Η γνωστή φράση «άλλος πλήρωσε τη νύφη», που σήμερα χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος χρεώνεται το φταίξιμο για κάτι που δεν έχει ευθύνη, έχει τις ρίζες της στην Αθήνα του 1800. Το 1843 είχε προγραμματιστεί ένας λαμπρός γάμος, μεταξύ των παιδιών δύο αρχοντικών οικογενειών. Του Γεωργίου Φλάμη, πατέρα της νύφης και του Σωτήρη Ταλιάνη, πατέρα του γαμπρού. Ο γάμος, σύμφωνα με τα ήθη της εποχής ήταν αποτέλεσμα συνοικεσίου. Οι δύο πατεράδες αποφάσισαν να ενώσουν τις οικογένειες τους, αλλά λογάριαζαν χωρίς τη νύφη. Η ιστορία θα μπορούσε να έχει τίτλο «η νύφη το ‘σκασε», καθώς η κοπέλα δεν αγαπούσε τον υποψήφιο γαμπρό, αλλά κάποιον άλλο, τον οποίο αποφάσισε να ακολουθήσει κρυφά και μάλιστα την ημέρα του γάμου.
Γαμπρός και καλεσμένοι την περίμεναν την προγραμματισμένη ημέρα και ώρα στην εκκλησία της Αγία Ειρήνης στην Πλάκα, αλλά εκείνη δεν εμφανίστηκε. Ο γαμπρός προσπάθησε να τη βρει και όταν διαπίστωσε τι είχε συμβεί ζήτησε να του επιστραφούν τα έξοδα του γάμου. Έξαλλος επισκέφτηκε τον παρ’ ολίγον πεθερό του και απαίτησε να του επιστρέψει τα δώρα που είχε κάνει στον ίδιο και τη μέλλουσα σύζυγό του, πριν από τον γάμο. Ο πεθερός αποδείχτηκε σοφά προνοητικός, αφού στο προικοσύμφωνο που είχαν υπογράψει οι δύο οικογένειες, υπήρχε ο όρος ότι τίποτα δεν θα επιστρεφόταν σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο δε γινόταν το ιερό μυστήριο. Συγκεκριμένα, το συμφωνητικό έγραφε: «δέ θά ξαναρχούτο τση καντοχή ουδενός οι μπλούσιες πραμάτιες καί τα τζόβαιρα όπου αντάλλαξαν οι αρρεβωνιασμένοι». Κανείς δεν γνωρίζει αν ο πεθερός στάθηκε τυχερός ή αν ήξερε τις προθέσεις της κόρης του, πάντως ο νεαρός Ταλιάνης, «πλήρωσε τη νύφη» χωρίς να την παντρευτεί και το πάθημά του έγινε παροιμία.