Οι δηλώσεις του αντιπρόεδρου της τουρκικής κυβέρνησης Οκτάι και του αχυράνθρωπου της Άγκυρας, Τατάρ, ενόψει της πενταμερούς άτυπης διάσκεψης για το Κυπριακό ότι μόνον η λύση δύο ανεξάρτητων κρατών είναι προς συζήτηση καταδεικνύουν τον πραγματικό στόχο της Τουρκίας, που είναι η Συνομοσπονδία.
Η ελληνική πλευρά που στηρίζεται στην πεπατημένη της ηττοπάθειας στην λογική ότι προσφέροντας κάποια «δώρα» στην Τουρκία αυτή θα συνεργάζονταν για εξεύρεση λύσης, όχι μόνο δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, αλλά αντίθετα, εξώθησε αυτήν να ξεπεράσει κάθε όριο επιθετικότητας. Οι υποτελείς πολιτικοοικονομικές ελίτ της Αθήνας και της Λευκωσίας μετέτρεψαν σταδιακά ένα κορυφαίο διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής σε ένα διμερές ελληνοτουρκικό πρόβλημα.
Όλα αυτά τα χρόνια απουσίασε μια σοβαρή εθνική στρατηγική, που θα είχε ως στόχο την συνεχή διεθνοποίηση του Κυπριακού και το επίμονο αίτημα εφαρμογής του διεθνούς δικαίου και των αυτονόητων ρυθμίσεων για όλα τα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη. Σημειωτέον ότι, σήμερα στη Λευκωσία παραμένει ενεργό το μοναδικό τείχος διαίρεσης σε όλη την Ευρώπη. Αντιθέτως, υποδόρια και συστηματικά υπήρξε από τις κατώτερες των περιστάσεων ηγεσίες στην Ελλάδα και στην Κύπρο, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (Ανδρέας Παπανδρέου και Τάσσος Παπαδόπουλος), αποδοχή της ήττας. Έτσι, χάθηκε το ηθικό πλεονέκτημα και δόθηκε έμμεση νομιμοποίηση στον Αττίλα.
Ενόψει αυτής της θλιβερής πραγματικότητας απαιτείται η συγκρότηση μιας νέας εθνικής στρατηγικής του Ελληνισμού, που θα λαμβάνει υπόψη τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις στην περιοχή, τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων και την υπέρβαση των δύο αντιτιθέμενων ιδεολογημάτων, που σύμφωνα με τον κορυφαίο στοχαστή Παναγιώτη Κονδύλη, παρακωλύουν την κατάστρωση και την εφαρμογή μιας νηφάλιας εθνικής στρατηγικής. Δηλαδή «τα ασαφή και αποδυναμούμενα στοιχεία ενός γηγενούς εθνικισμού και τα εξίσου ασαφή, αλλά ενισχυόμενα αναμασήματα ενός ξενόφερτου ειρηνισμού και οικουμενισμού». Αυτή η εθνική στρατηγική θα πρέπει να έχει ως πυρήνα το αξίωμα ότι οι γεωπολιτικές παράμετροι και τα εθνικά συμφέροντα καθορίζουν την εξωτερική πολιτική, και όχι το παρελθόν, η φυλή και ο πολιτισμός.
Για το Κυπριακό, προϋπόθεση της λύσης είναι η πλήρης διεθνοποίησή του, αυτή δε, πρέπει να στηρίζεται στις ακόλουθες Αρχές, που είναι σύμφωνες με τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Πρώτον: Η Κύπρος πρέπει να είναι ενιαία, ανεξάρτητη και κυρίαρχη με την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής και των εποίκων, και όχι συγκεκαλυμμένη αποικία ή προτεκτοράτο ξένων δυνάμεων.
Δεύτερον: Θα πρέπει να εφαρμοστούν οι βασικές δημοκρατικές Αρχές της συγκρότησης των σύγχρονων κρατών, που είναι η λαϊκή κυριαρχία και η δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας, με παράλληλη απόλυτη προστασία όλου του πληθυσμού της Κυπριακής Δημοκρατίας, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, και ως τέτοια αυτονόητη πράξη είναι η επιστροφή όλων των προσφύγων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στα σπίτια τους.
Μόνο έτσι μπορεί να υπάρξει «Ιθάκη» στη σύγχρονη «Οδύσσεια» της Κύπρου, που ξεκινάει από την αγγλική αποικιοκρατία, τη Συνθήκη της Ζυρίχης, την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από τη Χούντα των Αθηνών, την προδοσία του 1974 με την εισβολή και κατοχή, την καταπάτηση των νομίμων δικαιωμάτων και των δύο κοινοτήτων και την πρόσφατη προσβολή της ΑΟΖ από τον «Αττίλα ΙΙΙ».
Κρίσιμη προϋπόθεση για τα παραπάνω αποτελεί η συμπεριφορά της Ελλάδας. Αυτή πλέον οφείλει να συμπαρασταθεί έμπρακτα στην Κύπρο, γιατί η άποψη ότι η Ελλάδα και οι Έλληνες πρέπει να είναι παρατηρητές και απλοί συμπαραστάτες εκ του μακρόθεν είναι ανιστόρητη και επικίνδυνη. Και αυτό, γιατί στην Κύπρο χτυπάει η καρδιά του Ελληνισμού και δοκιμάζεται η αντοχή του. Οποιαδήποτε αρνητική εξέλιξη και αποδοχή νέων τετελεσμένων, που επιδιώκουν οι νεο-οθωμανοί μέσω της πενταμερούς, θα σημάνει μαθηματικά υποχώρηση και στα άλλα εθνικά μέτωπα, δηλαδή στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Θράκη, που αποτελούν το στρατηγικό στόχο της αναθεωρητικής και επικίνδυνης σήμερα Τουρκίας.
Ως εκ τούτου, απαιτείται η αποτρεπτική στρατηγική της Ελλάδας, να περιλαμβάνει απαρεγκλίτως την ασφάλεια της Κύπρου. Γι’ αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμη η επικείμενη απόφαση της αγοράς των νέων φρεγατών του πολεμικού ναυτικού αφενός να ικανοποιεί τον όρο της δυνατότητας αυτών για άμυνα περιοχής (π.χ. Belharra), έτσι ώστε να είναι σε θέση να αποτελέσουν την ομπρέλα για την ασφάλεια της Κύπρου και των συμφερόντων του Ελληνισμού στην Ανατολική Μεσόγειο και αφετέρου να αποτελεί τη βάση σύναψης σοβαρής αμυντικής συνεργασίας της Ελλάδος με τη χώρα παραγωγής τους.
Η ελληνική πλευρά που στηρίζεται στην πεπατημένη της ηττοπάθειας στην λογική ότι προσφέροντας κάποια «δώρα» στην Τουρκία αυτή θα συνεργάζονταν για εξεύρεση λύσης, όχι μόνο δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, αλλά αντίθετα, εξώθησε αυτήν να ξεπεράσει κάθε όριο επιθετικότητας. Οι υποτελείς πολιτικοοικονομικές ελίτ της Αθήνας και της Λευκωσίας μετέτρεψαν σταδιακά ένα κορυφαίο διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής σε ένα διμερές ελληνοτουρκικό πρόβλημα.
Όλα αυτά τα χρόνια απουσίασε μια σοβαρή εθνική στρατηγική, που θα είχε ως στόχο την συνεχή διεθνοποίηση του Κυπριακού και το επίμονο αίτημα εφαρμογής του διεθνούς δικαίου και των αυτονόητων ρυθμίσεων για όλα τα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη. Σημειωτέον ότι, σήμερα στη Λευκωσία παραμένει ενεργό το μοναδικό τείχος διαίρεσης σε όλη την Ευρώπη. Αντιθέτως, υποδόρια και συστηματικά υπήρξε από τις κατώτερες των περιστάσεων ηγεσίες στην Ελλάδα και στην Κύπρο, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (Ανδρέας Παπανδρέου και Τάσσος Παπαδόπουλος), αποδοχή της ήττας. Έτσι, χάθηκε το ηθικό πλεονέκτημα και δόθηκε έμμεση νομιμοποίηση στον Αττίλα.
Ενόψει αυτής της θλιβερής πραγματικότητας απαιτείται η συγκρότηση μιας νέας εθνικής στρατηγικής του Ελληνισμού, που θα λαμβάνει υπόψη τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις στην περιοχή, τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων και την υπέρβαση των δύο αντιτιθέμενων ιδεολογημάτων, που σύμφωνα με τον κορυφαίο στοχαστή Παναγιώτη Κονδύλη, παρακωλύουν την κατάστρωση και την εφαρμογή μιας νηφάλιας εθνικής στρατηγικής. Δηλαδή «τα ασαφή και αποδυναμούμενα στοιχεία ενός γηγενούς εθνικισμού και τα εξίσου ασαφή, αλλά ενισχυόμενα αναμασήματα ενός ξενόφερτου ειρηνισμού και οικουμενισμού». Αυτή η εθνική στρατηγική θα πρέπει να έχει ως πυρήνα το αξίωμα ότι οι γεωπολιτικές παράμετροι και τα εθνικά συμφέροντα καθορίζουν την εξωτερική πολιτική, και όχι το παρελθόν, η φυλή και ο πολιτισμός.
Για το Κυπριακό, προϋπόθεση της λύσης είναι η πλήρης διεθνοποίησή του, αυτή δε, πρέπει να στηρίζεται στις ακόλουθες Αρχές, που είναι σύμφωνες με τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Πρώτον: Η Κύπρος πρέπει να είναι ενιαία, ανεξάρτητη και κυρίαρχη με την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής και των εποίκων, και όχι συγκεκαλυμμένη αποικία ή προτεκτοράτο ξένων δυνάμεων.
Δεύτερον: Θα πρέπει να εφαρμοστούν οι βασικές δημοκρατικές Αρχές της συγκρότησης των σύγχρονων κρατών, που είναι η λαϊκή κυριαρχία και η δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας, με παράλληλη απόλυτη προστασία όλου του πληθυσμού της Κυπριακής Δημοκρατίας, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, και ως τέτοια αυτονόητη πράξη είναι η επιστροφή όλων των προσφύγων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στα σπίτια τους.
Μόνο έτσι μπορεί να υπάρξει «Ιθάκη» στη σύγχρονη «Οδύσσεια» της Κύπρου, που ξεκινάει από την αγγλική αποικιοκρατία, τη Συνθήκη της Ζυρίχης, την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από τη Χούντα των Αθηνών, την προδοσία του 1974 με την εισβολή και κατοχή, την καταπάτηση των νομίμων δικαιωμάτων και των δύο κοινοτήτων και την πρόσφατη προσβολή της ΑΟΖ από τον «Αττίλα ΙΙΙ».
Κρίσιμη προϋπόθεση για τα παραπάνω αποτελεί η συμπεριφορά της Ελλάδας. Αυτή πλέον οφείλει να συμπαρασταθεί έμπρακτα στην Κύπρο, γιατί η άποψη ότι η Ελλάδα και οι Έλληνες πρέπει να είναι παρατηρητές και απλοί συμπαραστάτες εκ του μακρόθεν είναι ανιστόρητη και επικίνδυνη. Και αυτό, γιατί στην Κύπρο χτυπάει η καρδιά του Ελληνισμού και δοκιμάζεται η αντοχή του. Οποιαδήποτε αρνητική εξέλιξη και αποδοχή νέων τετελεσμένων, που επιδιώκουν οι νεο-οθωμανοί μέσω της πενταμερούς, θα σημάνει μαθηματικά υποχώρηση και στα άλλα εθνικά μέτωπα, δηλαδή στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Θράκη, που αποτελούν το στρατηγικό στόχο της αναθεωρητικής και επικίνδυνης σήμερα Τουρκίας.
Ως εκ τούτου, απαιτείται η αποτρεπτική στρατηγική της Ελλάδας, να περιλαμβάνει απαρεγκλίτως την ασφάλεια της Κύπρου. Γι’ αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμη η επικείμενη απόφαση της αγοράς των νέων φρεγατών του πολεμικού ναυτικού αφενός να ικανοποιεί τον όρο της δυνατότητας αυτών για άμυνα περιοχής (π.χ. Belharra), έτσι ώστε να είναι σε θέση να αποτελέσουν την ομπρέλα για την ασφάλεια της Κύπρου και των συμφερόντων του Ελληνισμού στην Ανατολική Μεσόγειο και αφετέρου να αποτελεί τη βάση σύναψης σοβαρής αμυντικής συνεργασίας της Ελλάδος με τη χώρα παραγωγής τους.