγορά των κόκκινων δανείων την οποία λυμαίνονται οι εισπρακτικές εταιρείες (servicers) που έχουν εξελιχθεί σε ένα από τα πιο σκληρά καρτέλ της χώρας, καθώς μόνο τρεις εταιρείες ελέγχουν το 87% της αγοράς.
Αντίθετα με την ιστορία επιτυχίας που διαφημίζουν οι τράπεζες, το μεγαλύτερο μέρος των κόκκινων δανείων ύψους άνω των 80 δισ. ευρώ που οι ίδιες ξεφορτώθηκαν από τους ισολογισμούς τους τα τελευταία πέντε χρόνια παραμένουν κόκκινα, ενώ μόνο ένα στα τέσσερα δάνεια βρίσκεται σε καθεστώς ρύθμισης.
Ακόμα όμως και οι δανειολήπτες που έχουν δάνεια σε ρύθμιση τα οποία εξυπηρετούν με συνέπεια βρίσκονται σε δυσχερή θέση και γίνονται αντικείμενο πολλαπλής εκμετάλλευσης.
Το καρτέλ των εισπρακτικών
Το καρτέλ των εισπρακτικών εκμεταλλεύεται τις στρεβλώσεις, οι οποίες εμποδίζουν την επαναφορά του τραπεζικού συστήματος σε ομαλή λειτουργία και δημιουργούν παρενέργειες, όπως το αδικαιολόγητο «καπέλο» στα επιτόκια των ρυθμίσεων και εμφάνιση αθέμιτων και εκβιαστικών πρακτικών απέναντι ακόμα και σε συνεπείς δανειολήπτες που αποπληρώνουν ρυθμισμένα δάνεια. Όσο για τις επιχειρήσεις που έχουν ρυθμίσει και αποπληρώνουν τα κόκκινα δάνεια της κρίσης, αυτές αδυνατούν να χρηματοδοτήσουν τη λειτουργία τους μέσω τραπεζών και προσφεύγουν σε «παραμάγαζα» τα οποία τις χρηματοδοτούν με πολύ υψηλότερο κόστος και ασφυκτικούς όρους.
Οι ρυθμισμένοι δανειολήπτες πληρώνουν υψηλότερο επιτόκιο από ότι το αντίστοιχο τραπεζικό και μάλιστα με σημαντικό «καπέλο» επειδή τα δάνεια θεωρούνται υψηλότερου ρίσκου. Ενώ ένα στεγαστικό δάνειο έχει επιτόκιο γύρω στο 3%, ένα ίδιο δάνειο που έχει ρυθμίζεται από τις εισπρακτικές μπορεί να φτάσει στο 5 και 6%, ενώ για τα καταναλωτικά, που κανονικά έχουν επιτόκιο γύρω στο 11%, τα επιτόκια των ρυθμίσεων είναι κι αυτά πολύ υψηλότερα και φτάνουν το 14 και 15% ή και παραπάνω. Το ίδιο και για τα επιχειρηματικά δάνεια που ρυθμίζονται.
Το οξύμωρο είναι ότι ενώ τα επιτόκια των ρυθμίσεων είναι ψηλότερα λόγω υποτιθέμενου υψηλότερου ρίσκου, αυτό δεν ισχύει αφού στην πράξη τα δάνεια έχουν «πρασινίσει» καθώς εξυπηρετούνται κανονικά, ενώ τα περισσότερα από αυτά, ιδίως τα στεγαστικά αλλά και τα επιχειρηματικά που συνδέονται με εγγυήσεις ακινήτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων, καλύπτονται εμμέσως από τις κρατικές εγγυήσεις του «Ηρακλή».
Οι κρατικές εγγυήσεις του «Ηρακλή» δόθηκαν για να καταφέρουν οι τράπεζες να καθαρίσουν τους ισολογισμούς τους, πουλώντας τα δάνεια σε funds, με άγνωστους πραγματικούς ιδιοκτήτες, οι οποίοι τα αγόρασαν έχοντας την εγγύηση του Κράτους (με το σχήμα «Ηρακλής») ότι θα πληρωθούν από το Κράτος εάν δεν πάρουν πίσω τα λεφτά που έδωσαν και μάλιστα με κέρδος. Οι εγγυήσεις αυτές δίνονται μόνο για τα δάνεια καλύτερης ποιότητας, δηλαδή εξ ορισμού τα στεγαστικά και τα επιχειρηματικά που συνδέονται με εμπράγματες εγγυήσεις, ακινήτων, εξοπλισμού κ.λπ.
Το ρίσκο είναι πρακτικά μηδενικό για όσα δάνεια εντάσσονται σε αυτήν την κατηγορία, οπότε δεν δικαιολογείται η ποινή του υψηλότερου επιτοκίου.
Καταγγελίες από δανειολήπτες
Το υψηλό επιτόκιο όμως δεν είναι το μόνο πρόβλημα, καθώς το τελευταίο διάστημα γίνονται καταγγελίες από δανειολήπτες ότι πραγματοποιούνται αγοραπωλησίες από ένα fund στο άλλο, ρυθμισμένων δανείων που εξυπηρετούνται κανονικά, με σκοπό να πιεστούν οι δανειολήπτες να πάρουν καινούργιο δάνειο για να το εξοφλήσουν, με ένα μικρό κούρεμα της τάξης του 5-10%. Η αγοραπωλησία του δανείου γίνεται σε ένα κλάσμα της ονομαστικής αξίας την οποία πληρώνει ο δανειολήπτης, αφού τα funds αγόρασαν τα δάνεια στο 5-4-% της ονομαστικής αξίας, αλλά απαιτούν εξόφληση για το 100%.
Οι καταγγελίες μάλιστα λένε ότι η μεταφορά των δανείων από το ένα fund στο άλλο, συνδυάζεται με ασφυκτική πίεση στον δανειολήπτη, με το πρόσχημα ότι το νέο fund που απέκτησε το δάνειο έχει αυστηρότερους κανόνες και προδιαγραφές χειρισμού, είναι πιο αυστηρός και έτσι πιέζει έμμεσα για πλειστηριασμό, απαιτώντας «σκληρότερη» ρύθμιση, την οποία ο δανειολήπτης δεν μπορεί να εξυπηρετήσει, ώστε να αναγκαστεί να πάρει νέο δάνειο για εξόφληση του συνόλου.
Τα funds μάλιστα επιλέγουν και ασκούν ασφυκτική πίεση για τα δάνεια εκείνα στα οποία υπάρχει από πίσω περιουσία του δανειολήπτη, είτε είναι ιδιώτης είτε επιχείρηση, με την απειλή του πλειστηριασμού της περιουσίας.
Το φαινόμενο εντείνεται καθώς οι πρόσφατες αλλαγές στην διαδικασία των πλειστηριασμών σημαίνουν ότι οι πλειστηριασμοί θα ολοκληρώνονται σε χρόνο ρεκόρ, ενώ έχουν αποδυναμωθεί δραστικά οι δυνατότητες νομικής άμυνας των δανειοληπτών.
Το θολό σημείο
Το θολό σημείο της υπόθεσης είναι ότι τη διαχείριση των δανείων την κάνουν οι ίδιες εισπρακτικές, οι οποίες εξυπηρετούν όλα τα διαφορετικά funds, τα οποία είναι εταιρείες-σφραγίδες, με έδρα στο εξωτερικό και έχουν πραγματικούς ιδιοκτήτες τα στοιχεία των οποίων δεν γίνονται γνωστά. Η ίδια εισπρακτική, δηλαδή, μπορεί να διαχειρίζεται το ίδιο δάνειο και να αλλάζει τακτική και συμπεριφορά απέναντι στον δανειολήπτη ανάλογα με το το fund στο οποίο έχει μεταφερθεί το εν λόγω δάνειο -με τελείως αδιαφανείς διαδικασίες και τιμές- το οποίο υποτίθεται ότι έχει άλλη «στρατηγική».
Η μεταφορά των δανείων είναι κάτι που επιθυμούν και οι τράπεζες, οι οποίες ενδιαφέρονται να δώσουν νέα δάνεια για εξόφληση «πρασινισμένων» δανείων, προκειμένου να ενισχύσουν τα έσοδά τους, τα οποία υποφέρουν από την μείωση των επιτοκίων το τελευταίο διάστημα.
Όμως νομοθεσία των κόκκινων δανείων είναι αυστηρή και επιτρέπει τη δανειοδότηση των κόκκινων δανειοληπτών μόνο μετά από ένα χρόνο αφότου εξοφληθεί πλήρως το δάνειό τους ή όταν συμπληρώσουν πέντε χρόνια αποπληρωμής της ρύθμισης με συνέπεια.
Η κατάσταση αυτή έχει προκαλέσει άλλη μια παρενέργεια, καθώς πολλές επιχειρήσεις που έχουν ρυθμίσει τα δάνεια της κρίσης και τα εξυπηρετούν κανονικά αδυνατούν να πάρουν τραπεζικό δάνειο για να χρηματοδοτήσουν την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, να πληρώσουν προμηθευτές, να εισάγουν αγαθά, να καλύψουν λειτουργικά κόστη κ.λπ.
Η «λύση» στην οποία αναγκάζονται να προσφύγουν είναι να ζητήσουν δάνειο από επιχειρηματικά funds (άλλου τύπου επιχειρηματικά funds, όχι αυτά που αγοράζουν κόκκινα δάνεια) τα οποία χορηγούν κεφάλαια αλλά παίρνουν ως ενέχυρο τις μετοχές. Ορισμένα από αυτά τα funds εξελίσσονται σε «παραμάγαζα» τα οποία χρηματοδοτούν επιχειρήσεις που είναι μπλοκαρισμένα με κόκκινα δάνεια.
Στις χρηματοδοτήσεις αυτές, όμως, το επιτόκιο είναι υψηλότερο από το τραπεζικό, ενώ και η αξία του ενέχυρου είναι πολύ μεγαλύτερη από την ονομαστική αξία του δανείου.
Σε πολλές περιπτώσεις η υπόθεση αγγίζει τα όρια της τοκογλυφίας, αφού η επιχείρηση παίρνει δάνειο 100, αλλά χορηγεί ενέχυρα αξίας 200 και 300, που σημαίνει ότι στην παραμικρή δυσκολία χάνονται τα πάντα και όχι μόνο η αξία του δανείου.
Η δραστηριότητα αυτών των επιχειρηματικών fund αυξάνεται τα τελευταία χρόνια, καθώς οι στρεβλώσεις της αγοράς των κόκκινων δανείων δημιουργούν ευνοϊκό πεδίο για ανάπτυξη της παράλληλης αγοράς επιχειρηματικών χρηματοδοτήσεων και των παραμάγαζων με πολύ μεγάλα περιθώρια κέρδους.
