Έχω βαρεθεί να βλέπω ανθρώπους που λένε πως έχουν περάσει πολλά.

Να λένε πως ζήσανε μέσα σε μονογονεϊκή οικογένεια και τους χτύπησαν οι κρίσεις πανικού. Έχω βαρεθεί να βλέπω ανθρώπους που βγαίνουν και κλαίνε για μια γκόμενα.

Να το ρίχνουν στο ποτό, τα χάπια και τους ψυχολόγους.

Ανθρώπους που στην καλύτερή τους ηλικία, αντί να πιάσουν την πέτρα και να τη στύψουν απλά τη γλείφουν απ’ έξω, ίσα-ίσα με την ελπίδα να δροσιστούν.

Πώς λέγεται αυτό; Μιζέρια! Μία λέξη που τη λες και γεμίζει το στόμα. Ρώτα ανθρώπους γύρω σου αν είναι μίζεροι. Σίγουρα θα σου πουν πως όχι. Ρώτα τους απ’ την άλλη αν έχουν προβλήματα και σίγουρα θα σου πουν «πολλά».

Η μιζέρια δεν έρχεται όταν είσαι με φίλους, όταν πίνεις το ποτό σου κι ο μπάρμαν σου αλλάζει το τασάκι στο δεύτερο τσιγάρο που σβήνεις. Δεν έρχεται όταν είσαι μέσα στο χορό και γελάς με τις ασυναρτησίες που λέει ο καθένας, απλά και μόνο για να πει κάτι.

Έρχεται ύπουλα το βράδυ όταν ξαπλώνεις μόνος στο κρεβάτι μετά από μία «γεμάτη» μέρα με «φίλους» και σε χαλάει αυτή η σιωπή. Πλησιάζει και κάθεται μαζί σου στο πρωινό πρώτο τσιγάρο και σε τσιγκλάει να σηκώσεις το τηλέφωνο να στείλεις μήνυμα σε όποιον να ‘ναι μόνο και μόνο γιατί δεν αντέχεις τη μοναξιά.

Να τους αποφεύγεις αυτούς τους ανθρώπους. Συνήθως δεν κοιτάνε στα μάτια και δίνουν αδύναμα το αριστερό, χαλαρά, στις χειραψίες αντί για το δεξί της καρδιάς. Πάνε κι αράζουν σε μαγαζιά με τη μουσική δυνατά γιατί απλά δεν έχουν κάτι να πουν.

Αποποιούνται τις ευθύνες τους κι απαντούν συνήθως με «δεν μπορώ» γιατί δεν έχουν τ’ αρχίδια να πουν αυτό που πραγματικά θέλουν. Στην πραγματικότητα δεν ξέρουν τι θέλουν. Κι αν χαζεύουν το κενό και τους ρωτήσεις τι σκέφτεσαι, απαντούν «τίποτα».

Στην πραγματικότητα, όμως, δεν έχουν νιώσει πώς είναι το «τίποτα».


Δεν έχουν δει τους κόπους τους να τσακίζονται χωρίς να το έχουν επιλέξει αυτοί. Δεν τους έχουν παρατήσει ποτέ στα πολύ δύσκολα γιατί ο εικονικός τους κύκλος είναι τεράστιος.
Δεν έχουν κάνει τη μοναξιά φίλη. Δεν έχουν βρεθεί ν’ αράζουν στον καναπέ μόνοι με ανοιχτή την τηλεόραση και να νιώθουν καλά μ’ αυτό.

Δεν έχουν αράξει σε μια μπάρα παρέα με τον εαυτό τους να τα πουν ποτίζοντας τον Gin.

Αυτοί που έφτασαν πραγματικά στον πάτο δεν τον ακούμπησαν ποτέ γιατί είδαν τη σκατίλα του και τραβήχτηκαν με αγκώνες και γόνατα για να μη μείνουν εκεί.

Θα τους δεις να σε κοιτάζουν στα μάτια και να λένε ξεκάθαρα τι θέλουν από εσένα είτε είσαι η γκόμενα τους, είτε φίλος είτε το αφεντικό ή ο υπάλληλός τους.

Θα χαμογελάσουν όσα κι αν έχουν στο κεφάλι τους. Γιατί προβλήματα υπάρχουν πάντα αλλά γι’ αυτό υπάρχει το μυαλό, για να τα λύνει. Δε θα τους δεις ποτέ να λυγίζουν ούτε και να το βάζουν στα πόδια.


Γουστάρουν τα προβλήματά τους γιατί είναι η ζωή τους κι αυτή τη ζωή έχουν μάθει να κάνουν. Δε ζηλεύουν τα υλικά, ξέρουν μέχρι πού μπορούν να φτάσουν κι αν δεν έφτασαν ακόμη σίγουρα έχουν πλάνο για να το πετύχουν.

Όταν κοιτάζουν το άπειρο σίγουρα σχεδιάζουν κάτι. Κι αν τους ρωτήσεις θα σου πουν ένα μικρό κομμάτι του «κάτι» γιατί το μεγάλο μπορεί να μην είσαι έτοιμος να το καταλάβεις ακόμη.

Αν χρειαστεί να γίνουν κακοί, θα γίνουν.
Γιατί καλύτερα κακός μια φορά παρά μαλάκας χίλιες.

Πίσω απ’ το δικό τους «είμαι καλά» κρύβεται μια σκοτεινή πλευρά που ελάχιστοι έχουν δει και καμιά φορά ίσως και κανείς. Θα φιλοσοφήσουν μαζί σου, θα σου ανοίξουν συζήτηση αλλά στην πραγματικότητα δε θα καταλάβεις ποτέ την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα τους.

Κι αν προσπαθήσεις να μπεις πιο μέσα ή αφήσουν αυτοί μια χαραμάδα να δεις λίγο πιο μέσα απ’ το χαμόγελο, ίσως να τρομάξεις και να το βάλεις στα πόδια.

Θα σ’ αφήσουν να φύγεις γιατί σ’ έχουν διαβάσει, σ’ έχουν κόψει και σ’ έχουν ράψει εξ’ αρχής.
Απλά καμιά φορά γουστάρουν κι αυτοί λίγο ψέμα κι ελπίζουν να βγουν έστω και μία φορά λάθος.

Τα πραγματικά δύσκολα έρχονται για τους μεγάλους παίκτες. Κι αν δεν είσαι ένας απ’ αυτούς πήγαινε στην παιδική χαρά παρέα με τα υπόλοιπα ζωντόβολα και κλάψε κι εσύ για την μπάλα που χάθηκε.

Αυτά είναι προβλήματα.



Γράφει ο Γιάννης Καλαμπούκας.

αναπνοές
 
Top