Θα μπορούσαμε να γείρουμε απλώς την πλάτη μας σε μια πολυθρόνα με το βλέμμα στο ταβάνι, μια χαλαρωτική μουσική να διαχέεται στον χώρο, να βάλουμε ένα κρασάκι και να τα πούμε με τον εαυτό μας ήσυχα κι ωραία, κι όσο μπορούμε μ’ αλήθεια. Αν κι ο συνδυασμός αυτών φαντάζει εξωφρενικά δύσκολος θ’ άξιζε, ωστόσο, να τον δοκιμάσουμε πριν καταφύγουμε στη διαδεδομένη λύση ν’ αναζητήσουμε πρόθυμα αφτιά να μας ανακουφίσουν κι έπειτα ευγενικά στόματα να μας καθησυχάσουν. Τη στιγμή που η αμφιθυμία κυριαρχεί μέσα μας, στις κριτικές αντιδρούμε με οργή και παραξενιά. Γι’ αυτό την ώρα της τρικυμίας δε θ’ απευθυνθούμε απαραίτητα στους στενούς φίλους μα κυρίως στους καλούς γνωστούς, τους ευαίσθητους ή στους κόλακες, σ’ όσους τέλος πάντων διαισθανόμαστε ότι δε θα μας πολυζορίσουν να απαντήσουμε στον εαυτό μας σ’ όσα αποφεύγουμε. Συμβαίνει ακριβώς για τον ίδιο λόγο που αποφεύγουμε την πολυθρόνα και την αναγκαία απομόνωση.


Οι άνθρωποι, ωστόσο, τις περισσότερες φορές προσποιούνται πως ακούν· και δεν ακούν όντως. Μας προσβάλλει μια τέτοια συνειδητοποίηση· ωστόσο παρόμοια είναι κι η δική μας συμπεριφορά. Άλλωστε, αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο κάνουν χρυσές δουλειές κι οι ψυχοθεραπευτές, κυρίως για να μ’ ακούν τους πληρώνουμε, δεν τους επιτρέπεται άλλωστε να δώσουν εκείνοι τις απαντήσεις. Ο άνθρωπος που εισακούγεται –ή που έστω θεωρεί ότι του συμβαίνει– εκείνη τη στιγμή αισθάνεται την -συνήθως τσαλαπατημένη- αυτοεκτίμησή του ν’ ανεβαίνει τα σκαλιά δυο-δυο. Ιδίως όταν αυτό που περιγράφει φαντάζει σαν δράμα· και κακά τα ψέματα συνήθως τα δράματά μας αναλύουμε, τις χαρές τις κρατάμε κρυφές, μη και μας τις κλέψουν, λες και δεν πιστεύουμε πως μας ανήκουν όντως ή πως μας αξίζουν.

Απόλυτα αφοσιωμένοι, λοιπόν, στις δραματικές μας κομεντί κάνουμε κύκλους. Κύκλους στα λεγόμενα, κύκλους στα πεπραγμένα. Κανονίζουμε βραδιές για τσιπουράκια σε παραθαλάσσια ταβερνάκια και πιάνουμε το μελόδραμα. Εκμεταλλευόμαστε εν πλήρει συνειδήσει την υπομονή των άλλων, απολαμβάνουμε την ψευδαίσθηση ότι είμαστε το κέντρο του σύμπαντος, πολλές φορές δεν αφήνουμε καν τη συζήτηση να ξεφύγει απ’ τα δικά μας άλυτα προβλήματα. Θα βρούμε μια αφορμή, μια μικρή κλωστούλα στο τελείωμα της πρότασης του άλλου για να επαναφέρουμε το θέμα πάνω μας. Μας το δικαιολογούμε ότι με τις γνώμες των άλλων ελπίζουμε πως κάπως θα ξεμπερδέψουμε απ’ τις δικές μας κλωστές που μας κάθονται στον λαιμό και πολλές φορές τους ζητάμε ακόμα και ν’ αποφασίσουν για εμάς – βεβαίως μια απόφαση που να μας εξυπηρετήσει, δηλαδή να καθυστερήσει την ανάληψη ευθύνης, να συντηρηθεί το δράμα που μας κρατά στην κοινωνική επικαιρότητα. Υπάρχουν, στ’ αλήθεια, κάποιοι που αισθάνονται κοινωνικοί ή κι αγαπητοί μόνο όταν έχουν ένα πρόβλημα να περιφέρουν και κατά συνέπεια θέματα προς συζήτηση. Ωστόσο, οι άλλοι σπανίως μας κάνουν τη χάρη, δηλαδή να μας ανακουφίσουν με διάρκεια και να μας λύσουν και τα χέρια· και δεν το κάνουν από σκοπιμότητα οι άνθρωποι μα από αδυναμία. Από κάποιες ώρες και μετά, και παρατηρήστε το, όλες αυτές οι ατέρμονες κι αδιέξοδες αναλύσεις σχεδόν πάντα καταλήγουν εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν και το φινάλε, συνήθως σε μια είσοδο πολυκατοικίας ξημερώματα, σφραγίζεται από τις φράσεις: «Αφού στο τέλος θα κάνεις του κεφαλιού σου, απορώ τι το συζητάμε!» ή αν δεν υπάρχει τόση οικειότητα μεταξύ των συνδιαλεγομένων με κάτι σαν «Όλα είναι απλά, εμείς τα περιπλέκουμε!»

Και τα δύο κλισέ συμπεράσματα κρύβουν ένα ικανοποιητικό ποσοστό αλήθειας· όχι όμως τόσο ικανοποιητικό ώστε να θεωρηθούν αντικειμενικές πραγματικότητες. Απ’ τη μία το γεγονός ότι όντως στο τέλος κάνουμε του κεφαλιού μας, υπό την έννοια ότι επαναλαμβάνουμε μοντέλα συμπεριφοράς που έχουμε υιοθετήσει στο παρελθόν, δυστυχώς συμβαίνει. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι δε θα βάλουμε ποτέ μυαλό, κι ευτυχώς όσο η ζωή συνεχίζεται έχουμε το περιθώριο να επαναλαμβάνουμε όσες φορές θέλουμε τα «λάθη» ή τα πάθη μας, αφού κατά κάποιο τρόπο απ’ αυτά αντλούμε ικανοποίηση. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι αντλούν ικανοποίηση κι οι άλλοι που ακούν ένα δράμα ν’ ανακυκλώνεται, αλλάζοντας θεματικές και συμπρωταγωνιστές αλλά νομίζω είναι σαφές ως τώρα, στις 600 και βάλε λέξεις αυτού του κείμενου, ότι δε μας πολυενδιαφέρουν επί της παρούσης οι άλλοι.
Όσο για το δεύτερο κλισέ περί της απλούστευσης των πραγμάτων και για το οποίο έχουν γραφτεί χιλιάδες αράδες ανά των αιώνων, η αλήθεια μάλλον κρύβεται στην απλούστευση που αποκαλύπτεται μετά την τρικυμία. Όντως όταν αποκαμωμένος πλέον απ’ το πολύμηνο κοπιαστικό ταξίδι πιάσεις στεριά κι ατενίζεις τον ωκεανό από απόσταση σου φαίνεται γαλήνιος. Την ώρα που βλέπεις τη στεριά όλο να πλησιάζει κι όλο ν’ απομακρύνεται την απλούστευση δεν μπορείς να τη διακρίνεις κι ίσως και να μην πολυθές, γιατί εκτός από εκείνους που αισθάνονται κοινωνικοί ή αγαπητοί μόνο όταν περιφέρουν έναν πρόβλημα υπάρχουν κι εκείνοι που μόνο υπό τέτοιες συνθήκες αισθάνονται ζωντανοί. Είναι το λεγόμενο «αγχώνομαι που δεν έχω κάτι ν’ αγχωθώ» κι αν και συχνότατα λέγεται με διάθεση χιουμοριστική κι αυτοσαρκαστική δεν κρύβει από πίσω του τίποτα το αστείο ή έστω το χαριτωμένο.

Όλες οι φοβίες σε μια δεύτερη και τρίτη ανάγνωση καταλήγουν σε μία. Στην υπαρξιακή αγωνία, στον φόβο του θανάτου. Ο άνθρωπος, ίσως το μοναδικό ον με συνείδηση της θνητότητάς του, απ’ τη στιγμή που θα μάθει ότι το πάρτι έχει ημερομηνία λήξης αρχίζει ν’ αγωνιά γι’ αυτή τη λήξη. Όσο οι δεκαετίες προχωρούν περνά απ’ τις γνωστές κρίσεις, των 30, των 40, των 50. Κάνει τα μαθηματικά να βγουν οι πράξεις, υπολογίζει τα ποσοστά να δει πόσος χρόνος του απομένει, αρχίζει από ένα σημείο κι έπειτα ν’ αγχώνεται για τριγλυκερίδια, να τρέχει για τσεκ-απ, να θέλει να καλύψει τον λεγόμενο χαμένο χρόνο. Δεν αντιδρούν όλοι με τον ίδιο τρόπο στον φόβο, σπάνια έως απίθανα όμως να συναντήσεις άνθρωπο που δεν τον έχει. Άλλος θα επιλέξει να ζήσει μια ζωή σε συνθήκες εργαστηρίου, αποστειρωμένες κι οργανωμένες. Αποστειρωμένος κι οργανωμένος συνήθως θα ‘ναι κι ο ίδιος. Άλλος θα πάει στο άκρο των διαρκών συγκινήσεων, της ξέφρενης καθημερινότητας, του εθιστικού ρίσκου. Κι οι δύο το ίδιο ακριβώς προσπαθούν να επιτύχουν, να ξεγελάσουν τον χάρο, να τους ξεχάσει, να κάνει μια εξαίρεση για την περίπτωσή τους. Ο πρώτος ποντάρει στην καλή συμπεριφορά κι ευελπιστεί σε ιδιαίτερη μεταχείριση κι ο δεύτερος τον αντιμετωπίζει με θράσος και τυχοδιωκτισμό τρέφοντας την πεποίθηση ότι ακόμα κι αν ο χάρος δεν του κάνει τη χάρη, κάπως θα καταφέρει ο ίδιος να τον κοροϊδέψει. Είναι κάπως ειρωνικό ότι συχνά ο χάρος κι ο Θεός στις συνειδήσεις δείχνουν να ταυτίζονται, κι είναι ακόμα πιο ενδιαφέρον ότι οι προσδοκίες μας απέναντί τους μοιάζουν μ’ εκείνες που έχουμε από τους πατέρες μας. Αν ρωτήσεις πάντως, είτε τον αποστειρωμένο είτε τον ριψοκίνδυνο, κανένας απ’ τους δύο δεν είναι ευτυχισμένος. Ο μεν γιατί φοβάται ότι ξεχνιέται απ’ τη ζωή και την ξεχνάει εξίσου κι ο δε, γιατί φοβάται ότι ξοδεύεται και πως παρά τις διαρκείς αναζητήσεις το νόημα που όλο ψάχνει όλο του ξεφεύγει. Κι οι δύο θα λατρέψουν σαν μοναδικό αξίωμα που δείχνουν να μοιράζονται, το δράμα.

Μα στην πραγματικότητα αυτό που μας τρομάζει δεν είναι ο θάνατος, μα το άγνωστο. Ή μάλλον η ζωή. Σωστότερα, η άγνωστη ζωή μ’ όλες τις ανατροπές που επιφυλάσσει. Αποφευκτικοί απέναντι στο θάνατο γινόμαστε ταυτόχρονα αποφευκτικοί απέναντι στη ζωή, κι ας ξεχνιόμαστε εντέχνως στο να το αναλογιστούμε. Είτε ανήκουμε στους οργανωμένους, είτε στους παρορμητικούς, είτε σ’ οποιαδήποτε απ’ τις ανάμεσα γκρι ζώνες, μας ακολουθεί διαρκώς η ανικανοποίητη αίσθηση ότι κάτι χάνουμε, ότι κάτι στερούμαστε. Κι αυτό το κάτι συνήθως το ‘χει ο άλλος, που ταυτόχρονα πολεμάμε, μα και θαυμάζουμε. Ο αποστειρωμένος εξυπακούεται πως κρυφοζηλεύει την «έξαλλη» ζωή του ριψοκίνδυνου κι ο ριψοκίνδυνος ντρέπεται να ομολογήσει στον εαυτό του πόσες απ’ τις «σταθερές» του αποστειρωμένου του λείπουν –σκόπιμα τα εισαγωγικά και στις δύο περιπτώσεις.

Το δράμα μας και τα συνακόλουθά του σπανίως αφορούν τη ζωή που ζούμε, μα συνήθως αφορούν τη ζωή που δε ζούμε. Πενθούμε κι αργότερα επαναπαυόμαστε στο πένθος για υποθετικές πραγματικότητες, για διαψευσμένες προσδοκίες, για ενδεχόμενα ζωής που ναι μεν οραματιστήκαμε, αλλά δεν έχουμε ιδέα πώς θα ήταν όντως αν προέκυπταν. Κι ασφαλώς η καθήλωση στη δραματοποίηση μας εξυπηρετεί γιατί μας καθυστερεί, μας κάνει αναβλητικούς –άλλο ένα χαρακτηριστικό του φόβου– κι η αναβλητικότητα μας υπνωτίζει ακόμα περισσότερο, κάνοντάς μας να πιστεύουμε ότι είμαστε αθάνατοι. Θέλουμε να πιστεύουμε στην αθανασία όχι γιατί τρέμουμε τον θάνατο, αλλά για ν’ αναβάλουμε κι άλλο το να ζήσουμε, δηλαδή το ν’ αλλάξουμε, το να επιτρέψουμε στο άγνωστο να μας συστηθεί κι εμείς να σταθούμε απέναντί του προσαρμοστικοί και, κυρίως, γενναίοι. Αυτή η έλλειψη γενναιότητας είναι που μας τσακίζει, διότι παρά τα φούμαρα που μπορεί να πουλήσουμε στους άλλους, με την αυτοεξαπάτηση από κάποια ηλικία κι έπειτα είμαστε κάπως πιο υποψιασμένοι. Το ξέρει ο ριψοκίνδυνος ότι από δειλία κι όχι από άποψη δεν ησυχάζει, δε δεσμεύεται, δεν οργανώνεται. Το ξέρει ο αποστειρωμένος ότι από δειλία κι όχι από φρονιμότητα, δε ρισκάρει, δε φιλοδοξεί, δεν ανοίγεται. Κι αυτές είναι παραδοχές που δύσκολα καταπίνονται. Είναι αναγκαίο ένα ακροατήριο τις στιγμές που πάει να εμφανιστεί η άβολη αλήθεια.

Γι’ αυτό μη μας παρεξηγάτε όταν μας πιάνουν τα φλύαρα δράματά μας και συνεχίστε να προσποιείστε πως δήθεν ακούτε. Άλλωστε, δεν τα λέμε για να τ’ ακούτε εσείς. Είναι που μας στενεύει αυτή η πολυθρόνα.


Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά

 
Top