Η τελευταία που έφυγε από το σπίτι ήταν η Λέλα. Το βαφτιστικό της ήταν Κανέλα, αλλά η νενέ της που είχε τον πρώτο λόγο μέσα στο σπίτι, επέβαλε σε όλους να τη φωνάζουν Λέλα. Η νενέ χρόνια τώρα έφτιαχνε μια πομάδα από λεβάντα και γάλα, που μοσκοβόλαγε όλο το σπίτι. Έπαιρνε όρκο πως με κείνη την πομάδα οι ρυτιδιασμένες και σταφιδιασμένες γυναίκες γίνονται ξανά κοριτσόπουλα και έτσι κανένας άντρας δεν πρόκειται να ξελογιαστεί, ρίχνοντας τα δίχτυα του αλλού. Η Κανέλα ήταν το στερνοπούλι της οικογένειας και η νενέ έλεγε πως θα της κάνει μάγια για να μη μεγαλώσει ποτέ. Έτσι, από την πρώτη συλλαβή της λέξης λεβάντας και από την τελευταία συλλαβή της λέξης γάλα, η Λέλα ζούσε από μικρή την ψευδαίσθηση μιας υπόσχεσης.
Ένα μυθιστόρημα, που με αφορμή την απώλεια, προσπαθεί να διερευνήσει τα όρια της ανθρώπινης αντοχής. Τα πρόσωπα διαλύονται και τα κομμάτια τους επαναλαμβάνονται μέσα στο χρόνο με άλλα ονόματα αλλά με την ίδια νομοτέλεια. Η ανθρώπινη φύση παντέρμη και ανυπεράσπιστη κάτω από την απέραντη σιωπή του θεού. Ο συγγραφέας δανείζεται την ηρωίδα του, τη Λέλα, από ένα ποίημα της Γαλάτειας Καζαντζάκη.
«Ένιωθα πως ήμουν κύμα, χαμένο στη φουρτούνα, που δεν έβρισκε γιαλό να ξεσπάσει, άμμο να το ρουφήξει και να το καταπιεί. Καταδικάστηκα σε μια άσκοπη περιπλάνηση – ο πατέρας μου το έλεγε πείσμα. Μπορεί και να ήταν· τώρα πια όμως στην απέραντη θάλασσα έχω από κάπου να πιαστώ. Ένα αμπέχονο, το πανωφόρι της χαμένης αγάπης μου, είναι το δικό μου σωσίβιο»
 
Top