Η ΕΣΕΕ θυμίζει ότι πριν από έναν και πλέον χρόνο οι τραπεζίτες ευελπιστούσαν ότι το 2015 θα σταματούσε η παραγωγή νέων «κόκκινων» δανείων και με βάση αυτή την εκτίμηση έκαναν τα επιχειρηματικά τους σχέδια. Ωστόσο, οι προσδοκίες για «κούρεμα» που καλλιέργησαν στους δανειολήπτες οι δανειστές και η αβεβαιότητα για την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας εκτόξευσαν τα «κόκκινα» δάνεια. Σχεδόν ένα στα δύο δάνεια έγινε «κόκκινο», με αποτέλεσμα τα stress tests της ΕΚΤ να βγάλουν νέες κεφαλαιακές ανάγκες ύψους 14,5 δισ. ευρώ για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Από τα 25 δισ. ευρώ που προέβλεπε η συμφωνία της 12ης Ιουλίου για τις τράπεζες, μόνο 6 δις ευρώ χρησιμοποιήθηκαν και αυτό είναι σημαντικό για το χρέος, αφού τελικά η επιβάρυνση του Δημοσίου είναι μικρότερη κατά 19 δισ. ευρώ ή 12% του ΑΕΠ, απ’ ό,τι αρχικά υπολογιζόταν. Είναι, επίσης, θετικό ότι με τα 4 από τα υπόλοιπα 19 δις ευρώ δημιουργείται ένα «μαξιλάρι» διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων. Από την άλλη, όμως, η μείωση του ποσοστού συμμετοχής και αξίας κατά 20 δις ευρώ του Δημοσίου στις τράπεζες, περιορίζει σημαντικά τα προσδοκώμενα έσοδα και την ισόποση διαγραφή χρέους, από μια μελλοντική διάθεση των τραπεζικών μετοχών που κατέχει το ΤΧΣ. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι και οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες βρήκαν τα χρήματα που ζητούσαν, και μάλιστα με σχετική ευκολία, αποτελεί θετική εξέλιξη για όλους πλην των παλαιών Ελλήνων μετόχων που απώλεσαν 17 δις ευρώ. Από εκεί και πέρα σώθηκαν οι καταθέτες, καθώς αποφεύχθηκε το ενδεχόμενο να «κουρευτούν» οι καταθέσεις (bail in), ενισχύθηκε η εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα και ύστερα από καιρό εκδηλώθηκε και πάλι επενδυτικό ενδιαφέρον για τη χώρα.
Η διάθεση των διεθνών επενδυτών για τις ελληνικές τράπεζες σηματοδοτεί την αλλαγή της στάσης τους απέναντι στην Ελλάδα, δείχνοντας ότι και πάλι ποντάρουν σε ευκαιρίες στο «upside» τη δυναμική «ελατηρίου» της οικονομίας. Τα νέα κεφάλαια των τραπεζών προήλθαν από παλαιούς ξένους μετόχους και καινούρια hedge funds, κατά κύριο λόγο «μικρά που αναζητούν μεγάλο trade». Άλλωστε, πρώτα έρχονται αυτού του είδους οι «επενδυτές» και στη συνέχεια, αφού σταθεροποιηθεί η οικονομία και αναβαθμιστούν οι προοπτικές της, ακολουθούν οι μεγαλύτεροι και θεσμικοί επενδυτές. Τα hedge funds που μπήκαν στις αυξήσεις των τραπεζών προσδοκούν να βγάλουν κέρδη από τα «κόκκινα» δάνεια, αφού διαθέτουν εμπειρία στη διαχείριση προβληματικών χαρτοφυλακίων και θα πιέσουν τις διοικήσεις των τραπεζών προς την κατεύθυνση αυτή. Πράγμα που σημαίνει ότι το επόμενο διάστημα θα επιταχυνθούν οι εξελίξεις σε επιχειρηματικό επίπεδο με στόχο να οδηγηθούν σε ρευστοποίηση όσες υπερχρεωμένες επιχειρήσεις δεν είναι βιώσιμες, άλλες να εξυγιανθούν και όσες είναι βιώσιμες να πωληθούν. Όσον αφορά τους ιδιώτες και το νέο πλαίσιο, προβλέπονται αυστηρότερα κριτήρια για την προστασία της πρώτης κατοικίας και επαναξιολόγηση όσων έχουν ενταχθεί στον νόμο Κατσέλη, με στόχο να υπάρξει απευθείας λύση μεταξύ τράπεζας και δανειολήπτη στεγαστικού δανείου. Προς την κατεύθυνση αυτή, η κυβέρνηση έχει αναλάβει υποχρέωση να εφαρμόσει τον κώδικα δεοντολογίας της διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων, τον οποίο έχει διαμορφώσει η Τράπεζα της Ελλάδος. Επιπλέον, οι αλλαγές στις διοικήσεις των τραπεζών με την τοποθέτηση τριών εκπροσώπων του ΤΧΣ που θα επιλεγούν από τους πιστωτές αναμένεται να δυσκολέψει τις εξελίξεις στα «κόκκινα» δάνεια, αφού θα τοποθετηθούν πρόεδροι στις επιτροπές ρίσκου, εσωτερικού ελέγχου και αμοιβών και εταιρικής διακυβέρνησης των τεσσάρων συστημικών τραπεζών που θα διαθέτουν βέτο. Η πώληση των 320.000 στεγαστικών δανείων προς το παρόν έρχεται σε «δεύτερη μοίρα» και θα αργήσει να ξεκινήσει, ώστε να εξομαλυνθεί το real estate στην Ελλάδα. Η ομαδική πώληση στεγαστικών δανείων, όχι απαραίτητα κατοικίας, ενδέχεται να ξεκινήσει το καλοκαίρι του 2016 για δάνεια συνολικής αξίας 5 δις ευρώ και άνω των 500.000 ευρώ έκαστο.
Ο συνολικός δανεισμός για επιχειρηματικά, στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια είναι 205 δις ευρώ εκ των οποίων τα 107 δις στο κόκκινο, όταν οι καταθέσεις στις τράπεζες δεν ξεπερνούν τα 122 δις ευρώ. Το σύνολο των επιχειρηματικών δανείων είναι 97 δις ευρώ, εκ των οποίων το 52% είναι «κόκκινα», δηλαδή περίπου 50 δις. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ από ένα σύνολο 120.000 επιχειρηματικών κόκκινων δανείων, οι 6.000 επιχειρήσεις έχουν καθυστερημένες οφειλές άνω του 1 εκ. ευρώ και με συνολικό δανεισμό 28,5 δις ευρώ. Για 800 μεγάλες επιχειρήσεις το σύνολο των κόκκινων δανείων ανέρχεται στα 11 δις, ενώ με τα ίδια στοιχεία μέχρι τον Σεπτέμβριο περισσότερα από 1,5 εκ. δάνεια κάθε μορφής και συνολική αξία 86,7 δις ευρώ είχαν καταγγελθεί από τις τράπεζες με καθυστέρηση άνω των 90 ημερών. Άλλωστε, αυτό είναι και το απαιτούμενο διάστημα για τη προσφορά πώλησης των «κόκκινων» δανείων σε εταιρίες διαχείρισης και 12 μήνες μετά από τη πρώτη πρόσκληση της τράπεζας στον δανειολήπτη για ρύθμιση.
Η τιμή πώλησης των «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων μπορεί να κυμανθεί μεταξύ 10 και 40 σεντς ανά ευρώ, δηλαδή από 10 έως 40% της ονομαστικής αξίας του δανείου, ανάλογα με τις εξασφαλίσεις. Αντίστοιχα, τα μη εξυπηρετούμενα καταναλωτικά δάνεια, χωρίς εξασφαλίσεις, έχουν τιμή πώλησης από 8-15%, δηλαδή 80 ευρώ για κάθε 1.000 ευρώ της ονομαστικής αξίας του καταναλωτικού δανείου. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών στη διαχείριση προβληματικών χαρτοφυλακίων, αν ξένα funds αγοράσουν «κόκκινα» δάνεια ύψους 30 δις ευρώ και κατάφερναν να εισπράξουν το 15% αυτών θα μπορούσαν να βγάζουν ετησίως κέρδη 4,5 δις ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση, τα δάνεια με υποθήκη πρώτης κατοικίας, τα επιχειρηματικά δάνεια των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και τα δάνεια ΤΕΜΠΜΕ εξαιρούνται της πώλησης σε funds μέχρι 15 Φεβρουαρίου 2015. Μέχρι τότε, η Κυβέρνηση έχει αναλάβει την υποχρέωση να νομοθετήσει το ειδικό καθεστώς που θα ισχύσει για αυτήν την κατηγορία, αν όμως παραλείψει την υποχρέωσή της αυτή, τότε αυτομάτως θα απελευθερωθούν προς πώληση και οι συγκεκριμένες κατηγορίες δανείων. Η ΕΣΕΕ κατά την συζήτηση του σχεδίου νόμου στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων και στη Διαρκή Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής, κάλεσε το Υπουργείο Ανάπτυξης να διεξάγει ευρύ και εξαντλητικό κοινωνικό διάλογο και ακολούθως να προχωρήσει στη νομοθέτηση ειδικού πλαισίου για τα εν λόγω δάνεια.
Επίσης, στην αυτή συνεδρίαση των Επιτροπών της Βουλής, κατατέθηκε Τροπολογία από τον υπουργό Οικονομικών, η οποία προβλέπει την δυνατότητα δανεισμού του Ταμείου Εξυγίανσης και από το Σκέλος Καταθέσεων του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ), εφόσον κρίνεται αναγκαία η ενεργοποίηση του Ταμείου Εξυγίανσης μέχρι 31.12.2015. Η δυνατότητα αυτή θα λαμβάνει χώρα σε περίπτωση μη επάρκειας των ποσών για την κάλυψη των ζημιών, δαπανών και εξόδων κατά την ενεργοποίηση του Ταμείου Εξυγίανσης, χωρίς οικονομικά αποτελέσματα στον κρατικό προϋπολογισμό και στους προϋπολογισμούς των φορέων της Κεντρικής Κυβέρνησης, σύμφωνα με έκθεση του ΓΛΚ. Η εξέλιξη αυτή εγγυάται την ανακεφαλαιοποίηση σε μία τράπεζα σε περίπτωση που παρουσιαστεί πρόβλημα μέχρι το τέλος του έτους. Ως εκ τούτου, η τροπολογία αυτή λειτουργεί προληπτικά ως «μαξιλαράκι» στο ενδεχόμενο που η Τράπεζα Αττικής ή οι Συνεταιριστικές Τράπεζες δεν κατορθώσουν να συγκεντρώσουν τα απαιτούμενα κεφάλαια τις αμέσως επόμενες ημέρες.
Ο Πρόεδρος της ΕΣΕΕ Βασίλης Κορκίδης δήλωσε σχετικά:
«...Η ΕΣΕΕ έχει από καιρό επισημάνει ότι μετά τον αφελληνισμό των τραπεζών, κινδυνεύουμε με τον αφελληνισμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Μία αποδεκτή λύση θα ήταν η δημιουργία «joint ventures» με εξειδικευμένους οίκους για τη διαχείριση των προβληματικών επιχειρηματικών δανείων και τη συμμετοχή τους στο μετοχικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων. Ένα επιπλέον κίνητρο θα ήταν κατ´ εξαίρεση, να μην ισχύσει το «πόθεν έσχες» για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου των βιώσιμων, αλλά εκτεθειμένων σε υπερδανεισμό επιχειρήσεων. Άλλη λύση θα μπορούσε να είναι η συμφωνία μεταξύ τράπεζας, fund και επιχειρηματία για αγορά του δανείου με απομείωση 30-40% της σημερινής οφειλής. Βασικές προϋποθέσεις για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τους επιχειρηματίες, είναι ένα καλό επιχειρηματικό σχέδιο, με χρηματοδοτική συμμετοχή των βασικών μετόχων και βεβαίως επαρκές χρονικό διάστημα για τη διευθέτησης τους. Η ΕΣΕΕ καλεί επιχειρήσεις και τράπεζες να αναδιαρθρώσουν μόνοι και μεταξύ τους τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, αφού η πώλησή τους σε μη τραπεζικά ιδρύματα και μάλιστα σε τιμές ευκαιρίας, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους κερδοσκοπίας σε βάρος των τραπεζών και των επιχειρήσεων...».