Αξημέρωτα ήρθες,
μα, λάθος πόρτα χτύπησες.
Στην άκρια της Βαλκανικής...

σ’ αυτόνε το βραχότοπο, οπού τον λένε Ελλάδα,
ετόλμησες αυθάδικα πόρτα λαού περήφανου
με χέρι θρασύ κι αλαζονικό να βροντήξεις.

Φασίστα, σύμμαχε του ναζισμού, υπερφίαλε,
απαίτησες «αυθωρεί»[1] παράδοση!!

Δεν ήξερες… δε ρώταγες;

Έπεσες πάνω στ’ ΟΧΙ ενός λαού,
που κίνησε, από την κάθε τη γωνιά,
–πρώτη φορά ποτάμια ανάποδα πορεύονταν
και στα βουνά ανεβαίναν–
και θα ‘ταν πιότερο πολλοί, αν άφηνε ο δικτάτορας[2]
τα ΟΧΙ των Μακρονησιών να παν να πολεμήσουν.

Ενός λαού, που περγελώντας σε, για το μέτωπο τράβηξε
με το ΟΧΙ τυπωμένο στο δικό του μέτωπο.
Έκανε τ’ ΟΧΙ άρβυλα, θανατερή ξιφολόγχη.
Γένηκε η πείνα του οργή, η δίψα του αντρεία,
και φαλάγγι σε πήρε.
Κατακόκκινα αποτυπώματα πάνω στο παγωμένο χιόνι
το ΟΧΙ σχημάτιζαν,
σάρκες από ποδάρια μισοσαπισμένα σταθερά βάδιζαν
και στο κατόπι σε πήραν.
Έβγαλε η ψυχή τα δικά της ποδάρια,
τη δική της κραυγή:
ΟΧΙ.

Τέλος Οκτώβρη με μέσα Δεκέμβρη
το ΟΧΙ  επέλασε, νίκησε, σε ευτέλισε.
Δεν επέρασε καιρός, κανά δυο μήνες μόνο,
μέχρι ο Δεκέμβρης να μεσιάσει,
και τα μεγάλα σου λόγια, οι απίστευτες φανφάρες σου,
«Χαλύβδινο Σύμφωνο»[3], «Άξονας»[4], «Mare Nostrum»[5],
-λόγια, φράσεις μισότρελων κι ανόητων-
κουρέλια και της ιστορίας των ανθρώπων
βρυκόλακες γένηκαν.

Με τη φύση τα ‘βαλες, θλιβερό ανθρωπάριο:
«Αι τραχείαι οροσειραί της Πίνδου
και αι λασπώδεις χαράδραι της»[6]
Μάλιστα….

Πρόσμενες να ‘ρθει η Άνοιξη [7] για να ξανατολμήσεις,
μην κι η ντροπή σου ξεχαστεί·
μα σ’ ένα ύψωμα[8] πάλι το ΟΧΙ των Τιτάνων,
γερά ριζωμένο στις βελανιδιές ανάμεσα,
έγινε τείχος άπαρτο και πάνω του τσακίστηκες.

Θέλατε το Imperium Romanun, θέλατε το τρίτο ράιχ[9]
παντού ν’ απλωθεί, τα πάντα να πνίξει.
Το δικό σας το τέλος[10] αν γνωρίζατε….

Ε, σείς, του κόσμου οι μακελάρηδες[11],
κρεμασμένος ανάποδα ο ένας,
–η Νέμεση κρατεί το σκοινί–
ο άλλος, που σμήνη γυπάνθρωπων,
δαιμόνων μαυρόψυχων, στο έμπα τ’ Απρίλη,
καταπάνω στο ΟΧΙ μας έστειλε,
κάπου χωμένο, άφαντο, πτώμα καμένο, τρισάθλιο.... 

Εκατομμύρια εξήντα ψυχές, τα «επιτεύγματά» σας.
Χώρια η δυστυχία που σπείρατε, άθλιοι,
να συνοδεύει τη ζωή και τα όνειρα
αδίκως, ακόμα, πασχόντων….

Πηγή
 
Top