Παρά το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, τα ελληνικά τρόφιμα ξεχωρίζουν στη διεθνή αγορά επιβεβαιώνοντας το συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας στον αγροδιατροφικό κλάδο.
Επτά αγροτικά προϊόντα βιώνουν ημέρες δόξας στις αγορές του εξωτερικού και κερδίζουν μερίδια έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού με «όπλα» την ποιότητα και τις χαμηλότερες τιμές.
Σύμφωνα με έκθεση της Εθνικής Τράπεζας, τρία τυποποιημένα και τρία σε χύμα μορφή ελληνικά προϊόντα κατέκτησαν -σύμφωνα με έκθεση της Εθνικής Τράπεζας- τις διεθνείς αγορές, καταγράφοντας σημαντικές επιδόσεις στον «χάρτη» των εξαγωγών. Την ίδια ώρα, το ελληνικό ελαιόλαδο εδραιώνεται στις ξένες αγορές, με τις εξαγωγές να αυξάνονται με ξέφρενους ρυθμούς.
Ελιές, γιαούρτι και μέλι είναι τρία προϊόντα που σε βάθος δεκαετίας, με όπλο το ισχυρό ελληνικό brand name, κατάφεραν να κερδίσουν μερίδιο αγοράς στη διεθνή αγορά, κατακτώντας το 24% των ελληνικών εξαγωγών τροφίμων. Μήλα, μανταρίνια και φράουλες έγιναν περιζήτητα στο εξωτερικό και κέρδισαν μερίδια αγοράς με όπλο τις πολύ χαμηλές τιμές, κατέχοντας το 12% των ελληνικών εξαγωγών τροφίμων.
Επιδόσεις
Το ελαιόλαδο, παρότι σε βάθος δεκαετίας εμφανίζεται να χάνει μερίδια, τα τελευταία δύο χρόνια δικαιωματικά του ανήκει ο τίτλος του πρωταγωνιστή στις εξαγωγές τροφίμων, συνεχίζοντας όπως και πέρυσι έτσι και φέτος να καταγράφει εντυπωσιακές επιδόσεις.
Μπορεί το εμπορικό ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων στη χώρα μας να παραμένει ελλειμματικό, ωστόσο την ίδια ώρα τα προϊόντα του αγροδιατροφικού τομέα αποτελούν την τρίτη μεγαλύτερη κατηγορία εξαγομένων προϊόντων (αξίας 5,2 δισ. ευρώ το 2014), με ποσοστό 19% του συνόλου των εξαγωγών.
Σχεδόν το69% των εξαγωγών κατευθύνεται προς χώρες της ΕΕ. Το μεγαλύτερο μερίδιο κατέχουν τα φρούτα και λαχανικά με 34% επί του συνόλου των εξαγωγών και ακολουθούν τα ιχθυρά με 10,8%, τα γαλακτοκομικά προϊόντα με 7,9%, τα φυτικά λίπη και έλαια με 7,8%, ο καπνός με 7,6% και το βαμβάκι με 7,1%.
Ο αγροτικός τομέας της χώρας, ευνοημένος από τα εγγενή φυσικά χαρακτηριστικά της Ελλάδας, είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες της οικονομίας, συνεισφέροντας 2,9% στο ΑΕΠ (έναντι 1,2% κατά μέσο όρο στην Ευρώπη) και 14% στην απασχόληση (έναντι 5% κατά μέσο όρο στην Ευρώπη).
Η διεθνής συγκυρία ήταν εξαιρετικά θετική για τον κλάδο κατά την τελευταία 25ετία, ωστόσο, η έλλειψη συνεπούς στρατηγικής δεν επέτρεψε στον ελληνικό κλάδο να αξιοποιήσει το αντικειμενικό συγκριτικό του πλεονέκτημα.
Στηριζόμενη σε μεγάλο βαθμό στις επιδοτήσεις και στην προσφορά χύμα προϊόντων, η ελληνική αγροτική παραγωγή αυξήθηκε κατά λιγότερο από 1% ετησίως την τελευταία 25ετία, καλύπτοντας το 0,3% της παγκόσμιας παραγωγής, από 0,8% το 1993.
Επιπλέον, ο βαθμός τυποποίησης στην Ελλάδα παραμένει χαμηλός (με τη βιομηχανία τροφίμων να προσφέρει προστιθέμενη αξία της τάξης του 40% στην ελληνική αγροτική παραγωγή, έναντι 70% κατά μέσο όρο στη Δυτική Ευρώπη).
Ως αποτέλεσμα, ο αγροτικός κλάδος εμφανίζει εμπορικό έλλειμμα της τάξης των 1,2 δισ. ευρώ το 2014 (ή 2,3 δισ. ευρώ αν ληφθούν υπόψη και οι καθαρές εισαγωγές πρώτων υλών όπως σπόροι, λιπάσματα, ζωοτροφές), ενώ η ΕΕ συνολικά εμφανίζει εμπορικό πλεόνασμα της τάξης των 9 δισ. ευρώ.
Στην παρούσα μελέτη διενεργείται μια ανάλυση δομημένη γύρω από τέσσερα κρίσιμα ερωτήματα:
Ποιοι παράγοντες κρατούν την ελληνική αγροτική παραγωγή χαμηλά;
Τι πρέπει να γίνει για να εκμεταλλευτεί η Ελλάδα τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα;
Ποιο είναι το δυνητικό επίπεδο που μπορεί να φτάσει ο ελληνικός αγροδιατροφικός κλάδος;
Ποια είναι η ενδεδειγμένη στρατηγική για την επιτυχημένη απόβαση των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές;
Παρεμβάσεις
Η υιοθέτηση διαρθρωτικών παρεμβάσεων αυτής της μορφής εκτιμάται ότι θα ξεκλειδώσει την ανεκμετάλλευτη δυναμική της Ελλάδας προσφέροντας σημαντική στήριξη στην οικονομία.
Συγκεκριμένα, βάσει υποδειγμάτων της ΕΤΕ σε παγκόσμιο δείγμα σχεδόν 170 χωρών, εκτιμήθηκε ότι η αναβάθμιση της Ελλάδας σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσον αφορά (i) την τεχνολογία παραγωγής, (ii) τον βαθμό τυποποίησης των προϊόντων και (iii) τον τρόπο λειτουργίας των συνεταιρισμών θα μπορούσε να αυξήσει την άμεση συνεισφορά του αγροδιατροφικού τομέα στο ΑΕΠ κατά 9,1 δισ. ευρώ ετησίως (3,6 δισ. ευρώ μέσω αύξησης της παραγωγικότητας της ελληνικής γης και 5,5 δισ. ευρώ μέσω αύξησης του βαθμού τυποποίησης των προϊόντων).
Καθώς η αυξημένη αυτή δραστηριότητα θα οδηγούσε σε επιπλέον έμμεσο όφελος της τάξης των 3,1 δισ. ευρώ (σε τομείς όπως οι προμήθειες πρώτων υλών αγροτικής παραγωγής, συσκευασία τροφίμων κ.α.), το συνολικό ετήσιο όφελος εκτιμάται ότι προσεγγίζει τα 12,2 δισ. ευρώ (ή 6,9% του ΑΕΠ) δημιουργώντας δυνητικά περίπου 200.000 νέες θέσεις εργασίας.
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ BRAND
Το ελαιόλαδο πρωταγωνιστής των εξαγωγών
Σε μεγάλο πρωταγωνιστή των εξαγωγών της χώρας εξελίσσεται το ελαιόλαδο, ενώ με τους καλύτερους οιωνούς ξεκινά και η νέα εμπορική χρονιά με τη διατήρηση της νέας σοδειάς στα περυσινά επίπεδα.
Το ελληνικό ελαιόλαδο εδραιώνεται στις αγορές του εξωτερικού, με τις εξαγωγές να «τρέχουν» με ρυθμούς αύξησης άνω του 200% και τους Ελληνες παραγωγούς να δράττονται της ευκαιρίας να αποσπάσουν μερίδιο αγοράς από τους βασικούς ανταγωνιστές σε παγκόσμιο επίπεδο, την Ισπανία και την Ιταλία.
Η Ελλάδα πέρυσι είδε την παραγωγή της να υπερδιπλασιάζεται, ωστόσο η μεγάλη πτώση της παγκόσμιας παραγωγής ελαιολάδου εξαιτίας της παρατεταμένης ξηρασίας στην Ισπανία και ενός «φονικού» βακτηρίου που νέκρωσε εκατοντάδες χιλιάδες ελαιόδεντρα στην Ιταλία ανέδειξε το ελληνικό ελαιόλαδο που πλέον γνωρίζει ημέρες δόξας στις διεθνείς αγορές. Χάρη σε αυτό τον συνδυασμό παραγόντων, το ελληνικό ελαιόλαδο έγινε πιο ανταγωνιστικό από ποτέ, κερδίζοντας μερίδια από τους δύο μεγαλύτερους παραγωγούς ελαιολάδου στον κόσμο.
Η μελέτη
Πρόσφατη μελέτη για τον ελαιοκομικό τομέα της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας εκτιμά ότι η υιοθέτηση ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης που θα δίνει έμφαση στην τυποποίηση και την καθετοποίηση θα μπορούσε να αυξήσει τα έσοδα από εξαγωγές ελληνικού ελαιολάδου.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, η τυποποίηση και η δημιουργία του ελληνικού «brand» θα μπορούσαν να αυξήσουν τα έσοδα από εξαγωγές ελληνικού ελαιολάδου κατά 250 εκατομμύρια ευρώ ετησίως (προσεγγίζοντας τα 560 εκατ. ευρώ ετησίως από περίπου 310 εκατομμύρια ευρώ που είναι κατά μέσο όρο την τελευταία πενταετία).
Κομβικό ρόλο στη διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου (εμπορικές ροές) διαδραματίζει η Ιταλία, η οποία εκμεταλλευόμενη τη διεθνή αναγνωρισιμότητα του ιταλικού ελαιολάδου και τα οργανωμένα δίκτυα προώθησης των επιχειρήσεών της, εισάγει χύμα ελαιόλαδο (κυρίως από Ισπανία και Ελλάδα) και το επανεξάγει τυποποιημένο, κερδίζοντας υπεραξία τυποποίησης της τάξης των 1,3 ευρώ το κιλό.
Οι βασικές πάντως αδυναμίες που φαίνεται να περιορίζουν τις επιδόσεις του εγχώριου αγροτικού τομέα συνοψίζονται στις εξής:
Η ελληνική αγροτική παραγωγή είναι κατακερματισμένη σε πολύ μικρές εκμεταλλεύσεις οικογενειακού χαρακτήρα (με μέσο μέγεθος 48 στρέμματα, έναντι 125 στρέμματα σε άλλες μεσογειακές χώρες), γεγονός που αυξάνει το κόστος παραγωγής ανά μονάδα προϊόντος και παράλληλα περιορίζει τη διαπραγματευτική δύναμη των παραγωγών.
Το πρόβλημα αυτό εντείνεται από το γεγονός ότι το μειονέκτημα μεγέθους δεν έχει αντισταθμισθεί με τη σύσταση αποτελεσματικών συνεταιρισμών.
Οι ελληνικοί αγροτικοί συνεταιρισμοί καλύπτουν μόλις το 1/5 της ελληνικής παραγωγής (έναντι 40% κ.μ.ο. στην Ευρώπη), ενώ η δομική τους λειτουργία δεν εστιάζει στην επίτευξη επιχειρηματικών στόχων αλλά σε μεγάλο βαθμό περιορίζεται στη διανομή των επιδοτήσεων.
Πηγή: Έθνος//via:enikos.gr
Επτά αγροτικά προϊόντα βιώνουν ημέρες δόξας στις αγορές του εξωτερικού και κερδίζουν μερίδια έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού με «όπλα» την ποιότητα και τις χαμηλότερες τιμές.
Σύμφωνα με έκθεση της Εθνικής Τράπεζας, τρία τυποποιημένα και τρία σε χύμα μορφή ελληνικά προϊόντα κατέκτησαν -σύμφωνα με έκθεση της Εθνικής Τράπεζας- τις διεθνείς αγορές, καταγράφοντας σημαντικές επιδόσεις στον «χάρτη» των εξαγωγών. Την ίδια ώρα, το ελληνικό ελαιόλαδο εδραιώνεται στις ξένες αγορές, με τις εξαγωγές να αυξάνονται με ξέφρενους ρυθμούς.
Ελιές, γιαούρτι και μέλι είναι τρία προϊόντα που σε βάθος δεκαετίας, με όπλο το ισχυρό ελληνικό brand name, κατάφεραν να κερδίσουν μερίδιο αγοράς στη διεθνή αγορά, κατακτώντας το 24% των ελληνικών εξαγωγών τροφίμων. Μήλα, μανταρίνια και φράουλες έγιναν περιζήτητα στο εξωτερικό και κέρδισαν μερίδια αγοράς με όπλο τις πολύ χαμηλές τιμές, κατέχοντας το 12% των ελληνικών εξαγωγών τροφίμων.
Επιδόσεις
Το ελαιόλαδο, παρότι σε βάθος δεκαετίας εμφανίζεται να χάνει μερίδια, τα τελευταία δύο χρόνια δικαιωματικά του ανήκει ο τίτλος του πρωταγωνιστή στις εξαγωγές τροφίμων, συνεχίζοντας όπως και πέρυσι έτσι και φέτος να καταγράφει εντυπωσιακές επιδόσεις.
Μπορεί το εμπορικό ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων στη χώρα μας να παραμένει ελλειμματικό, ωστόσο την ίδια ώρα τα προϊόντα του αγροδιατροφικού τομέα αποτελούν την τρίτη μεγαλύτερη κατηγορία εξαγομένων προϊόντων (αξίας 5,2 δισ. ευρώ το 2014), με ποσοστό 19% του συνόλου των εξαγωγών.
Σχεδόν το69% των εξαγωγών κατευθύνεται προς χώρες της ΕΕ. Το μεγαλύτερο μερίδιο κατέχουν τα φρούτα και λαχανικά με 34% επί του συνόλου των εξαγωγών και ακολουθούν τα ιχθυρά με 10,8%, τα γαλακτοκομικά προϊόντα με 7,9%, τα φυτικά λίπη και έλαια με 7,8%, ο καπνός με 7,6% και το βαμβάκι με 7,1%.
Ο αγροτικός τομέας της χώρας, ευνοημένος από τα εγγενή φυσικά χαρακτηριστικά της Ελλάδας, είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες της οικονομίας, συνεισφέροντας 2,9% στο ΑΕΠ (έναντι 1,2% κατά μέσο όρο στην Ευρώπη) και 14% στην απασχόληση (έναντι 5% κατά μέσο όρο στην Ευρώπη).
Η διεθνής συγκυρία ήταν εξαιρετικά θετική για τον κλάδο κατά την τελευταία 25ετία, ωστόσο, η έλλειψη συνεπούς στρατηγικής δεν επέτρεψε στον ελληνικό κλάδο να αξιοποιήσει το αντικειμενικό συγκριτικό του πλεονέκτημα.
Στηριζόμενη σε μεγάλο βαθμό στις επιδοτήσεις και στην προσφορά χύμα προϊόντων, η ελληνική αγροτική παραγωγή αυξήθηκε κατά λιγότερο από 1% ετησίως την τελευταία 25ετία, καλύπτοντας το 0,3% της παγκόσμιας παραγωγής, από 0,8% το 1993.
Επιπλέον, ο βαθμός τυποποίησης στην Ελλάδα παραμένει χαμηλός (με τη βιομηχανία τροφίμων να προσφέρει προστιθέμενη αξία της τάξης του 40% στην ελληνική αγροτική παραγωγή, έναντι 70% κατά μέσο όρο στη Δυτική Ευρώπη).
Ως αποτέλεσμα, ο αγροτικός κλάδος εμφανίζει εμπορικό έλλειμμα της τάξης των 1,2 δισ. ευρώ το 2014 (ή 2,3 δισ. ευρώ αν ληφθούν υπόψη και οι καθαρές εισαγωγές πρώτων υλών όπως σπόροι, λιπάσματα, ζωοτροφές), ενώ η ΕΕ συνολικά εμφανίζει εμπορικό πλεόνασμα της τάξης των 9 δισ. ευρώ.
Στην παρούσα μελέτη διενεργείται μια ανάλυση δομημένη γύρω από τέσσερα κρίσιμα ερωτήματα:
Ποιοι παράγοντες κρατούν την ελληνική αγροτική παραγωγή χαμηλά;
Τι πρέπει να γίνει για να εκμεταλλευτεί η Ελλάδα τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα;
Ποιο είναι το δυνητικό επίπεδο που μπορεί να φτάσει ο ελληνικός αγροδιατροφικός κλάδος;
Ποια είναι η ενδεδειγμένη στρατηγική για την επιτυχημένη απόβαση των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές;
Παρεμβάσεις
Η υιοθέτηση διαρθρωτικών παρεμβάσεων αυτής της μορφής εκτιμάται ότι θα ξεκλειδώσει την ανεκμετάλλευτη δυναμική της Ελλάδας προσφέροντας σημαντική στήριξη στην οικονομία.
Συγκεκριμένα, βάσει υποδειγμάτων της ΕΤΕ σε παγκόσμιο δείγμα σχεδόν 170 χωρών, εκτιμήθηκε ότι η αναβάθμιση της Ελλάδας σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσον αφορά (i) την τεχνολογία παραγωγής, (ii) τον βαθμό τυποποίησης των προϊόντων και (iii) τον τρόπο λειτουργίας των συνεταιρισμών θα μπορούσε να αυξήσει την άμεση συνεισφορά του αγροδιατροφικού τομέα στο ΑΕΠ κατά 9,1 δισ. ευρώ ετησίως (3,6 δισ. ευρώ μέσω αύξησης της παραγωγικότητας της ελληνικής γης και 5,5 δισ. ευρώ μέσω αύξησης του βαθμού τυποποίησης των προϊόντων).
Καθώς η αυξημένη αυτή δραστηριότητα θα οδηγούσε σε επιπλέον έμμεσο όφελος της τάξης των 3,1 δισ. ευρώ (σε τομείς όπως οι προμήθειες πρώτων υλών αγροτικής παραγωγής, συσκευασία τροφίμων κ.α.), το συνολικό ετήσιο όφελος εκτιμάται ότι προσεγγίζει τα 12,2 δισ. ευρώ (ή 6,9% του ΑΕΠ) δημιουργώντας δυνητικά περίπου 200.000 νέες θέσεις εργασίας.
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ BRAND
Το ελαιόλαδο πρωταγωνιστής των εξαγωγών
Σε μεγάλο πρωταγωνιστή των εξαγωγών της χώρας εξελίσσεται το ελαιόλαδο, ενώ με τους καλύτερους οιωνούς ξεκινά και η νέα εμπορική χρονιά με τη διατήρηση της νέας σοδειάς στα περυσινά επίπεδα.
Το ελληνικό ελαιόλαδο εδραιώνεται στις αγορές του εξωτερικού, με τις εξαγωγές να «τρέχουν» με ρυθμούς αύξησης άνω του 200% και τους Ελληνες παραγωγούς να δράττονται της ευκαιρίας να αποσπάσουν μερίδιο αγοράς από τους βασικούς ανταγωνιστές σε παγκόσμιο επίπεδο, την Ισπανία και την Ιταλία.
Η Ελλάδα πέρυσι είδε την παραγωγή της να υπερδιπλασιάζεται, ωστόσο η μεγάλη πτώση της παγκόσμιας παραγωγής ελαιολάδου εξαιτίας της παρατεταμένης ξηρασίας στην Ισπανία και ενός «φονικού» βακτηρίου που νέκρωσε εκατοντάδες χιλιάδες ελαιόδεντρα στην Ιταλία ανέδειξε το ελληνικό ελαιόλαδο που πλέον γνωρίζει ημέρες δόξας στις διεθνείς αγορές. Χάρη σε αυτό τον συνδυασμό παραγόντων, το ελληνικό ελαιόλαδο έγινε πιο ανταγωνιστικό από ποτέ, κερδίζοντας μερίδια από τους δύο μεγαλύτερους παραγωγούς ελαιολάδου στον κόσμο.
Η μελέτη
Πρόσφατη μελέτη για τον ελαιοκομικό τομέα της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας εκτιμά ότι η υιοθέτηση ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης που θα δίνει έμφαση στην τυποποίηση και την καθετοποίηση θα μπορούσε να αυξήσει τα έσοδα από εξαγωγές ελληνικού ελαιολάδου.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, η τυποποίηση και η δημιουργία του ελληνικού «brand» θα μπορούσαν να αυξήσουν τα έσοδα από εξαγωγές ελληνικού ελαιολάδου κατά 250 εκατομμύρια ευρώ ετησίως (προσεγγίζοντας τα 560 εκατ. ευρώ ετησίως από περίπου 310 εκατομμύρια ευρώ που είναι κατά μέσο όρο την τελευταία πενταετία).
Κομβικό ρόλο στη διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου (εμπορικές ροές) διαδραματίζει η Ιταλία, η οποία εκμεταλλευόμενη τη διεθνή αναγνωρισιμότητα του ιταλικού ελαιολάδου και τα οργανωμένα δίκτυα προώθησης των επιχειρήσεών της, εισάγει χύμα ελαιόλαδο (κυρίως από Ισπανία και Ελλάδα) και το επανεξάγει τυποποιημένο, κερδίζοντας υπεραξία τυποποίησης της τάξης των 1,3 ευρώ το κιλό.
Οι βασικές πάντως αδυναμίες που φαίνεται να περιορίζουν τις επιδόσεις του εγχώριου αγροτικού τομέα συνοψίζονται στις εξής:
Η ελληνική αγροτική παραγωγή είναι κατακερματισμένη σε πολύ μικρές εκμεταλλεύσεις οικογενειακού χαρακτήρα (με μέσο μέγεθος 48 στρέμματα, έναντι 125 στρέμματα σε άλλες μεσογειακές χώρες), γεγονός που αυξάνει το κόστος παραγωγής ανά μονάδα προϊόντος και παράλληλα περιορίζει τη διαπραγματευτική δύναμη των παραγωγών.
Το πρόβλημα αυτό εντείνεται από το γεγονός ότι το μειονέκτημα μεγέθους δεν έχει αντισταθμισθεί με τη σύσταση αποτελεσματικών συνεταιρισμών.
Οι ελληνικοί αγροτικοί συνεταιρισμοί καλύπτουν μόλις το 1/5 της ελληνικής παραγωγής (έναντι 40% κ.μ.ο. στην Ευρώπη), ενώ η δομική τους λειτουργία δεν εστιάζει στην επίτευξη επιχειρηματικών στόχων αλλά σε μεγάλο βαθμό περιορίζεται στη διανομή των επιδοτήσεων.
Πηγή: Έθνος//via:enikos.gr