Οι δολοφόνοι κυκλοφορούν ελεύθεροι. Δεν έχει κατηγορηθεί κανείς μέχρι σήμερα και αυτό βαρύνει το κυπριακό κράτος.
Ο Δώρος, ένας νέος άνθρωπος, ιδεολόγος, ποιητής, αγωνιστής, αντιστασιακός, οργανωμένος στην ΕΔΕΝ, δολοφονήθηκε για τις ιδέες και τη δράση του, από τους ανθρώπους που κατέστρεψαν την Κύπρο, που άνοιξαν τον δρόμο στην Τουρκία να εισβάλει. Από την χούντα και την ΕΟΚΑ Β΄.
Το πόρισμα του θανατικού ανακριτή, για τη δολοφονία του Δώρου Λοΐζου, είναι αρκούντως αποκαλυπτικό. Η Αστυνομία, τότε, έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να καλύψει το έγκλημα.
Ο Δώρος Λοΐζου δολοφονήθηκε στις 30 Αυγούστου 1974, κατά την απόπειρα κατά του Βάσου Λυσσαρίδη. Πρωί, εννέα η ώρα, σε μια πολυσύχναστη περιοχή της Λευκωσίας, οι δολοφόνοι χωρίς προφυλάξεις εκτέλεσαν την αποστολή τους. Κι όμως, η αστυνομική έρευνα δεν οδηγήθηκε στους δολοφόνους. Δεν ήταν αυτός, όπως φαίνεται, ο στόχος, να εξιχνιαστεί δηλαδή η δολοφονία.
Το πόρισμα, του θανατικού ανακριτή Αντώνη Ιωαννίδη, εκδόθηκε στις 30 Ιουνίου 1975 και καταγράφει όλα τα δεδομένα, τι έγινε και πρωτίστως τι δεν έγινε. Μια τουλάχιστον κατάθεση-κλειδί φαίνεται να μην έχει ληφθεί υπόψη.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στο πόρισμα:
«Ααπό την μαρτυρία που έχει προσαχθή ενώπιόν μου ευρίσκω ότι ο Δώρος Λοΐζου ηλικίας 30 ετών, την 30/8/74 και ώρα 9 π.μ. περίπου οδηγούσε το αυτοκίνητο DE 223 έχων ως επιβάτας εντός του αυτοκινήτου την σύζυγον του Βαρβάρα Λοΐζου, η οποία καθόταν δίπλα του και τον Πρόεδρο του κόμματος ΕΔΕΚ βουλευτή Βάσο Λυσσαρίδη, ο οποίος καθόταν εις το πισινό κάθισμα του αυτοκινήτου, ενώ το αυτοκίνητον οδηγείτο εις την Γέφυρα Κάνιγγος προς το περίπτερον «ΟΧΙ» δύο άτομα εξήλθον από ένα εσταθμευμένο εις την αριστερή πλευρά του δρόμου αυτοκίνητον, το οποίον δεν έφερε αριθμούς εγγραφής και ήτο εσταθμευμένο εις το μέρος εκεί διά δυο τουλάχιστον ώρας και άρχισαν να πυροβολούν εναντίον και των τριών προσώπων με αυτόματα επιθετικά τυφέκια τύπου καλασνίκωφ.
Από τους πυροβολισμούς ο Δώρος Λοΐζου απεβίωσε επί τόπου από σοκ και αιμορραγία από τρώσι της εγκεφαλικής ουσίας από τους πυροβολισμούς που εδέχθη, ο δε Βάσος Λυσσαρίδης και Βαρβάρα Λοΐζου ετραυματίσθησαν, ένα δε άλλο πρόσωπο ο Χρυσήλιος Μαυρομάτης, ο οποίος ευρίσκετο εις κατάστημα επί της οδού Ξάνθης Ξενιέρου έναντι του περιπτέρου «ΟΧΙ» ετραυματίσθη από τους πυροβολισμούς και μετεφέρθη εις το νοσοκομείο όπου απεβίωσε την 3/9/74 από τα τραύματα του».
Για την υπόθεση κατέθεσαν 11 μάρτυρες, τρεις από αυτούς ήταν αυτόπτες: Ο Λυσσαρίδης, η Βαρβάρα και ο Νίκος Δημητρίου, ο οποίος ήταν οδοκαθαριστής του Δήμου Λευκωσίας. Σύμφωνα με το πόρισμα, ο Νίκος Δημητρίου, ο οποίος ήταν πολύ κοντά στη σκηνή των πυροβολισμών δεν αναγνώρισε κανένα. Ήταν, όμως, βέβαιος ότι «τα πρόσωπα εντός του σταθμευμένου αυτοκινήτου ήσαν τρεις. Εις την σκηνή των πυροβολισμών υπήρχον σύμφωνα με τας εξετάσεις της αστυνομίας 15 πρόσωπα…»
Σύμφωνα με τον θανατικό ανακριτή, η μάρτυρας Φροσούλα Θωμά Νικολάου, είπε στην κατάθεσή της ότι «μετά που ήκουσε τους πυροβολισμούς πήγε εις το μέρος του εγκλήματος και εκεί που στεκόταν είδε δίπλα της ένα οπλοφόρο ο οποίος έριξε το όπλο του εντός ενός αυτοκινήτου το οποίο σταμάτησε επ’ ολίγον μπροστά της. Τον οδηγόν του αυτοκινήτου τούτου τον αναγνώρισε και ήτο ο Π.»
Σημειώνεται πως η Φροσούλα Νικολάου έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία στις 13/9/74, τρεις ημέρες μετά που αφέθη ελεύθερος ο Π. «και όμως ουδεμία ενέργεια εκ μέρους της αστυνομίας εγένετο. Στο δικαστήριο η πλευρά της Αστυνομίας δήλωσε άγνοια για την ύπαρξη της συγκεκριμένης κατάθεσης. «Διατί ο διευθύνων εξεταστής της υποθέσεως δεν έλαβε γνώσιν της καταθέσεως της Φροσούλας Νικολάου, η οποία αφορούσε τον ύποπτον ο οποίος αφέθη ελεύθερος μόλις τρεις ημέρας δεν γνωρίζω, ουδεμία εξήγησις μου εδόθη», αναφέρει ο θανατικός ανακριτής.
Για τον ύποπτο, ο οποίος είχε συλληφθεί και αφέθηκε στη συνέχεια ελεύθερος, το πόρισμα αναφέρει:Συναγωνιστές του Δώρου Λοϊζου τιμούν την μνήμη του. Φωτογραφία Ντ. Κατσουρίδη, από το αρχείο του συγγραφέα
«Όσον αφορά τον Π. και κατά πόσον ενέχεται εις την παρούσαν υπόθεσιν, εξητάσθησαν επί μακρόν ο Ηρακλής Φράγκος και ο Φανής Δημητρίου. Ο Π. είναι και το μόνον πρόσωπο που συνελήφθη ως ύποπτος εις την υπόθεσιν αυτήν. Ούτος συνελήφθη την 9/9/74 και αφέθη ελεύθερος την 10/9/74 αφού ως εδήλωσε ο κ. Φράγκος ουδέν το ενοχοποιητικό προέκυψε εναντίον του μετά που ηλέγχθη το άλλοθι του και μετά που εκλήθη και ο μάρτυς Νίκος Δημητρίου και δεν τον αναγνώρισε».
Σημειώνεται ότι ο ύποπτος τότε εκτελούσε χρέη φρουρού πολιτικού προσώπου. Μετά τη δολοφονία του ζητήθηκε να παραδώσει το όπλον του, αλλά δεν το έπραξε καθώς δεν ανευρέθηκε. αλλά δεν ανευρέθη το όπλο που κρατούσε και δεν τον παρέδωσε. Όπως αναφέρθηκε τα όπλα κατά την πραξικοπηματική και μεταπραξικοπηματική περίοδο «εκχωρούντο ανεξελέκτως».
Επ’ αυτού του σημείου ο κ. Φανής Δημητρίου ήταν της γνώμης ότι δεν έπρεπε την 10/9/1974 να αφεθεί ελεύθερος ο Π. και έπρεπε να ζητηθεί η περαιτέρω κράτησης του καθότι ως είπε «ωρισμένα στοιχεία αντικρούουν το άλλοθι του».
Ο θανατικός ανακριτής αναφέρει πως «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το παρόν έγκλημα είναι από τα σοβαρότερα εγκλήματα. Το έγκλημα έγινε εν καιρώ ημέρας και εις εργάσιμον ημέραν, ες μίαν κεντρική οδόν της Λευκωσίας και ενώ υπήρχον αρκετά πρόσωπα εις το μέρος. Όμως η αστυνομία δεν κατόρθωσε να βρει στοιχεία που να συνδέουν οιονδήποτε πρόσωπο με το έγκλημα…»
Παράπονα για την Αστυνομία
Στο πόρισμα αναφέρεται πως «ο κ. Βάσος Λυσσαρίδης εις την μαρτυρία του εξέφρασε πολλά παράπονα εναντίον της αστυνομίας ως προς την διελεύκανσιν του εγκλήματος, και ακόμη και υποψίες ότι μέλη της αστυνομίας ενέχονται εις το έγκλημα. Όσον αφορά τας υποψίας του εναντίον της αστυνομίας ότι μέλη της ενέχονται εις το έγκλημα, δεν έχω ενώπιον μου οιανδήποτε μαρτυρία που να δικαιολογεί τας υποψίας του».
Ο φάκελος της δολοφονίας του Δώρου Λοϊζου παραμένει ανοικτός 47 χρόνια μετά. Οι δολοφονίες δεν παραγράφονται. Οι δολοφόνοι γνωστοί, εξακολουθούν να παραμένουν ελεύθεροι.
«Δύο Ανώτεροι Αξιωματικοί επέδειξαν ολιγωρία και αμέλεια καθήκοντος…»
Μετά την επιστροφή του Μακαρίου από την αυτοεξορία (Δεκέμβριος 1974), ο Βάσος Λυσσαρίδης, ενέγραψε το θέμα στην Επιτροπή Εσωτερικών της Βουλής και υπέβαλε ότι η Αστυνομία επέδειξε ολιγωρία και αμέλεια με αποτέλεσμα να μην εξιχνιασθεί η δολοφονία του Δώρου Λοΐζου και η απόπειρα κατά της ζωής του. Στη συνέχεια η Επιτροπή Εσωτερικών της Βουλής ζήτησε από το υπουργείο Εσωτερικών να υποβληθεί σχετική έκθεση.
Ο Φανής Δημητρίου, τότε προϊστάμενος του Τμήματος Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων αναφέρει στο βιβλίο του (Πολιτικά Εγκλήματα – Άγνωστες Ιστορικές Πτυχές. 1960-1978, Λευκωσία, Εκδόσεις Επιφανίου, 2007, σελ. 495-498), ότι «ο τότε Υπουργός Εσωτερικών κ. Βενιαμίν, με διέταξε να μελετήσω τον σχετικό φάκελο και να υποβάλω λεπτομερή έκθεση. Η ζητούμενη έκθεση ετοιμάσθηκε και υποβλήθηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών στην Επιτροπή Εσωτερικών της Βουλής. Κατά τις συζητήσεις της έκθεσης από την Επιτροπή Εσωτερικών είχα συνοδεύσει τον κ. Υπουργό και απαντήσαμε σε ερωτήσεις που μας υπεβλήθησαν. Τελικά η έκθεση υποβλήθηκε στον Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος γνωμοδότησε: Από την υποβληθείσα έκθεση προκύπτει ότι δυο ανώτεροι αξιωματικοί (τους κατονόμασε) της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λευκωσίας, επέδειξαν ολιγωρία και αμέλεια καθήκοντος και δύνανται να διωχθούν πειθαρχικώς.
Οι δυο ανώτεροι αξιωματικοί προσήχθησαν ενώπιον του υπό του Υπουργού Εσωτερικών διορισθέντος Πειθαρχικού Δικαστηρίου, το οποίο αφού άκουσε την προσαχθείσα μαρτυρία των δυο πλευρών, τους καταδίκασε σε 800 λίρες πρόστιμο.
Ο Δώρος, ένας νέος άνθρωπος, ιδεολόγος, ποιητής, αγωνιστής, αντιστασιακός, οργανωμένος στην ΕΔΕΝ, δολοφονήθηκε για τις ιδέες και τη δράση του, από τους ανθρώπους που κατέστρεψαν την Κύπρο, που άνοιξαν τον δρόμο στην Τουρκία να εισβάλει. Από την χούντα και την ΕΟΚΑ Β΄.
Το πόρισμα του θανατικού ανακριτή, για τη δολοφονία του Δώρου Λοΐζου, είναι αρκούντως αποκαλυπτικό. Η Αστυνομία, τότε, έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να καλύψει το έγκλημα.
Ο Δώρος Λοΐζου δολοφονήθηκε στις 30 Αυγούστου 1974, κατά την απόπειρα κατά του Βάσου Λυσσαρίδη. Πρωί, εννέα η ώρα, σε μια πολυσύχναστη περιοχή της Λευκωσίας, οι δολοφόνοι χωρίς προφυλάξεις εκτέλεσαν την αποστολή τους. Κι όμως, η αστυνομική έρευνα δεν οδηγήθηκε στους δολοφόνους. Δεν ήταν αυτός, όπως φαίνεται, ο στόχος, να εξιχνιαστεί δηλαδή η δολοφονία.
Το πόρισμα, του θανατικού ανακριτή Αντώνη Ιωαννίδη, εκδόθηκε στις 30 Ιουνίου 1975 και καταγράφει όλα τα δεδομένα, τι έγινε και πρωτίστως τι δεν έγινε. Μια τουλάχιστον κατάθεση-κλειδί φαίνεται να μην έχει ληφθεί υπόψη.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στο πόρισμα:
«Ααπό την μαρτυρία που έχει προσαχθή ενώπιόν μου ευρίσκω ότι ο Δώρος Λοΐζου ηλικίας 30 ετών, την 30/8/74 και ώρα 9 π.μ. περίπου οδηγούσε το αυτοκίνητο DE 223 έχων ως επιβάτας εντός του αυτοκινήτου την σύζυγον του Βαρβάρα Λοΐζου, η οποία καθόταν δίπλα του και τον Πρόεδρο του κόμματος ΕΔΕΚ βουλευτή Βάσο Λυσσαρίδη, ο οποίος καθόταν εις το πισινό κάθισμα του αυτοκινήτου, ενώ το αυτοκίνητον οδηγείτο εις την Γέφυρα Κάνιγγος προς το περίπτερον «ΟΧΙ» δύο άτομα εξήλθον από ένα εσταθμευμένο εις την αριστερή πλευρά του δρόμου αυτοκίνητον, το οποίον δεν έφερε αριθμούς εγγραφής και ήτο εσταθμευμένο εις το μέρος εκεί διά δυο τουλάχιστον ώρας και άρχισαν να πυροβολούν εναντίον και των τριών προσώπων με αυτόματα επιθετικά τυφέκια τύπου καλασνίκωφ.
Από τους πυροβολισμούς ο Δώρος Λοΐζου απεβίωσε επί τόπου από σοκ και αιμορραγία από τρώσι της εγκεφαλικής ουσίας από τους πυροβολισμούς που εδέχθη, ο δε Βάσος Λυσσαρίδης και Βαρβάρα Λοΐζου ετραυματίσθησαν, ένα δε άλλο πρόσωπο ο Χρυσήλιος Μαυρομάτης, ο οποίος ευρίσκετο εις κατάστημα επί της οδού Ξάνθης Ξενιέρου έναντι του περιπτέρου «ΟΧΙ» ετραυματίσθη από τους πυροβολισμούς και μετεφέρθη εις το νοσοκομείο όπου απεβίωσε την 3/9/74 από τα τραύματα του».
Για την υπόθεση κατέθεσαν 11 μάρτυρες, τρεις από αυτούς ήταν αυτόπτες: Ο Λυσσαρίδης, η Βαρβάρα και ο Νίκος Δημητρίου, ο οποίος ήταν οδοκαθαριστής του Δήμου Λευκωσίας. Σύμφωνα με το πόρισμα, ο Νίκος Δημητρίου, ο οποίος ήταν πολύ κοντά στη σκηνή των πυροβολισμών δεν αναγνώρισε κανένα. Ήταν, όμως, βέβαιος ότι «τα πρόσωπα εντός του σταθμευμένου αυτοκινήτου ήσαν τρεις. Εις την σκηνή των πυροβολισμών υπήρχον σύμφωνα με τας εξετάσεις της αστυνομίας 15 πρόσωπα…»
Σύμφωνα με τον θανατικό ανακριτή, η μάρτυρας Φροσούλα Θωμά Νικολάου, είπε στην κατάθεσή της ότι «μετά που ήκουσε τους πυροβολισμούς πήγε εις το μέρος του εγκλήματος και εκεί που στεκόταν είδε δίπλα της ένα οπλοφόρο ο οποίος έριξε το όπλο του εντός ενός αυτοκινήτου το οποίο σταμάτησε επ’ ολίγον μπροστά της. Τον οδηγόν του αυτοκινήτου τούτου τον αναγνώρισε και ήτο ο Π.»
Σημειώνεται πως η Φροσούλα Νικολάου έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία στις 13/9/74, τρεις ημέρες μετά που αφέθη ελεύθερος ο Π. «και όμως ουδεμία ενέργεια εκ μέρους της αστυνομίας εγένετο. Στο δικαστήριο η πλευρά της Αστυνομίας δήλωσε άγνοια για την ύπαρξη της συγκεκριμένης κατάθεσης. «Διατί ο διευθύνων εξεταστής της υποθέσεως δεν έλαβε γνώσιν της καταθέσεως της Φροσούλας Νικολάου, η οποία αφορούσε τον ύποπτον ο οποίος αφέθη ελεύθερος μόλις τρεις ημέρας δεν γνωρίζω, ουδεμία εξήγησις μου εδόθη», αναφέρει ο θανατικός ανακριτής.
Για τον ύποπτο, ο οποίος είχε συλληφθεί και αφέθηκε στη συνέχεια ελεύθερος, το πόρισμα αναφέρει:Συναγωνιστές του Δώρου Λοϊζου τιμούν την μνήμη του. Φωτογραφία Ντ. Κατσουρίδη, από το αρχείο του συγγραφέα
«Όσον αφορά τον Π. και κατά πόσον ενέχεται εις την παρούσαν υπόθεσιν, εξητάσθησαν επί μακρόν ο Ηρακλής Φράγκος και ο Φανής Δημητρίου. Ο Π. είναι και το μόνον πρόσωπο που συνελήφθη ως ύποπτος εις την υπόθεσιν αυτήν. Ούτος συνελήφθη την 9/9/74 και αφέθη ελεύθερος την 10/9/74 αφού ως εδήλωσε ο κ. Φράγκος ουδέν το ενοχοποιητικό προέκυψε εναντίον του μετά που ηλέγχθη το άλλοθι του και μετά που εκλήθη και ο μάρτυς Νίκος Δημητρίου και δεν τον αναγνώρισε».
Σημειώνεται ότι ο ύποπτος τότε εκτελούσε χρέη φρουρού πολιτικού προσώπου. Μετά τη δολοφονία του ζητήθηκε να παραδώσει το όπλον του, αλλά δεν το έπραξε καθώς δεν ανευρέθηκε. αλλά δεν ανευρέθη το όπλο που κρατούσε και δεν τον παρέδωσε. Όπως αναφέρθηκε τα όπλα κατά την πραξικοπηματική και μεταπραξικοπηματική περίοδο «εκχωρούντο ανεξελέκτως».
Επ’ αυτού του σημείου ο κ. Φανής Δημητρίου ήταν της γνώμης ότι δεν έπρεπε την 10/9/1974 να αφεθεί ελεύθερος ο Π. και έπρεπε να ζητηθεί η περαιτέρω κράτησης του καθότι ως είπε «ωρισμένα στοιχεία αντικρούουν το άλλοθι του».
Ο θανατικός ανακριτής αναφέρει πως «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το παρόν έγκλημα είναι από τα σοβαρότερα εγκλήματα. Το έγκλημα έγινε εν καιρώ ημέρας και εις εργάσιμον ημέραν, ες μίαν κεντρική οδόν της Λευκωσίας και ενώ υπήρχον αρκετά πρόσωπα εις το μέρος. Όμως η αστυνομία δεν κατόρθωσε να βρει στοιχεία που να συνδέουν οιονδήποτε πρόσωπο με το έγκλημα…»
Παράπονα για την Αστυνομία
Στο πόρισμα αναφέρεται πως «ο κ. Βάσος Λυσσαρίδης εις την μαρτυρία του εξέφρασε πολλά παράπονα εναντίον της αστυνομίας ως προς την διελεύκανσιν του εγκλήματος, και ακόμη και υποψίες ότι μέλη της αστυνομίας ενέχονται εις το έγκλημα. Όσον αφορά τας υποψίας του εναντίον της αστυνομίας ότι μέλη της ενέχονται εις το έγκλημα, δεν έχω ενώπιον μου οιανδήποτε μαρτυρία που να δικαιολογεί τας υποψίας του».
Ο φάκελος της δολοφονίας του Δώρου Λοϊζου παραμένει ανοικτός 47 χρόνια μετά. Οι δολοφονίες δεν παραγράφονται. Οι δολοφόνοι γνωστοί, εξακολουθούν να παραμένουν ελεύθεροι.
«Δύο Ανώτεροι Αξιωματικοί επέδειξαν ολιγωρία και αμέλεια καθήκοντος…»
Μετά την επιστροφή του Μακαρίου από την αυτοεξορία (Δεκέμβριος 1974), ο Βάσος Λυσσαρίδης, ενέγραψε το θέμα στην Επιτροπή Εσωτερικών της Βουλής και υπέβαλε ότι η Αστυνομία επέδειξε ολιγωρία και αμέλεια με αποτέλεσμα να μην εξιχνιασθεί η δολοφονία του Δώρου Λοΐζου και η απόπειρα κατά της ζωής του. Στη συνέχεια η Επιτροπή Εσωτερικών της Βουλής ζήτησε από το υπουργείο Εσωτερικών να υποβληθεί σχετική έκθεση.
Ο Φανής Δημητρίου, τότε προϊστάμενος του Τμήματος Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων αναφέρει στο βιβλίο του (Πολιτικά Εγκλήματα – Άγνωστες Ιστορικές Πτυχές. 1960-1978, Λευκωσία, Εκδόσεις Επιφανίου, 2007, σελ. 495-498), ότι «ο τότε Υπουργός Εσωτερικών κ. Βενιαμίν, με διέταξε να μελετήσω τον σχετικό φάκελο και να υποβάλω λεπτομερή έκθεση. Η ζητούμενη έκθεση ετοιμάσθηκε και υποβλήθηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών στην Επιτροπή Εσωτερικών της Βουλής. Κατά τις συζητήσεις της έκθεσης από την Επιτροπή Εσωτερικών είχα συνοδεύσει τον κ. Υπουργό και απαντήσαμε σε ερωτήσεις που μας υπεβλήθησαν. Τελικά η έκθεση υποβλήθηκε στον Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος γνωμοδότησε: Από την υποβληθείσα έκθεση προκύπτει ότι δυο ανώτεροι αξιωματικοί (τους κατονόμασε) της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λευκωσίας, επέδειξαν ολιγωρία και αμέλεια καθήκοντος και δύνανται να διωχθούν πειθαρχικώς.
Οι δυο ανώτεροι αξιωματικοί προσήχθησαν ενώπιον του υπό του Υπουργού Εσωτερικών διορισθέντος Πειθαρχικού Δικαστηρίου, το οποίο αφού άκουσε την προσαχθείσα μαρτυρία των δυο πλευρών, τους καταδίκασε σε 800 λίρες πρόστιμο.
Οι δύo υποθέσεις παραμένουν ανεξιχνίαστες (Δώρου και Χρυσήλιου). Άνθρωποι που υπηρετούσαν στην Αστυνομία τότε, ανέφεραν πως την προηγούμενη της δολοφονίας έγινε σύσκεψη συντονισμού σε γραφείο αξιωματικού της Αστυνομίας. Επίσης, μετά τη δολοφονία, ένας από τους ύποπτους παρουσιάσθηκε στο ΡΙΚ με στρατιωτικά ρούχα αναζητώντας άλλοθι. Παρουσιάσθηκε στο… καθήκον!»
Τρία πρόσωπα οι δράστες
Στις 3 Ιανουαρίου 1975 άρχισε η διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Πρώτος μάρτυρας ήταν ο Νίκος Δημητρίου, οδοκαθαριστής στο Δημαρχείο Λευκωσίας, ο οποίος εργαζόταν εκείνη την ημέρα μερικά μέτρα από τον χώρο της δολοφονίας. Ανέφερε ενώπιον του δικαστηρίου πως είχε προσέξει ότι ένα αυτοκίνητο ήταν σταθμευμένο με κατεύθυνση τη λεωφόρο Στασίνου. Εντός του αυτοκινήτου βρισκόντουσαν τρία πρόσωπα, ο οδηγός και δύο που καθόντουσαν στο πίσω μέρος.
«Ενώ εδούλευα εκεί επρόσεξα ένα ιδιωτικό αυτοκίνητο ουρανί να έρχεται από την οδόν Μπουμπουλίνας προς το «ΌΧΙ». Πρόσεξα ότι μόλις το ουρανί αυτοκίνητο πέρασε το σταθμευμένο αυτοκίνητο, κατέβηκε ένας από εκείνους που κάθονταν πίσω εις το σταθμευμένο αυτοκίνητο και άρχισε να πυροβολεί προς το αυτοκίνητο και έβλεπα τις σφαίρες που κτυπούσαν πίσω εις το ουρανί αυτοκίνητο. Θα έριξε περίπου 30 σφαίρες.
Εκατάλαβα ότι το όπλο ήταν καλασνίκωφ. Απήχε από εμένα 4-5 πόδια εκείνος που πυροβολούσε. Οι άλλοι δύο δεν κατέβηκαν από το αυτοκίνητο. Εγώ εσυνέχισα τη δουλειά μου. Μετά εκείνος που πυροβολούσε μπήκε στο σταθμευμένο αυτοκίνητο, το οποίο έφυγε προς την οδό Μπουμπουλίνας. Το αυτοκίνητο είχα προσέξει ότι δεν είχε νούμερα (αριθμούς εγγραφής). Το χρώμα του ήταν κάτι μεταξύ άσπρου και καφέ.
Ο οδηγός του αυτοκινήτου φορούσε στρατιωτικά ρούχα. Δεν είχε καπέλο. Ήτο περίπου 27-28 χρονών. Είχε μακριά μαύρα μαλλιά με γένια και μουστάκι. Εκείνος που πυροβόλησε φορούσε πολιτικά ρούχα. Θα ήταν 30 χρονών. Είχε μουστάκι αλλά ουχί γένια ή μαλλιά μακριά, μετρίου αναστήματος. Φορούσε κοντομάνικο άσπρο πουκάμισο και σκούρο παντελόνι».
Ο Νίκος Δημητρίου είπε πως πλησίασε το αυτοκίνητο και «είδα τον οδηγόν πληγωμένον εις την κεφαλήν. Μια γυναίκα δίπλα στη θέση του οδηγού και πίσω τον Βάσο Λυσσαρίδη. Η γυναίκα ήτο πληγωμένη πάνω στο χέρι. Ο οδηγός είπε «Α» και έγειρε πάνω εις την μαξιλάρα».
Ο μάρτυρας είπε πως μετά τη δολοφονία τον ρώτησε η αστυνομία «εάν ήταν εκεί» και έγραψε τα στοιχεία του. Οι αστυνομικοί, είπε, ήταν καμιά δεκαριά· μίλησαν και με άλλους (παρόντες) αλλά «δεν βλέπω κανένα από αυτούς στο δικαστήριο σήμερα. Η περίοδος που έγινε το επεισόδιο ήτο περίοδος που εφοβάτουν ο κόσμος να μιλήσει».
(Στοιχεία από το βιβλίου του Κώστα Βενιζέλου, «ΔΩΡΟΣ ΛΟΙΖΟΥ, Οι δολοφόνοι κυκλοφορούν ελεύθεροι», εκδόσεις Hippasus, Λευκωσία, 2019)
Στις 3 Ιανουαρίου 1975 άρχισε η διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Πρώτος μάρτυρας ήταν ο Νίκος Δημητρίου, οδοκαθαριστής στο Δημαρχείο Λευκωσίας, ο οποίος εργαζόταν εκείνη την ημέρα μερικά μέτρα από τον χώρο της δολοφονίας. Ανέφερε ενώπιον του δικαστηρίου πως είχε προσέξει ότι ένα αυτοκίνητο ήταν σταθμευμένο με κατεύθυνση τη λεωφόρο Στασίνου. Εντός του αυτοκινήτου βρισκόντουσαν τρία πρόσωπα, ο οδηγός και δύο που καθόντουσαν στο πίσω μέρος.
«Ενώ εδούλευα εκεί επρόσεξα ένα ιδιωτικό αυτοκίνητο ουρανί να έρχεται από την οδόν Μπουμπουλίνας προς το «ΌΧΙ». Πρόσεξα ότι μόλις το ουρανί αυτοκίνητο πέρασε το σταθμευμένο αυτοκίνητο, κατέβηκε ένας από εκείνους που κάθονταν πίσω εις το σταθμευμένο αυτοκίνητο και άρχισε να πυροβολεί προς το αυτοκίνητο και έβλεπα τις σφαίρες που κτυπούσαν πίσω εις το ουρανί αυτοκίνητο. Θα έριξε περίπου 30 σφαίρες.
Εκατάλαβα ότι το όπλο ήταν καλασνίκωφ. Απήχε από εμένα 4-5 πόδια εκείνος που πυροβολούσε. Οι άλλοι δύο δεν κατέβηκαν από το αυτοκίνητο. Εγώ εσυνέχισα τη δουλειά μου. Μετά εκείνος που πυροβολούσε μπήκε στο σταθμευμένο αυτοκίνητο, το οποίο έφυγε προς την οδό Μπουμπουλίνας. Το αυτοκίνητο είχα προσέξει ότι δεν είχε νούμερα (αριθμούς εγγραφής). Το χρώμα του ήταν κάτι μεταξύ άσπρου και καφέ.
Ο οδηγός του αυτοκινήτου φορούσε στρατιωτικά ρούχα. Δεν είχε καπέλο. Ήτο περίπου 27-28 χρονών. Είχε μακριά μαύρα μαλλιά με γένια και μουστάκι. Εκείνος που πυροβόλησε φορούσε πολιτικά ρούχα. Θα ήταν 30 χρονών. Είχε μουστάκι αλλά ουχί γένια ή μαλλιά μακριά, μετρίου αναστήματος. Φορούσε κοντομάνικο άσπρο πουκάμισο και σκούρο παντελόνι».
Ο Νίκος Δημητρίου είπε πως πλησίασε το αυτοκίνητο και «είδα τον οδηγόν πληγωμένον εις την κεφαλήν. Μια γυναίκα δίπλα στη θέση του οδηγού και πίσω τον Βάσο Λυσσαρίδη. Η γυναίκα ήτο πληγωμένη πάνω στο χέρι. Ο οδηγός είπε «Α» και έγειρε πάνω εις την μαξιλάρα».
Ο μάρτυρας είπε πως μετά τη δολοφονία τον ρώτησε η αστυνομία «εάν ήταν εκεί» και έγραψε τα στοιχεία του. Οι αστυνομικοί, είπε, ήταν καμιά δεκαριά· μίλησαν και με άλλους (παρόντες) αλλά «δεν βλέπω κανένα από αυτούς στο δικαστήριο σήμερα. Η περίοδος που έγινε το επεισόδιο ήτο περίοδος που εφοβάτουν ο κόσμος να μιλήσει».
(Στοιχεία από το βιβλίου του Κώστα Βενιζέλου, «ΔΩΡΟΣ ΛΟΙΖΟΥ, Οι δολοφόνοι κυκλοφορούν ελεύθεροι», εκδόσεις Hippasus, Λευκωσία, 2019)