Ευάγγελος Γεωργίου
Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν διακήρυξε την 25η Μαρτίου 2023 «ως ελληνική Ημέρα Ανεξαρτησίας και Εθνική Ημέρα Εορτασμού και της Αμερικανικής Δημοκρατίας» η οποία, όπως είπε, «σηματοδοτεί τα 202 έτη φιλίας μεταξύ της σύγχρονης Ελληνικής Δημοκρατίας και των ΗΠΑ». Η αλήθεια είναι όμως λίγο… διαφορετική.
Πράγματι, στα αρχικά στάδια της Ελληνικής Επανάστασης, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Τζέημς Μονρόε έγραφε (Δεκ. 1822): «Η αναφορά στους Έλληνες μάς εγείρει τα πιο ευγενή αισθήματα […], στα οποία η φύση μας -σαν λαός- έχει μια κλίση. Οι εξαιρετικές ικανότητες και η δεξιοτεχνία στις τέχνες, η ανδρεία στη μάχη, ο ενθουσιώδης ζήλος και η προσήλωση στην ελευθερία, όλα αυτά μας θυμίζουν την αρχαία Ελλάδα. Ήταν επομένως φυσικό η επανεμφάνιση αυτού του λαού, με το χαρακτήρα που διέθετε και στο παρελθόν, υπεραμυνόμενου των ελευθεριών του, να προκαλέσει αισθήματα βαθιάς συμπάθειας, τα οποία έχουν ήδη εκδηλωθεί σε όλες τις πολιτείες. Καλλιεργούμε την ελπίδα ότι αυτός ο λαός θα κερδίσει την ανεξαρτησία του και θα ανακτήσει μια ίση θέση ανάμεσα στα υπόλοιπα έθνη της γης».
Αυτές ήταν απλά προσωπικές απόψεις, αλλά η πολιτική ήταν και είναι κάτι διαφορετικό, διότι μπορεί να έτρεφαν πολλοί Αμερικανοί φιλελληνικά αισθήματα –τα οποία έδειχναν έμπρακτα, ακόμα και δίνοντας τη ζωή τους-, αλλά έπρεπε να αναλογιστούν και άλλους παράγοντες.
Στους κόλπους του αμερικανικού Κογκρέσου είχαν σχηματισθεί δύο διαφορετικά ρεύματα σκέψης. Από τη μια ήταν οι ιδεαλιστές φιλέλληνες που απαιτούσαν άμεση επέμβαση υπέρ των Ελλήνων και από την άλλη ήταν οι οπαδοί της αυστηρής ουδετερότητας – τουλάχιστον.
Οι γερουσιαστές που υποστήριξαν ένθερμα την ιδέα ακόμα και μιας ένοπλης αρωγής στους Έλληνες συσπειρώθηκαν γύρω από τον γερουσιαστή Ντάνιελ Ουέμπστερ, που αντιπροσώπευε που αντιπροσώπευε το Νιού Χάμσαϊρ και τη Μασαχουσέτη. Ο Ουέμπστερ ξεσπάθωνε στο Κογκρέσο πιστεύοντας πως η χώρα του δε θα έπρεπε να παραμείνει άπραγη τη στιγμή που ένας διψασμένος για ελευθερία λαός αντιμαχόταν μια καταπιεστική αυτοκρατορία.
Τον Ιανουάριο του 1824 έθεσε ανοιχτά προς ψήφιση την πρόταση αποστολής ενός ειδικού πολιτικού απεσταλμένου ή πράκτορα στην Ελλάδα. Ο γερουσιαστής Χένρι Κλέη από το Κεντάκυ, επέμενε ότι οι ΗΠΑ θα έπρεπε να σκεφτούν σοβαρά το ενδεχόμενο αναγνώρισης της Ελλάδος ως ανεξάρτητης χώρας.
Αντίθετα ο γερουσιαστής Τζόν Ράντολφ, απευθυνόμενος στον Πρόεδρο δήλωσε: «κύριε Πρόεδρε με έκαναν μέλος αυτής της βουλής για να διαφυλάξω τα συμφέροντα του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών και όχι για να προστατεύσω τα δικαιώματα άλλων λαών… Συμφέρει στα μεγαλόπνοα σχέδιά μας για οδούς και διώρυγες;…».
Για τον Ράντολφ και τους οπαδούς του οποιαδήποτε κίνηση που θα κλιμάκωνε την ήδη έκρυθμή κατάσταση στην ανατολική Μεσόγειο θα έβλαπτε ανεπανόρθωτα τα αμερικανικά συμφέροντα. Οι «διώρυγες και οδοί» συμπεριλάμβαναν τις γενικότερες γεωστρατηγικές επιδιώξεις των ΗΠΑ σε Λατινική Αμερική και Μεσόγειο. Η οικονομική διείσδυση των Αμερικανών στη Μεσόγειο δεν άφηνε περιθώρια στον πρόεδρο Μονρόε να διαφωνήσει με τις ρεαλιστικές απόψεις του Ράντολφ.
Οικονομικά συμφέροντα ΗΠΑ στη Μεσόγειο
Στα τέλη του 18ου αιώνα στη Μεσόγειο απασχολούνταν 1200 Αμερικανοί οι οποίοι επάνδρωναν 80 έως 100 πλοία. Οι μεσογειακές αγορές απορροφούσαν το 1/6 του σίτου και των αλεύρων ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του ρυζιού και των αποξηραμένων ιχθύων έφτανε το 1/4. Δεδομένου ότι οι ευρωαμερικανικές σχέσεις δεν ήταν καλές, οι ΗΠΑ αναζητούσαν συμμαχίες με μη ευρωπαϊκές χώρες. Το σημαντικότερο πλεονέκτημα της Μεσογείου ήταν ότι εκεί κυριαρχούσε μια μη ευρωπαϊκή δύναμη, η οθωμανική αυτοκρατορία.
Εφόσον όλη η Ανατολική Μεσόγειος ήταν «οθωμανική», όλα τα λιμάνια της επικράτειάς της θα ήταν ανοιχτά στα αμερικανικά πλοία ενώ η υποανάπτυκτη οθωμανική επικράτεια θα απορροφούσε τα αμερικανικά προϊόντα. Την περίοδο 1820-1822, το εμπόριο με την Σμύρνη απέφερε στα αμερικανικά ταμεία έσοδα της τάξης του 1.000.000 δολαρίων ετησίως και ακολουθούσε ανοδικούς ρυθμούς. Η σύναψη εμπορικών σχέσεων με τους Οθωμανούς θα άνοιγε το στενό του Βοσπόρου στα αμερικανικά πλοία και την ενδεχόμενη ανάπτυξη σχέσεων με τη τσαρική Ρωσία.
Το Σεπτέμβριο του 1825 οι Αμερικανοί επιχειρηματίες της Σμύρνης καταλήφθηκαν από αισθήματα τρόμου, όταν διέρρευσε η φήμη ότι η Αμερικανική Μοίρα της Μεσογείου (πρόδρομος του 6ου Αμερικανικού Στόλου) αποβίβασε στρατεύματα στην Ελλάδα για να συνδράμουν τους Έλληνες επαναστάτες. Εάν επαληθευόταν μια τέτοια πληροφορία τότε οι περιουσίες των Αμερικανών της Σμύρνης, η αξία των οποίων ξεπερνούσε τα 200.000 δολάρια, θα κινδύνευαν από πράξεις αντεκδίκησης των Οθωμανών.
Μην τα βρούμε μπροστά μας
Πέραν όμως των οικονομικών λόγων ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζόν Άνταμς θεωρούσε παρακινδυνευμένη οποιαδήποτε παρέμβαση υπέρ των Ελλήνων. Μια τέτοια κίνηση θα προκαλούσε το μένος του συνόλου των ευρωπαϊκών δυνάμεων καθώς η ελληνική επανάσταση θεωρούνταν έμμεσα ευρωπαϊκή υπόθεση.
Εάν οι ΗΠΑ επενέβαιναν σε ένα καθαρά ευρωπαϊκό ζήτημα (όπως θεωρούνταν οτιδήποτε σχετικό με την Οθωμανική Αυτοκρατορία) τότε θα έδιναν αφορμή στις ευρωπαϊκές δυνάμεις να επέμβουν και αυτές στην αμερικανική ήπειρο για να αποκαταστήσουν τις αποικίες τους.
«Δόγμα Μονρόε»
Αυτή η θέση του παντοδύναμου Αμερικανού υπουργού υιοθετήθηκε τελικά από τον Μονρόε, ενώ αποτέλεσε και τη σημαντικότερη αρχή της αμερικανικής πολιτικής όπως αυτή χαράχθηκε το Δεκέμβριο του 1823. Τότε ήταν που ο Μονρόε, με διάγγελμά του στο Κογκρέσο, εγκαινίασε το περίφημο «Δόγμα Μονρόε».
Η νέα αυτή πολιτική θα έθετε φραγμούς σε περαιτέρω ευρωπαϊκές παρεμβάσεις στην αμερικανική ήπειρο ενώ από την άλλη θα απέκλειε οποιαδήποτε ανάμιξη των ΗΠΑ σε καθαρά ευρωπαϊκές υποθέσεις.
Συνεπώς «τα μεγαλόπνοα σχέδια για οδούς και διώρυγες» του Ράντολφ θα μπορούσαν να εφαρμοστούν ανεμπόδιστα στην Αμερική καθώς οι Ευρωπαίοι δεν θα εμπλέκονταν εκεί χάρη στο Δόγμα Μονρόε. Ο αμερικανός πρόεδρος, επιδιώκοντας να διατηρήσει ένα φιλελεύθερο προφίλ χωρίς όμως να προκαλέσει τις Μεγάλες δυνάμεις, αναφέρθηκε στην ελληνική επανάσταση ως εξής: «Από καιρό υπάρχει μια ισχυρή ελπίδα που στηρίζεται στον ηρωικό αγώνα των Ελλήνων ότι θα επιτύχουν στην προσπάθειά τους και θα ανακτήσουν ίση θέση μεταξύ των εθνών της γής».
Ο Adams από τη μεριά του κρατώντας το ίδιο χαμηλούς τόνους με τον πρόεδρο αρκέστηκε να δηλώσει ότι «εάν η πορεία των γεγονότων καταστήσει τους Έλληνες ικανούς να οργανωθούν σε ένα ανεξάρτητο κράτος οι ΗΠΑ θα είναι εκ των πρώτων, οι οποίοι…θα αποκαταστήσουν διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις».
Υπερίσχυσαν τα συμφέροντα
Συνεπώς η αμερικανική ηγεσία παρά τη φιλελληνική στάση του αμερικανικού λαού και κάποιων επιφανών πολιτικών, όπως ο Clay, πήρε σαφείς αποστάσεις από την ελληνική επανάσταση για να προστατεύσει τα οικονομικά και πολιτικά της σχέδια. Το 1829 ο Άνταμς θα άφηνε το Λευκό Οίκο ενώ ο νέος “ένοικος” θα επανέφερε την αμερικανική πολιτική στην φιλοτουρκική της γραμμή.
Ο καθηγητής διεθνών σχέσεων Παναγιώτης Ήφαιστος έχει γράψει σχετικά πως «η ισχυρή υποστήριξη στην αμερικανική κοινή γνώμη και η υιοθέτηση της υπόθεσης των Ελλήνων από πολιτικούς του διαμετρήματος Ουέμπστερ, δεν ήταν αρκετά για να επηρεάσουν την ηγεσία να προσαρμόσει ανάλογα τις επιλογές της. Το αυξανόμενο εμπόριο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία ζύγιζε πολύ περισσότερο από τον ιδεαλισμό στον καθορισμό των τελικών εξωτερικών επιλογών».
Ο νέος Πρόεδρος Άντριου Τζάκσον, ένας σκληροτράχηλος βετεράνος στρατηγός –που εξολόθρευσε χιλιάδες Ινδιάνους- ήταν αποφασισμένος να μην επιτρέψει στο φιλελληνικό λαϊκό αίσθημα να εμποδίσει τη σύναψη μιας οθωμανοαμερικανικής συμφωνίας.
Τελικά το Μάιο του 1830 οι ΗΠΑ κατάφεραν να υπογράψουν την περίφημη Συνθήκη Ναυτιλίας και Εμπορίου με την Πύλη. Όλα τα λιμάνια της Ανατολικής Μεσόγειου θα ήταν ανοιχτά στους Αμερικανούς και η υποανάπτυκτη Οθωμανική επικράτεια θα αποτελούσε ιδανικό χώρο διάθεσης των αμερικανικών βιομηχανικών προϊόντων.
Όπως αναφέρει και ο Ιστορικός Michael Oren, το έτος 1830 θα το θυμόμαστε σαν το σημείο καμπής στις σχέσεις της Αμερικής με την Μέση Ανατολή. Τότε οι ΗΠΑ κατάφεραν να εγκαινιάσουν πολιτικές και εμπορικές σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία επι ίσοις όροις με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός άρχισε να κάνει τα πρώτα του βήματα στην περιοχή.