Για αθρόες αρχειοθετήσεις σχετικών καταγγελιών πολιτών, για αθέμιτη και αζήτητη πολιτική επικοινωνία, ως επί το πλείστον από Βουλευτές, Υπουργούς και υποψήφιους Βουλευτές του κυβερνώντος Κόμματος της Νέας Δημοκρατίας.
Ειδικός Συνεργάτης
Ενώ η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, υπό την προεδρία του κ. Κωνσταντίνου Μενουδάκου, ανακοίνωσε την διεξαγωγή αυτεπάγγελτης έρευνας, ύστερα από την κοινωνική κατακραυγή και την ενεργοποίηση Ευρωπαϊκών και Διεθνών Αρχών, μία συνταρακτική αποκάλυψη έρχεται στο φως της δημοσιότητας.
Η Αρχή Προστασίας εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση: «Προς απάντηση ερωτημάτων που έχουν τεθεί από Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης για τη φερόμενη αποστολή ανεπιθύμητης ηλεκτρονικής επικοινωνίας από ευρωβουλευτή σε απόδημους Έλληνες ενόψει των Ευρωεκλογών, η Αρχή ανακοινώνει ότι, κατόπιν και της υποβολής μεγάλου αριθμού σχετικών καταγγελιών, κίνησε άμεσα διαδικασία εξέτασης του θέματος».
Όμως, η Αρχή το προηγούμενο χρονικό διάστημα προέβαινε, παρανόμως όπως αναφέρεται και σε καταγγελία που έχει υποβληθεί εναντίον της στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε αθρόες αρχειοθετήσεις σχετικών καταγγελιών πολιτών, για αθέμιτη και αζήτητη πολιτική επικοινωνία, ως επί το πλείστον από Βουλευτές, Υπουργούς και υποψήφιους Βουλευτές του κυβερνώντος Κόμματος της Νέας Δημοκρατίας.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, στην Αρχή έχουν υποβληθεί στο άμεσο παρελθόν, και δη μετά τις τελευταίες Βουλευτικές Εκλογές, εκατοντάδες εάν όχι χιλιάδες καταγγελίες, σε βάρος πολιτικών, για αθέμιτη μαζική αποστολή ηλεκτρονικών μηνυμάτων σε πολίτες.
Η Αρχή, αντί να σχηματίζει σχετικό φάκελο, και να ενεργοποιεί τις σχετικές διαδικασίες, προέβαινε στην εξής παράνομη πρακτική, που έχει καταγγελθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή:
Χαρακτήριζε τις εν λόγω καταγγελίες ως απαράδεκτες, αναφέροντας ότι αυτές δήθεν είχαν ασκηθεί προώρως.
Στη συνέχεια, εξέδιδε πράξεις αρχειοθέτησης, χωρίς καμία έρευνα, που υπογράφονται από τον Πρόεδρο της Αρχής, κ. Κων/νο Μενουδάκο, ως μονομελές όργανο, ασκώντας έτσι υπερεξουσία, η οποία σύμφωνα με έγκριτους νομικούς, που ασχολούνται με τον τομέα των προσωπικών δεδομένων, αλλά και δικαστικούς λειτουργούς, δεν προβλέπεται εκ του νόμου. Έτσι, επιτυγχανόταν η μη παραπομπή της κρίσης των εν λόγω καταγγελιών από το αρμόδιο Τμήμα ή την Ολομέλεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
Συγκεκριμένα, η Αρχή -ζηλεύοντας προφανώς την παράνομη τακτική των αποστολέων μαζικών μηνυμάτων αζήτητης και αθέμιτης πολιτικής επικοινωνίας, τους οποίους άφηνε ανέλεγκτους και ανεξέλεγκτους- εξέδιδε τις ακόλουθες αποφάσεις του μονομελούς της οργάνου, δηλαδή του Προέδρου της Αρχής, κ. Κων/νου Μενουδάκου, με το ακόλουθο μαζικό-καρμπόν σκεπτικό:
«Απορρίπτεται ως απαράδεκτη, διότι δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη προδικασία. Το υποκείμενο των δεδομένων δεν έχει απευθυνθεί προηγουμένως με τον προσήκοντα τρόπο στον υπεύθυνο επεξεργασίας)
Η καταγγελία έχει υποβληθεί προώρως. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. τις πρόσφατες Κατευθυντήριες Γραμμές 1/2023 για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων με σκοπό την επικοινωνία πολιτικού χαρακτήρα, που εξέδωσε η Αρχή, δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα της (EΔΩ).
Μεταξύ των καταγγελλομένων πολιτικών, ήταν ο Θανάσης Παπαθανάσης, η Άννα Ροκοφύλλου, αλλά και η Νίκη Κεραμέως, νυν Υπουργός Εσωτερικών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Παρόλα αυτά, όπως αναφέρουν έγκριτοι νομικοί κύκλοι, η Αρχή παραβίαζε συστηματικά τις υποχρεώσεις της, για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των πολιτών, καθώς, ακόμη και σύμφωνα με τις δικές της Κατευθυντήριες Γραμμές, που καταγγέλλονται ως σκοπίμως ασαφείς από την επιστημονική κοινότητα, θα έπρεπε να επιβάλλονται οι δέουσες κυρώσεις.
Όπως η ίδια η Αρχή αναγράφει στις Κατευθυντήριες Γραμμές που είχε εκδώσει, το έτος 2023:
«Σε κάθε ηλεκτρονική επικοινωνία προς τον σκοπό της πολιτικής επικοινωνίας απαιτείται:να αναφέρεται ευδιάκριτα και σαφώς η ταυτότητα του αποστολέα ή του προσώπου προς όφελος του οποίου αποστέλλεται το μήνυμα,
να διευκρινίζεται η πηγή από την οποία έχουν συλλεγεί τα στοιχεία επικοινωνίας του υποκειμένου, εφόσον αυτή δεν είναι το ίδιο το υποκείμενο (άρθρο 14 παρ. 2 στ),
να γίνεται παραπομπή σε πλήρες κείμενο ενημέρωσης σύμφωνα με τα άρθρα 13 ή 14 ΓΚΠΔ και
να αναφέρεται ο τρόπος με τον οποίο ο αποδέκτης του μηνύματος μπορεί να ασκεί τα δικαιώματά του, μεταξύ των οποίων και να ζητεί τον τερματισμό της
επικοινωνίας (δικαίωμα εναντίωσης).».
Εξάλλου, με τις υπ’ αριθμ. 1343-1344-1345/2022 αποφάσεις του Δ’ Τμήματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε τις αποφάσεις 13/2020, 10/2020 και 11/2020, αντίστοιχα, με τις οποίες είχαν επιβληθεί σε υποψήφιους/ες βουλευτές διοικητικά πρόστιμα λόγω παράνομης επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων προς το σκοπό της πολιτικής επικοινωνίας μέσω αποστολής ηλεκτρονικών μηνυμάτων.
Σύμφωνα με το ΣτΕ, με τις προσβληθείσες πράξεις «επιβλήθηκε η κύρωση του προστίμου βάσει της ερμηνείας ότι στην κατ’ άρθρο 11 παρ. 1 του ν. 3471/2006 επικοινωνία για «κάθε είδους διαφημιστικό σκοπό» περιλαμβάνεται και η πολιτική επικοινωνία που γίνεται με χρήση ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, μέσω δημοσίων δικτύων.
Από τις διατάξεις που παρατέθηκαν ανωτέρω και την ερμηνεία που δόθηκε στις προηγηθείσες σκέψεις 6, 9 και 12 συνάγεται όμως ότι για τον περιορισμό της, αναγκαίας για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, επικοινωνίας του υποψηφίου βουλευτή κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου με τους εκλογείς της περιφέρειας στην οποία θέτει υποψηφιότητα, απαιτείται ειδική ρύθμιση.
Τέτοια ειδική ρύθμιση δεν μπορεί να θεωρηθεί το άρθρο 11 παρ. 1 του ν. 3471/2006, το οποίο εφαρμόσθηκε αποκλειστικά από την προσβαλλόμενη απόφαση της Αρχής και το οποίο ρυθμίζει τις μη ζητηθείσες επικοινωνίες για σκοπούς απευθείας εμπορικής προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών και για κάθε είδους διαφημιστικούς σκοπούς, μεταφέροντας την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 13 της οδηγίας 2002/58, περί αυτόκλητων κλήσεων για σκοπούς απευθείας εμπορικής προώθησης, καθώς στην περιγραφείσα στις ως άνω διατάξεις επικοινωνία δεν εμπίπτει πάντως η επικοινωνία του υποψήφιου βουλευτή κατά την προεκλογική περίοδο».
Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι «εξακολουθούν να τυγχάνουν εφαρμογής οι γενικές διατάξεις του ΓΚΠΔ, βάσει των οποίων δύναται να κριθεί η νομιμότητα κάθε επεξεργασίας».
Μετά την έκδοση των αποφάσεων αυτών, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνήλθε σε συνεδρίαση, προκειμένου να επανεξετάσει αυτεπαγγέλτως και άλλες υποθέσεις επιβολής κυρώσεων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11 του ν. 3471/2006 στο πλαίσιο μη ζητηθείσας πολιτικής επικοινωνίας.
Σύμφωνα με την απόφαση ΑΠΔΠΧ 63/2022 που εξέδωσε, «[σ]τις αποφάσεις της Αρχής με αριθ. 19 του έτους 2019, 12, 14, 17, 19, 24, 28, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 56, 58 του έτους 2020, 3, 4, 7, 8, 9, 14, 19 και 46 του έτους 2021 και 17 και 26 του έτους 2022, έχουν επιβληθεί κυρώσεις για μη ζητηθείσα πολιτική επικοινωνία επί τη βάσει της ως άνω διάταξης του άρθρου 11 του ν. 3471/2006.
Λαμβανομένων υπ΄ όψιν των προαναφερόμενων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, συντρέχει νόμιμος λόγος ανακλήσεως των ανωτέρω αποφάσεων της Αρχής, με τις οποίες επιβλήθηκαν κυρώσεις ερειδόμενες στη διάταξη του άρθρου 11 του ν. 3471/2006 και όχι στις διατάξεις του ΓΚΠΔ που εξακολουθεί να εφαρμόζεται για την αξιολόγηση της νομιμότητας κάθε επεξεργασίας».
Παρόλα αυτά, η Αρχή Προστασίας, έστω συμμορφούμενη με τις ανωτέρω αποφάσεις του ΣτΕ, που σύμφωνα με νομικούς και δικαστικούς ελέγχονται για την ορθότητά τους, και γι’ αυτό σύντομα το θέμα θα απασχολήσει ενδεχομένως και την Ολομέλεια του Στε, ουδέποτε εφάρμοσε έστω τις διατάξεις του GDPR2016, είτε για τις παλαιότερες καταγγελίες, είτε για όσες υποβλήθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια.
Όμως, ενώ τα αζήτητα και απολύτως αθέμιτα ηλεκτρονικά μηνύματα, όλων των καταγγελλόμενων υποψηφίων Βουλευτών, δεν περιείχαν τα ανωτέρω προαπαιτούμενα (πηγή συλλογής στοιχείων επικοινωνίας, έντυπο ενημέρωσης, ενημέρωση για δικαίωμα εναντίωσης, κ.λπ.), εν γνώσει πάντοτε της Αρχής, ο κ. Κων/νος Μενουδάκος, χωρίς να εισάγει τις καταγγελίες για κρίση στο αρμόδιο Τμήμα ή στην Ολομέλεια του Συλλογικού Οργάνου, αποφάσισε την μονομερή από τον ίδιο αρχειοθέτησή τους, χωρίς να διατάξει ποτέ έρευνα, και χωρίς να προβεί στον κολασμό διοικητικών παράβασεων, που συνιστούν ενδεχομένως και ποινικά αδικήματα.
Οι αποκαλύψεις που ήρθαν στο φως μετά την υπόθεση Michel Asimakopoulou-Gate, που όλοι θυμόμαστε ότι είχε καταθέσει και ως μάρτυρας υπεράσπισης του στενού συνεργάτη του Πρωθυπουργού, κ. Νίκου Γεωργιάδη, του οποίου η ποινική υπόθεση για ασέλγεια σε βάρος ανηλίκων παραγράφηκε με τον Νέο Ποινικό Κώδικα, ενώ σε 1ο βαθμό είχε κηρυχθεί ένοχος, ανάγκασαν την Αρχή Προστασίας και τον κ. Μενουδάκο να αναλάβει δραστικές πρωτοβουλίες, που όλοι περιμένουμε εάν θα καταλήξουν σε ολοκληρωτική κάθαρση, καθώς πάντοτε υπάρχει και το ενδεχόμενο κυρώσεων από την Ευρωπαϊκή Αρχή, λόγω της μη πρέπουσας προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, στην χώρα μας.
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι η Αρχή Προστασίας δεν θα κινηθεί στην λογική του Πόντιου Πιλάτου, όπως έπραξε με την υπόθεση των παράνομων υποκλοπών και τις εταιρείες του παράνομου λογισμικού υποκλοπών, για τις οποίες η έρευνα που διενήργησε χαρακτηρίζεται για όσους γνωρίζουν καλά -ακόμη και από Αμερικανούς- ως παντελώς ανεπαρκής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, οι εξελίξεις για το θέμα, εντός κι εκτός συνόρων, θα είναι συνταρακτικές.
Χαρακτήριζε τις εν λόγω καταγγελίες ως απαράδεκτες, αναφέροντας ότι αυτές δήθεν είχαν ασκηθεί προώρως.
Στη συνέχεια, εξέδιδε πράξεις αρχειοθέτησης, χωρίς καμία έρευνα, που υπογράφονται από τον Πρόεδρο της Αρχής, κ. Κων/νο Μενουδάκο, ως μονομελές όργανο, ασκώντας έτσι υπερεξουσία, η οποία σύμφωνα με έγκριτους νομικούς, που ασχολούνται με τον τομέα των προσωπικών δεδομένων, αλλά και δικαστικούς λειτουργούς, δεν προβλέπεται εκ του νόμου. Έτσι, επιτυγχανόταν η μη παραπομπή της κρίσης των εν λόγω καταγγελιών από το αρμόδιο Τμήμα ή την Ολομέλεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
Συγκεκριμένα, η Αρχή -ζηλεύοντας προφανώς την παράνομη τακτική των αποστολέων μαζικών μηνυμάτων αζήτητης και αθέμιτης πολιτικής επικοινωνίας, τους οποίους άφηνε ανέλεγκτους και ανεξέλεγκτους- εξέδιδε τις ακόλουθες αποφάσεις του μονομελούς της οργάνου, δηλαδή του Προέδρου της Αρχής, κ. Κων/νου Μενουδάκου, με το ακόλουθο μαζικό-καρμπόν σκεπτικό:
«Απορρίπτεται ως απαράδεκτη, διότι δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη προδικασία. Το υποκείμενο των δεδομένων δεν έχει απευθυνθεί προηγουμένως με τον προσήκοντα τρόπο στον υπεύθυνο επεξεργασίας)
Η καταγγελία έχει υποβληθεί προώρως. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. τις πρόσφατες Κατευθυντήριες Γραμμές 1/2023 για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων με σκοπό την επικοινωνία πολιτικού χαρακτήρα, που εξέδωσε η Αρχή, δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα της (EΔΩ).
Μεταξύ των καταγγελλομένων πολιτικών, ήταν ο Θανάσης Παπαθανάσης, η Άννα Ροκοφύλλου, αλλά και η Νίκη Κεραμέως, νυν Υπουργός Εσωτερικών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Παρόλα αυτά, όπως αναφέρουν έγκριτοι νομικοί κύκλοι, η Αρχή παραβίαζε συστηματικά τις υποχρεώσεις της, για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των πολιτών, καθώς, ακόμη και σύμφωνα με τις δικές της Κατευθυντήριες Γραμμές, που καταγγέλλονται ως σκοπίμως ασαφείς από την επιστημονική κοινότητα, θα έπρεπε να επιβάλλονται οι δέουσες κυρώσεις.
Όπως η ίδια η Αρχή αναγράφει στις Κατευθυντήριες Γραμμές που είχε εκδώσει, το έτος 2023:
«Σε κάθε ηλεκτρονική επικοινωνία προς τον σκοπό της πολιτικής επικοινωνίας απαιτείται:να αναφέρεται ευδιάκριτα και σαφώς η ταυτότητα του αποστολέα ή του προσώπου προς όφελος του οποίου αποστέλλεται το μήνυμα,
να διευκρινίζεται η πηγή από την οποία έχουν συλλεγεί τα στοιχεία επικοινωνίας του υποκειμένου, εφόσον αυτή δεν είναι το ίδιο το υποκείμενο (άρθρο 14 παρ. 2 στ),
να γίνεται παραπομπή σε πλήρες κείμενο ενημέρωσης σύμφωνα με τα άρθρα 13 ή 14 ΓΚΠΔ και
να αναφέρεται ο τρόπος με τον οποίο ο αποδέκτης του μηνύματος μπορεί να ασκεί τα δικαιώματά του, μεταξύ των οποίων και να ζητεί τον τερματισμό της
επικοινωνίας (δικαίωμα εναντίωσης).».
Εξάλλου, με τις υπ’ αριθμ. 1343-1344-1345/2022 αποφάσεις του Δ’ Τμήματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε τις αποφάσεις 13/2020, 10/2020 και 11/2020, αντίστοιχα, με τις οποίες είχαν επιβληθεί σε υποψήφιους/ες βουλευτές διοικητικά πρόστιμα λόγω παράνομης επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων προς το σκοπό της πολιτικής επικοινωνίας μέσω αποστολής ηλεκτρονικών μηνυμάτων.
Σύμφωνα με το ΣτΕ, με τις προσβληθείσες πράξεις «επιβλήθηκε η κύρωση του προστίμου βάσει της ερμηνείας ότι στην κατ’ άρθρο 11 παρ. 1 του ν. 3471/2006 επικοινωνία για «κάθε είδους διαφημιστικό σκοπό» περιλαμβάνεται και η πολιτική επικοινωνία που γίνεται με χρήση ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, μέσω δημοσίων δικτύων.
Από τις διατάξεις που παρατέθηκαν ανωτέρω και την ερμηνεία που δόθηκε στις προηγηθείσες σκέψεις 6, 9 και 12 συνάγεται όμως ότι για τον περιορισμό της, αναγκαίας για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, επικοινωνίας του υποψηφίου βουλευτή κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου με τους εκλογείς της περιφέρειας στην οποία θέτει υποψηφιότητα, απαιτείται ειδική ρύθμιση.
Τέτοια ειδική ρύθμιση δεν μπορεί να θεωρηθεί το άρθρο 11 παρ. 1 του ν. 3471/2006, το οποίο εφαρμόσθηκε αποκλειστικά από την προσβαλλόμενη απόφαση της Αρχής και το οποίο ρυθμίζει τις μη ζητηθείσες επικοινωνίες για σκοπούς απευθείας εμπορικής προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών και για κάθε είδους διαφημιστικούς σκοπούς, μεταφέροντας την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 13 της οδηγίας 2002/58, περί αυτόκλητων κλήσεων για σκοπούς απευθείας εμπορικής προώθησης, καθώς στην περιγραφείσα στις ως άνω διατάξεις επικοινωνία δεν εμπίπτει πάντως η επικοινωνία του υποψήφιου βουλευτή κατά την προεκλογική περίοδο».
Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι «εξακολουθούν να τυγχάνουν εφαρμογής οι γενικές διατάξεις του ΓΚΠΔ, βάσει των οποίων δύναται να κριθεί η νομιμότητα κάθε επεξεργασίας».
Μετά την έκδοση των αποφάσεων αυτών, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνήλθε σε συνεδρίαση, προκειμένου να επανεξετάσει αυτεπαγγέλτως και άλλες υποθέσεις επιβολής κυρώσεων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11 του ν. 3471/2006 στο πλαίσιο μη ζητηθείσας πολιτικής επικοινωνίας.
Σύμφωνα με την απόφαση ΑΠΔΠΧ 63/2022 που εξέδωσε, «[σ]τις αποφάσεις της Αρχής με αριθ. 19 του έτους 2019, 12, 14, 17, 19, 24, 28, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 56, 58 του έτους 2020, 3, 4, 7, 8, 9, 14, 19 και 46 του έτους 2021 και 17 και 26 του έτους 2022, έχουν επιβληθεί κυρώσεις για μη ζητηθείσα πολιτική επικοινωνία επί τη βάσει της ως άνω διάταξης του άρθρου 11 του ν. 3471/2006.
Λαμβανομένων υπ΄ όψιν των προαναφερόμενων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, συντρέχει νόμιμος λόγος ανακλήσεως των ανωτέρω αποφάσεων της Αρχής, με τις οποίες επιβλήθηκαν κυρώσεις ερειδόμενες στη διάταξη του άρθρου 11 του ν. 3471/2006 και όχι στις διατάξεις του ΓΚΠΔ που εξακολουθεί να εφαρμόζεται για την αξιολόγηση της νομιμότητας κάθε επεξεργασίας».
Παρόλα αυτά, η Αρχή Προστασίας, έστω συμμορφούμενη με τις ανωτέρω αποφάσεις του ΣτΕ, που σύμφωνα με νομικούς και δικαστικούς ελέγχονται για την ορθότητά τους, και γι’ αυτό σύντομα το θέμα θα απασχολήσει ενδεχομένως και την Ολομέλεια του Στε, ουδέποτε εφάρμοσε έστω τις διατάξεις του GDPR2016, είτε για τις παλαιότερες καταγγελίες, είτε για όσες υποβλήθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια.
Όμως, ενώ τα αζήτητα και απολύτως αθέμιτα ηλεκτρονικά μηνύματα, όλων των καταγγελλόμενων υποψηφίων Βουλευτών, δεν περιείχαν τα ανωτέρω προαπαιτούμενα (πηγή συλλογής στοιχείων επικοινωνίας, έντυπο ενημέρωσης, ενημέρωση για δικαίωμα εναντίωσης, κ.λπ.), εν γνώσει πάντοτε της Αρχής, ο κ. Κων/νος Μενουδάκος, χωρίς να εισάγει τις καταγγελίες για κρίση στο αρμόδιο Τμήμα ή στην Ολομέλεια του Συλλογικού Οργάνου, αποφάσισε την μονομερή από τον ίδιο αρχειοθέτησή τους, χωρίς να διατάξει ποτέ έρευνα, και χωρίς να προβεί στον κολασμό διοικητικών παράβασεων, που συνιστούν ενδεχομένως και ποινικά αδικήματα.
Οι αποκαλύψεις που ήρθαν στο φως μετά την υπόθεση Michel Asimakopoulou-Gate, που όλοι θυμόμαστε ότι είχε καταθέσει και ως μάρτυρας υπεράσπισης του στενού συνεργάτη του Πρωθυπουργού, κ. Νίκου Γεωργιάδη, του οποίου η ποινική υπόθεση για ασέλγεια σε βάρος ανηλίκων παραγράφηκε με τον Νέο Ποινικό Κώδικα, ενώ σε 1ο βαθμό είχε κηρυχθεί ένοχος, ανάγκασαν την Αρχή Προστασίας και τον κ. Μενουδάκο να αναλάβει δραστικές πρωτοβουλίες, που όλοι περιμένουμε εάν θα καταλήξουν σε ολοκληρωτική κάθαρση, καθώς πάντοτε υπάρχει και το ενδεχόμενο κυρώσεων από την Ευρωπαϊκή Αρχή, λόγω της μη πρέπουσας προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, στην χώρα μας.
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι η Αρχή Προστασίας δεν θα κινηθεί στην λογική του Πόντιου Πιλάτου, όπως έπραξε με την υπόθεση των παράνομων υποκλοπών και τις εταιρείες του παράνομου λογισμικού υποκλοπών, για τις οποίες η έρευνα που διενήργησε χαρακτηρίζεται για όσους γνωρίζουν καλά -ακόμη και από Αμερικανούς- ως παντελώς ανεπαρκής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, οι εξελίξεις για το θέμα, εντός κι εκτός συνόρων, θα είναι συνταρακτικές.