Γράφει ο Μιχάλης Γιαννακίδης
Ο Henrigue Dubugras ήταν μόλις 14 ετών όταν άρχισε να λαμβάνει νομικές προειδοποιήσεις στο σπίτι του. Όσο ανεκτικοί και να ήταν οι γονείς του στις εφηβικές
ατασθαλίες του, είχαν κάθε δικαίωμα να είναι δυσαρεστημένοι με τον γιο τους, που είχε παράνομα δημιουργήσει μία αντιγραφή ενός δημοφιλούς βιντεοπαιχνιδιού, τραβώντας την προσοχή της κατασκευάστριας εταιρείας. Κι όμως, για τον νεαρό Dubugras, ο οποίος δεν είχε ιδέα τι ήταν οι πατέντες και γιατί τις είχε παραβιάσει, αυτό το βήμα στην παρανομία ήταν και το πρώτο βήμα στον δρόμο προς τα εκατοντάδες εκατομμύρια.

Σήμερα, ο Βραζιλιάνος, μόλις στα 25 του, είναι συνιδρυτής και CEO της Brex, ενός startup που θέλει να διευκολύνει την έκδοση εταιρικών πιστωτικών καρτών και αξιολογείται ήδη στα 7,4 δισεκατομμύρια δολάρια. Η προσωπική περιουσία του ίδιου και του κατά έναν χρόνο μικρότερου συνέταιρου του, Pedro Franceschi, ανέρχεται στα 400 εκατομμύρια δολάρια.

Μάλιστα, η Brex δεν είναι το πρώτο επιτυχημένο startup τους. Οι δύο φίλοι είχαν πουλήσει για μερικές δεκάδες εκατομμύρια την Pagar.me, μία εταιρεία πληρωμών, λίγο αφότου τελείωσαν το λύκειο. Αλλά όπως είπαν οι ίδιοι στο CNBC, τα σχέδια τους για την Brex είναι διαφορετικά και αφορούν την ανάπτυξη της επιχείρησης σε βάθος χρόνου. Ως τώρα, τα έχουν καταφέρει περίφημα. Συνολικά, μέσα σε τρία χρόνια, το startup τους έχει μαζέψει 940 εκατομμύρια δολάρια σε χρηματοδότηση, με επενδυτές όπως τους συνιδρυτές της Paypal, Max Levchin και Peter Thiel και τον «επιταχυντή» Y Combinator.


Όλα όμως άρχισαν από τον προγραμματισμό, τον οποίο έμαθε μόνος του ο Dubugras, χρησιμοποιώντας το διαδίκτυο. Μέσα σε δύο χρόνια, είχε γίνει αρκετά καλός προγραμματιστής ώστε να φέρει στην ζωή μία δική του εκδοχή του τότε δημοφιλούς ηλεκτρονικού παιχνιδιού «Ragnarok». Το αποτέλεσμα ήταν μία προφανής αντιγραφή και προοριζόταν κυρίως για τον ίδιο και την παρέα του, μα σύντομα, όλο και περισσότερα άτομα ανακάλυψαν την ύπαρξη του. Μέχρι που έμαθαν για αυτήν και οι αρχές.

Μετά από ένα κήρυγμα από την μητέρα του, ο Dubugras άφησε την πειρατεία, όντας, πλέον, μερικές δεκάδες χιλιάδες δολάρια πλουσιότερος. Με αυτό το κεφάλαιο, θα ίδρυε το πρώτο του start-up: Μία πλατφόρμα που θα βοηθούσε άλλους βραζιλιάνους σαν αυτόν, με όνειρο να σπουδάσουν στις ΗΠΑ, στην προετοιμασία τους για τις εισαγωγικές εξετάσεις στα αμερικανικά πανεπιστήμια. Η ιδέα του δεν ήταν άσχημη, άλλωστε η εφαρμογή προσέλκυσε περίπου 800.00 χιλιάδες χρήστες, αλλά το πρόβλημα ήταν πως, λόγω του νεαρού της ηλικίας τους, ελάχιστοι ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν για αυτή.

Κάπου τότε, ο Dubugras γνώρισε τον Pedro Franceschi, που αλλού, στο διαδίκτυο. Και οι δυο τους ήταν νεαροί, αυτοδίδακτοι ταλαντούχοι προγραμματιστές, οπότε δεν άργησαν πολύ να γίνουν φίλοι και έπειτα, συνιδρυτές. Έτσι προέκυψε η Pagar.me, μία εταιρεία πληρωμών ή όπως την περιγράφει ο Dubugras, «η βραζιλιάνικη απάντηση σε αμερικανικά startup σαν την Stripe».

Οι δύο ακόμη έφηβοι δεν θα έμεναν για πολύ στο τιμόνι της, πουλώντας το startup προτού και οι δύο αναχωρήσουν για το Stanford, το πανεπιστήμιο των ονείρων του Dubugras. Δυστυχώς για εκείνον, η κολεγιακή εμπειρία δεν ήταν όσο συναρπαστική θα ήθελε ή θα περίμενε. Όταν, λοιπόν, χτύπησε το τηλέφωνο του με μία πρόταση από τον περίφημο «επιταχυντή» των startup, Y Combinator, εκείνος και ο Franceschi αποφάσισαν να αφήσουν τις σπουδές τους και να ιδρύσουν μία νέα εταιρεία.

Μην ξέροντας με τι ακριβώς ήθελαν να ασχοληθούν και με μία περίσσεια δόση αλαζονείας, ίδρυσαν την Brex ως μία εταιρεία VR( Εικονική Πραγματικότητα). «Δεν γνωρίζαμε τίποτα για τις πληρωμές και τα πήγαμε μια χαρά, οπότε μπορούμε να μάθουμε και για το VR», σκέφτηκαν λανθασμένα. Μερικές εβδομάδες αργότερα και αφότου παρατήρησαν ότι αρκετές νεοσύστατες επιχειρήσεις δυσκολεύονταν στην εκδοχή εταιρικών πιστωτικών καρτών, η Brex είχε πάρει την σημερινή κατεύθυνση της».

Στην ιστοσελίδα της, η Brex γράφει πως στο σύγχρονο, διασυνδεδεμένο κόσμο, ένας επιχειρηματίας πρέπει να μπορεί να βγάλει μία νέα πιστωτική κάρτα με την ίδια ταχύτητα στην οποία μπορεί κανείς να ανοίξει μία ηλεκτρονική διεύθυνση. Επιπλέον, όταν εξετάζει πιθανούς πελάτες, το startup με έδρα το Σαν Φρανσίσκο δεν εστιάζει στο πιστωτικό ιστορικό τους, αλλά στο πόσα χρήματα έχουν μαζέψει από επενδυτές.

Βέβαια, δεν είναι λες και ο Dubugras και ο Franceschi δεν αντιμετώπισαν δυσκολίες μέχρι να φτάσουν στον πιο πρόσφατο επενδυτικό γύρω των 400 εκατομμυρίων δολαρίων που εκτόξευσε την αξία της Brex πάνω από τα επτά δισεκατομμύρια. 

Στα πρώτα της στάδια, η πανδημία τους ανάγκασε να απολύσουν το 17% των υπαλλήλων τους. Ευτυχώς για εκείνους, τα εθνικά lockdowns τελικά οδήγησαν στην άνθιση της διαδικτυακής οικονομίας. Σήμερα, η Brex φαίνεται να κινείται και πάλι στην σωστή κατεύθυνση και πλέον, ψάχνει για άλλη μία φορά νέους υπαλλήλους.  
 
Top