Είναι τα χρώματα, που πλημμύρισαν τον κόσμο και δίνουν άλλη πνοή στον αέρα. Είναι οι λεύκες, που έγειραν στα δεξιά να ξαποστάσουν, κοιτάζοντας αρμένικα καράβια να σαλπάρουν. Δεν πάει καιρός από τότε που χαζεύαμε τη θάλασσα σε κείνο το παγκάκι στο λόφο. Άλλοτε είχε αγέρι κι άλλοτε σιωπή χωρίς τα σφυρίγματα των δέντρων. Δεν είναι δύσκολο να βρεις αγάπες καλοκαιρινές που να χορεύουν στην άμμο.
Όλοι μας το καλοκαίρι σπάμε λουκέτα βαριά, ανοίγουμε παράθυρα και χαμογελάμε στον ήλιο. Φωτιές στην άμμο και μπαράκια που έχουν ζωή ως το χάραμα. Πόσες ανάσες; Πόσα καρδιοχτύπια; Χάνεις το μέτρημα, δεν έχει τέλος…
Αυτό το τέλος φοβάμαι κι εγώ. Ένα τέλος απότομο, αγεφύρωτο με σκέψεις χαοτικές. Όσο ταξιδεύει το μυαλό, μην τη φοβάσαι τη θάλασσα, ούτε το αερικό. Έχουν τον τρόπο τους να τα βρίσκουν, ο χορός σε φέρνει πιο κοντά σε ό,τι ονειρεύεσαι. Είναι η γρατζουνιά που αφήνεις πάνω στη γη, ο ρυθμός που δίνει αξία σε κάθε σου χτυποκάρδι. Χόρεψε την κάθε στιγμή σου, φλέρταρε με το τώρα για να δώσεις σινιάλο σε ό,τι όμορφο θέλει να ακολουθήσει το βήμα σου. Κόκκινα μάγουλα, κόκκινα χείλη βηματίζουν στο σεληνόφως.
Βήματα άλλα βαριά κι άλλα ανάλαφρα χρωματίζουν το χώμα ή τους κόκκους στην άμμο. Μυρωδιές αρμύρας, φρούτων και ξύλου καμένου. Ξυπνούν μεσημέρι και κοιμούνται το πρωί της επόμενης μέρας. Η μουσική ταρακουνά τις αισθήσεις, τα πόδια κουνιούνται χωρίς να ελέγχεις το σώμα. Παράτυπες νύχτες και τυπικές καλημέρες. Ένας άλλος κόσμος αυτός του καλοκαιριού, δε χωράει ρουτίνες και άγχη, μόνο γέλιο κι αρμύρα. Όσο υπάρχει το καλοκαίρι, μην το φοβάσαι το τέλος…
Γράφει η Ειρήνη Σταυρακάκη