«Οι πραγματικότητες των ανθρώπων κινούνται παράλληλα, καμιά φορά συμπληρωματικά, με το ψέμα και την αλήθεια του καθένα να μη μοιάζει με κανενός άλλου. Η ζωή μοιάζει με περιστρεφόμενη πόρτα που οδηγεί τον καθένα σε άλλη έξοδο, στον δικό του μοναδικό μικρόκοσμο. Ο δικός μου μικρόκοσμος είναι 15 τετραγωνικά, έχει ένα καγκελένιο κρεβάτι μέσα, δυο πορτατίφ με κρόσσια που κρέμονται στα πλάγια του και έναν καλόγερο για να κρεμιούνται τα ρούχα.

Για να βρεθείς στην πραγματικότητα κάποιου άλλου, θα πρέπει να σε πάρει από το χέρι, να περάσετε μαζί αυτή την περιστρεφόμενη πόρτα και να βρεθείτε στο ίδιο δωμάτιο, να πατήσετε μαζί το πέλμα σας σε κάθε τετραγωνικό. Στο δικό μου δωμάτιο θα πρέπει να μυρίσετε κάθε χνώτο που έχει αφεθεί ποτέ εκεί, να ακούσετε τα πνιχτά βογγητά, όλα τόσο διαφορετικά και τόσο ίδια μεταξύ τους, και να στάξει πάνω σας ο ιδρώτας όσων έχουν περάσει από εκεί μέσα.

Με λένε Μαντώ και είμαι πουτάνα. Δεν μου αρέσει η λέξη ιερόδουλη ή πόρνη και όσοι νομίζουν ότι η σκατίλα του κόσμου σταματάει να βρομάει όταν της βάζουμε ωραίο περιτύλιγμα έχουν κάνει λάθος. Μου ζήτησαν να μιλήσω για τους πελάτες μου και μου είπαν ότι θα είναι χρήσιμο. Αυτό που λέω πάντα είναι ότι μια πουτάνα είναι πάντα χρήσιμη.



Είμαι σήμερα 35 χρονών. Ήρθα στην Αθήνα από την Κρήτη στα 17 μου και για μερικά χρόνια δούλευα σε ένα φούρνο, με τρεις κι εξήντα. Ήθελα να γίνω ηθοποιός, αλλά περισσότερο ήθελα να φύγω από εκείνο το κωλοχώρι που μεγάλωσα. Όπως βλέπετε, δεν γεννήθηκα πουτάνα.Κάνω αυτήν τη δουλειά από τα 22 μου, αλλά δεν την έκανα πάντα συνειδητά. Όλα ξεκίνησαν όταν ήμουν 20 χρονών. Ήμουν ακόμα παρθένα όταν γνώρισα τον –ας τον πούμε– Κώστα, έναν τύπο εθισμένο στα χαρτιά. Ποτέ δεν ήμασταν αυτό που θα έλεγε κανείς αγαπημένοι, όμως ένιωθα ότι ανήκω κάπου, σε μια ξένη πόλη, χωρίς φίλους. Όταν άρχισε να χάνει στα χαρτιά και να χρωστάει πολλά χρήματα σε κάποιον, άρχισα να ανήκω και αλλού.

Κάποτε ήρθε ένας τύπος και μου ζήτησε να κάνω τη μαμά του, να ξαπλώσω δίπλα του, να τον πάρω αγκαλιά, να του την παίξω ενώ του λέω «χύσε, αγοράκι μου».

Μέναμε σε μια γκαρσονιέρα στου Γκύζη τότε. Ο Κώστας με παρακάλεσε κλαίγοντας να πηδηχτώ μαζί του για να ξεχρεώσει 100 ευρώ, αλλά δεν μπορούσα να πιστέψω ότι αυτό ήταν πραγματικότητα. Όταν χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού κατάλαβα ότι ζω στ’ αλήθεια μέσα σε αυτή την κατάσταση. Η πόρτα άνοιξε και είδα έναν χοντρό τύπο γύρω στα 40. Φορούσε καφέ σακάκι και μαύρο πουκάμισο. Θυμάμαι ακόμα την ιδρωτίλα που μύριζε όταν ήρθε κι έκατσε δίπλα μου, ανακατεμένη με φτηνή κολόνια. Ο γκόμενός μου πήγε και κλείστηκε στην κουζίνα. Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι την ιδρωτίλα να ανακατεύεται με το άρωμα κανέλας που ερχόταν από την τσίχλα του. Μετά σταμάτησα να μυρίζω οτιδήποτε. Σταμάτησα να ακούω, να βλέπω, να νιώθω για ένα τέταρτο. Όταν τελείωσε, έβγαλε άλλα 10 ευρώ και τα άφησε στο κομοδίνο, λέγοντας «Μου άρεσε που είσαι άβγαλτη, αυτά είναι για σένα», ενώ μετά φώναξε: «Φίλε, είμαστε εντάξει» και έφυγε.


Αυτό γινόταν για καιρό. Για όσο έχανε στα χαρτιά δηλαδή ο γκόμενος που είχα. Μετά ήρθαν κι άλλοι και έγινε λίγο σαν συνήθεια. Σταμάτησε να με πειράζει αυτό που έκανα και άρχισε να με πειράζει αυτό που έγινα. Όταν εκείνος μπήκε φυλακή, είχα παρατήσει τη δουλειά μου και έμεινα άφραγκη. Κυρίως έμεινα μόνη, οπότε ήταν δική μου επιλογή αν θα έφευγα από αυτήν τη ζωή. Δεν το έκανα, όπως βλέπετε. Μια μέρα χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού ένας από τους τύπους που έρχονταν τόσο καιρό, με βρήκε μόνη μου και μου είπε ότι θα μου έδινε χρήματα αν του καθόμουν. Τώρα το έκανα για την πάρτη μου. Συνέχισα έτσι για λίγο καιρό και μετά βγήκα στον δρόμο. Όμως εκεί είναι πολύ δύσκολο να επιβιώσεις μόνη, γι’ αυτό οι περισσότερες κοπέλες έχουν κάποιον νταβατζή για προστασία. Νομίζουν ότι αν κάτι συμβεί όταν φύγουν με κάποιον πελάτη, θα τις ψάξει αν δεν γυρίσουν πίσω. Η αλήθεια είναι πως ο νταβατζής δεν θα ανακατευτεί ποτέ, αλλά είναι τόσο ψαρωμένες που δεν το ξέρουν αυτό.



Όταν έφτασα στα 30, μια φίλη, που είναι κι αυτή πουτάνα, βρήκε δουλειά σε σπίτι, studio – όπως κι αν το πεις, μπουρδέλο είναι. Συνήθως όταν είσαι εκεί έχεις περισσότερη δουλειά, όμως είσαι ασφαλής. Δεν υπάρχει περίπτωση να βρεθείς νεκρή σε κάποιο ξενοδοχείο τουλάχιστον επειδή σε ψάρεψε κάποιος τυχαίος στον δρόμο. Πήγα κι εγώ εκεί, γιατί γλιτώνεις κι άλλα πράγματα. Καμιά φορά αυτοί που μαζεύουν πουτάνες από τον δρόμο, πάνω στην καύλα τους αρχίζουν τις σφαλιάρες. Στα μπουρδέλα δεν παίζει αυτό και το ξέρουν οι πελάτες, κι αν σου τύχει κάτι φωνάζεις και μπαίνει μέσα η τσατσά, ο μπράβος, όποιος προλάβει. Όχι ότι ενδιαφέρονται, απλώς αν γίνει κάτι μπλέκουν. Άμα είσαι χτυπημένη, ο επόμενος δεν σε γαμάει και χάνουν λεφτά. Δεν τους συμφέρει να είσαι χτυπημένη.

Τα μπουρδέλα είναι πάντα καλύτερα. Αν είναι να πας με 10 άτομα τη μέρα, ακόμη και λίγο να νιώσεις ότι σε πονάει ο άλλος, δεν το αντέχεις. Γιατί δεν είσαι εκεί από καύλα, είσαι εκεί επειδή είναι η δουλειά σου. Δεν ξέρω αν το ξέρετε, αλλά υπάρχει πολλή βία με τους πελάτες. Είναι πολλοί εκείνοι που νομίζουν ότι για 15-20 ευρώ μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν στο μουνί σου και σε όλο σου το σώμα. Όχι μόνο να σε δείρουν αλλά και να σε βρίσουν. Αν κι αυτό δεν πειράζει, γιατί εκείνη τη στιγμή δεν ακούς και πολλά. Απλώς περιμένεις να χύσει, κι αυτός και οι επόμενοι, για να πας σπίτι σου.

Οι περισσότεροι πελάτες είναι ευγενικοί. Αυτούς τους καταλαβαίνεις από τον τρόπο που μπαίνουν στο δωμάτιο. Μετά τους πρώτους χίλιους που με γάμησαν, δηλαδή, έμαθα να αναγνωρίζω τους πελάτες από μικρές κινήσεις. Αυτοί που θα σου φερθούν ευγενικά, στην αρχή είναι λες και βλέπουν πρώτη φορά γυναίκα. Δεν είναι καυλωμένοι. Μπαίνουν στο δωμάτιο και βγάζουν το παντελόνι και την μπλούζα με πολύ αργές κινήσεις, παράλληλα σου μιλάνε, σε ρωτάνε το όνομά σου, από που είσαι, διάφορα τέτοια για να σπάσει το πουτανιλίκι. Είναι αυτοί που κοροϊδεύουν τον εαυτό τους, σκέφτονται εκείνη τη στιγμή ότι κάνουν one night stand, μένουν αμίλητοι την ώρα που γαμιέστε και συνήθως είναι από πάνω σου. Δεν σε ταλαιπωρούν, σου λένε ευχαριστώ και τελειώνουν στο δεκάλεπτο. Αυτοί είναι οι αγαπημένοι μου.

Η πραγματικότητα όπως είναι, μέσα από το Newsletter του VICE Greece

Οι πουτάνες είναι θλιμμένοι άνθρωποι. Είναι δύσκολο να αντέξεις τον πούτσο κάποιου μέσα σου, αλλά μερικές φορές είναι πιο δύσκολο να σκέφτεσαι γιατί είναι εκεί. Γι’ αυτό, από ένα σημείο και μετά δεν θέλεις να ρωτάς τίποτα. Κάποτε ήρθε ένας τύπος και μου ζήτησε να κάνω τη μαμά του, να ξαπλώσω δίπλα του, να τον πάρω αγκαλιά, να του την παίξω ενώ του λέω «χύσε, αγοράκι μου». Είναι αρκετοί αυτοί που μου ζητάνε να με φωνάζουν με άλλο όνομα. Συνήθως σκέφτονται γκόμενες που γουστάρουν και δεν μπορούν να τις γαμήσουν ή τις πρώην τους. Καμιά φορά τους ξεφεύγει και με λένε αγάπη τους. Πριν από καμιά δεκαριά χρόνια, ένας κύριος γύρω στα 60, που ερχόταν συχνά πυκνά φορώντας το κουστουμάκι του, μου ζητούσε να με λέει Χριστίνα. Μια φορά τον ρώτησα γιατί με λέει έτσι και μου είπε ότι η Χριστίνα είναι μια ανιψιά του, 20 χρονών. Νομίζω πως αυτό είναι το πιο περίεργο πράγμα που μου έχει πει πελάτης. Αν και δεν ξέρω τι είναι τελικά πιο περίεργο. Να σκέφτεσαι ότι γαμάς μια πουτάνα και να σε καυλώνει που έχεις δει τους προηγούμενους και τους επόμενους ή να σκέφτεσαι ότι γαμάς μια άλλη.




Μερικοί έρχονται για να γαμήσουν και νομίζουν ότι βρήκαν τον έρωτα της ζωής τους. Έρχονται 2-3 φορές την εβδομάδα˙ από εκεί το καταλαβαίνεις. Είναι συνήθως χωρισμένοι με παιδιά ή παντρεμένοι με παιδιά που δεν τα πάνε καλά με τις γυναίκες τους. 50ρηδες οι περισσότεροι και δεν τους σηκώνεται πάντα. Μπορεί γι’ αυτό να μου λένε να βρεθούμε και έξω από εκεί και την ώρα του τσιγάρου πετάνε ατάκες όπως «δεν σου αξίζει αυτή η ζωή», «είσαι πολύ καλό κορίτσι για να είσαι πουτάνα».

Τον τελευταίο καιρό έχω μια σχέση. Δεν είναι η πρώτη, έχω ξανακάνει σχέσεις. Συνήθως δεν τους λέω τι δουλειά κάνω, εκτός κι αν θέλω να τους ξεφορτωθώ. Καμιά φορά σκέφτομαι πώς θα ήταν αν έμπαινε ο γκόμενός μου στο μπουρδέλο, όπως όλοι αυτοί που έχουν σχέση και έρχονται να γαμήσουν εκεί πέρα. Ποιος θα τσαντιζόταν περισσότερο; Εγώ που γαμάει πουτάνες ή αυτός που δουλεύω εκεί; Νομίζω ότι μισώ τους άντρες. Χύνω σπάνια και συνήθως δεν έχω όρεξη για σεξ. Περισσότερο θέλω παρέα για να πηγαίνω σινεμά. Δεν θέλω να παντρευτώ ή να κάνω παιδιά, τρομάζω μήπως κάνω κόρη και τραβήξει ό,τι τράβηξα ή μήπως κάνω αγόρι και γίνει σαν όλους αυτούς που με γαμάνε. Πολλές το κάνουν και απορώ πώς.

Για τις πουτάνες δεν υπάρχουν εραστές. Υπάρχουν μόνο καλοί και κακοί πελάτες. Οι χειρότεροι; Οι χειρότεροι είναι εκείνοι που μετά το γαμήσι μετράνε τα λεφτά για να πληρώσουν και σε ρωτάνε πώς κατάντησες έτσι».

Πηγή: Vice.gr, Συντάκτης: Άννα Νίνη
 
Top