Κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία.
Το προλογικό σημείωμα του βιβλίου.
Το ανά χείρας ιστορικό δοκίμιο δεν επιχειρεί προφανώς μία εξαντλητική ιστορική καταγραφή των τόσο πυκνών άλλωστε γεγονότων μιας διαδρομής 200 χρόνων, αλλά αποτελεί μία προσπάθεια διαγραμματικής συναγωγής των κυριότερων συμπερασμάτων αυτής της διαδρομής – πάντα όμως μέσα από την παράθεση των ιστορικών γεγονότων. Δεν πρόκειται δηλαδή για ένα δοκίμιο προβληματισμών πάνω στην Επανάσταση και τη συνέχειά της στο νεώτερο ελληνικό κράτος, αλλά τα συμπεράσματα και οι διαπιστώσεις επιχειρείται να συνάγονται από τα ίδια τα ιστορικά γεγονότα﮲ σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, η μελέτη των ιστορικών δεδομένων ανέτρεψε άρδην κάποιες από τις απόψεις του συγγραφέα. Επί πλέον δε, λόγω της συνοπτικότητας της παρουσίασης, σε κάθε κεφάλαιο επιμένω κατ' εξοχήν σε εκείνα τα γεγονότα που θεωρώ τα πλέον χαρακτηριστικά. Στην περίοδο 1830-1909, επικεντρώνομαι στην Κρητική Επανάσταση και τις πατριωτικές οργανώσεις· σε εκείνη του 1922-1940, στο προσφυγικό ζήτημα και τη γενιά του '30, κ.ο.κ.
Το δοκίμιο περιλαμβάνει δύο άνισα σε έκταση μέρη: Το πρώτο και εκτενέστερο, «Η Μεγάλη Ιδέα», αφορά στην περιγραφή της μακράς ελληνικής επανάστασης εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας που αρχίζει από το 1821 και ολοκληρώνεται στα 1919-1920﮲ όταν φάνηκε προς στιγμήν πως αυτή η μακρά επανάσταση –η Μεγάλη Ιδέα– θα γνώριζε ένα αίσιο τέλος, αλλά, σχεδόν ταυτόχρονα, το 1922, θα γνωρίσει τη μεγάλη διάψευση.
Το δεύτερο μέρος, Ο εμφυλιακός ιδεασμός, αφορά την περίοδο 1922-2021, το έθνος ως κράτος, καθώς ο λίγο πολύ σταθεροποιημένος γεωγραφικά ελληνισμός δοκιμάζει να βρει τη θέση του στον κόσμο των εθνών και της παγκοσμιοποίησης. Ωστόσο η ενοποίηση του ελληνικού παλιμψήστου παρέμεινε ανολοκλήρωτη, καθώς υπερείχε η εμφύλια διαμάχη· τελικώς ο ελληνισμός θα βρεθεί και πάλι απέναντι στον ίδιο αντίπαλο που τον απειλεί πλέον με την ακύρωση των επαναστατικών κατακτήσεων της περιόδου 1821-1920.
Το πρώτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους αφορά στις προϋποθέσεις της Επανάστασης –οικονομικές, πνευματικές, στρατιωτικές και πολιτικές– από το 1700, όταν αρχίζει η Ελληνική Αναγέννηση. Με την οικονομική και πνευματική/παιδευτική εκτίναξη του νεώτερου ελληνισμού, από τον Ευγένιο Βούλγαρι, στον Κοσμά τον Αιτωλό﮲ με την καθοριστική συμβολή της ορθόδοξης Εκκλησίας και των κοινοτήτων, των Φαναριωτών και της Επτανήσου Πολιτείας﮲ με τη συγκρότηση των πολεμικών συσσωματώσεων, την κλεφτουριά, το Σούλι, τη Μάνη﮲ με τις πρώτες οργανωτικές απόπειρες, όπως του Ρήγα Βελεστινλή, και τη μεγάλη γενική δοκιμή της Επανάστασης, τα Ορλωφικά, μέχρι τη Φιλική Εταιρεία, προετοιμάζεται η μεγάλη επαναστατική εξόρμηση του '21.
Το δεύτερο αποτελεί μία διαγραμματική περιγραφή των γεγονότων της Επανάστασης μέσα από την επικέντρωση σε τρεις μεγάλες μορφές της –οι οποίες εκφράζουν και τις κυριότερες τάσεις της–, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον Ιωάννη Καποδίστρια﮲ επιμένω δε ιδιαίτερα στις εσωτερικές αδυναμίες της Επανάστασης και την έλλειψη μιας ενιαίας ηγεσίας, που δεν θα επιτρέψουν την ολοκλήρωση των στόχων της﮲ στόχοι που δεν ήταν άλλοι από την ανασύσταση του ελληνικού κράτους του ύστερου Βυζαντίου («πάλι με χρόνους με καιρούς…»). Ωστόσο, με «αγώνες και θυσίες ακαταλογίστους», θα δημιουργηθεί ένα μικρό πρώτο ελληνικό κράτος, έστω και υπό ξένη κηδεμονία.
Το τρίτο κεφάλαιο, η «Μεγάλη Ιδέα, 1830-1909», επικεντρώνεται στους αγώνες και τις αγωνίες του αλύτρωτου ελληνισμού, από την Κρήτη έως τη Μακεδονία, και τις προσπάθειες να αναδειχθεί το λιλιπούτειο ελληνικό κράτος στον πυρήνα της εθνικής ολοκλήρωσης, απέναντι στις σειρήνες ενός ανερμάτιστου ελληνο-οθωμανικού οικουμενισμού. Η διαρκής, μετά το 1830, Κρητική Επανάσταση και εν συνεχεία οι επαναστάσεις στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και ο Μακεδονικός Αγώνας θα ανατροφοδοτούν αδιάκοπα τη Μεγάλη Ιδέα, από τον Βαλαωρίτη έως τον Αχιλλέα Παράσχο, από τον Παπαρρηγόπουλο έως τον Παλαμά, από τον Ιωάννη Κωλέττη έως τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο. Το ελληνικό κράτος – που είχε ήδη συμπεριλάβει τα Επτάνησα, την Άρτα και τη Θεσσαλία – θα μεταβληθεί, από τη δεκαετία του 1880, σε επίκεντρο του ελληνισμού της διασποράς, εκ παραλλήλου με την Κωνσταντινούπολη. Τέλος, η πτώχευση και ο πόλεμος του 1897 θα καταδείξουν την ανάγκη μιας μεγάλης και βαθιάς πολιτικής αλλαγής που θα εναρμόνιζε το πολιτικό σύστημα στις νέες γεωπολιτικές και εθνικές πραγματικότητες.
Το τέταρτο κεφάλαιο, «1909-1922-Φως και σκοτάδι», παρουσιάζει την τελευταία φάση της μακράς Ελληνικής Επανάστασης, με αφετηρία πλέον τη δυναμική του ελληνικού κράτους: Από τη μεγάλη εσωτερική ανασυγκρότηση, 1909-1912, που θα ανοίξει η επανάσταση του 1909 και η έλευση του Βενιζέλου ως εκπρόσωπου του αλύτρωτου ελληνισμού, μέχρι την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και την αδόκητη διχαστική κατάρρευση κατέναντι στο όραμα της ολοκλήρωσης στην Ιωνία και την Κωνσταντινούπολη. Το ελληνικό έθνος, που έχει πλέον μεταβληθεί σε έθνος-κράτος, τριπλασιάστηκε μεν σε σχέση με εκείνο του 1830, απώλεσε όμως την ιστορική του πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη, και την ελληνική Ιωνία.
Στο πρώτο κεφάλαιο, του δευτέρου μέρους 1922-1940, θα περιγραφεί η κυριολεκτικά υπεράνθρωπη προσπάθεια να ενσωματωθεί ο ευρύτερος ελληνισμός, που είχε ξεριζωθεί από τις πατρίδες του, και όχι μόνο ως προσφυγικοί πληθυσμοί, αλλά και πολιτισμικά: σε μια διεύρυνση του ελλαδισμού στα όρια του ελληνισμού, αλλά και του ευρωπαϊκού πολιτισμού συνολικότερα, όπως θα το εκφράσει κατ' εξοχήν η γενιά του '30.
Στην επόμενη περίοδο, 1940-1949, η μεγάλη εθνική ανάταση του «Όχι» και οι ανείπωτοι ηρωισμοί της Αντίστασης, παρά τις καταστροφές και τις εκατόμβες των νεκρών, θα μπορούσαν να αποτελέσουν το προοίμιο μιας μεγάλης λαϊκής δημοκρατικής επανάστασης﮲ όμως η χώρα θα οδηγηθεί σε ένα τραγικό και αιματηρό εμφύλιο αδιέξοδο, εξ αιτίας της αγγλικής παρέμβασης, της σμικρότητας και της αντιδημοκρατικότητας της ηγεσίας του αντιστασιακού κινήματος και, εν τέλει, της δυναμικής του πλανητικού Ψυχρού Πολέμου, ο οποίος και θα εγκαινιαστεί στην Ελλάδα. Έτσι, ο παλιός διχασμός που κατέστρεψε το όραμα της Ιωνίας θα αναβιώσει ως εμφύλια σύγκρουση και θα μείνει ανολοκλήρωτη η προσπάθεια συγχώνευσης των προσφυγικών και των εγχώριων πληθυσμών.
Στην περίοδο 1949-1974, ο ελληνισμός, –παρότι είχε απωλέσει μεγάλο μέρος των επιτευγμάτων της περιόδου 1922-1940, κατεστράφη εν πολλοίς η γενιά της Αντίστασης, η δε εξωτερική εξάρτηση κατέστη ασφυκτική– θα αρχίσει εν τούτοις μια νέα επίπονη εκσυγχρονιστική προσπάθεια και παράλληλα θα δοκιμάσει να ενσωματώσει στο ελληνικό κράτος τον κυπριακό ελληνισμό. Και παρά την ταχύτατη οικονομική ανάπτυξη και την πολιτική, πολιτιστική και πνευματική άνθηση της δεκαετίας του 1960, αυτές οι κατακτήσεις θα παραμένουν υπονομευμένες από τη μόνιμη παρουσία του εμφυλιοπολεμικού κράτους και την ξένη εξάρτηση· συναφώς δε θα ακολουθήσει η μεγάλη οπισθοχώρηση της δικτατορίας 1967-1974, που δεν θα καταστρέψει μόνο τον κυπριακό ελληνισμό, αλλά και θα επιφέρει μια μεγάλη πνευματική οπισθοδρόμηση.
Στη μακρά μεταπολιτευτική περίοδο (1974-2019) διακρίνουμε τρεις διακριτές στιγμές. Στην πρώτη (1974-1989), θα πραγματοποιηθούν πολλές πολιτικές, θεσμικές, κοινωνικές και πολιτισμικές μεταρρυθμίσεις που θα αλλάξουν ριζικά την όψη της χώρας, παρά τις όποιες αρνητικές παραμέτρους τους. Στη δεύτερη φάση (1989-2009), όταν και ενισχύονται οι πάσης φύσεως δεσμοί με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου θα συνδυαστεί με αυξημένο δανεισμό, διόγκωση των ελλειμμάτων και εξάρτηση από τους εισαγόμενους πόρους. Παράλληλα, η εμφύλια διαμάχη θα εκφραστεί ως αντίθεση ανάμεσα στον εθνομηδενισμό των ελίτ, που προκρίνουν την οριστική εγκατάλειψη του εθνικού «κελύφους», και στο λαϊκό σώμα που παραμένει συνδεδεμένο, έστω και αταβιστικά, με την εθνική ταυτότητα και ιδιοπροσωπία. Στην τρίτη φάση (2009-2019) δε, το μεταπολιτευτικό μοντέλο καταρρέει με διαστάσεις κυριολεκτικά αποκαλυψιακές, που προσομοιάζουν με τις συνέπειες ενός πραγματικού πολέμου. Στη διάρκεια αυτής της σαρωτικής κρίσης θα καταδειχθεί το πλήρες αδιέξοδο στο οποίο είχε οδηγηθεί η μεταπολίτευση, καθώς καμία κοινωνική δύναμη δεν διέθετε τη δυνατότητα να προσφέρει μια συνεκτική απάντηση στην κρίση.