Άρθρο του Spiegel για την οικονομική κρίση στην Ελλάδα.
Η οικονομική ύφεση πλήττει ιδιαίτερα την μεσαία τάξη στην Ελλάδα υποστηρίζεται σε έρευνα που δημοσιεύει στα γερμανικά η ηλετρονική έκδοση του Spiegel Online, όπου, μεταξύ άλλων τονίζεται πως «ο φόβος και η οργή του κόσμου πηγάζει από το γεγονός ότι οι πολιτικές και οι οικονομικές ελίτ δείχνουν να μην έχουν επηρεαστεί από την κρίση» τονίζεται στην έρευνα.
Στην έρευνα που έκαναν η Φραγκίσκα Μεγαλούδη και ο Στέλιος Παπαρδέλας αναφέρονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
«Ηράκλειο 2013. Ο Γιώργος Κουτσογιάννης δεν έχει χρόνο για πολιτική. Είναι πολύ απασχολημένος προσπαθώντας να σώσει την οικογενειακή του επιχείρηση. Το εμπορικό του κατάστημα βρίσκεται σε μια από τις παλαιότερες οδούς του Ηρακλείου, πρωτεύουσα της Κρήτης. Άδεια μαγαζιά και άνθρωποι που ψάχνουν στα σκουπίδια για τροφή δεν είναι πλέον σπάνιο φαινόμενο για τον δημοφιλή τουριστικό προορισμό. Και ο σαραντατριάχρονος πρέπει να δώσει τη δική του μάχη για να μην χρεοκοπήσει η επιχείρηση που κληρονόμησε από τον πατέρα του.
«Το πραγματικό πρόβλημα ξεκίνησε το 2010», διηγείται ο Κουτσογιάννης. «Τότε ο τζίρος μειώθηκε κατά 90%. Σε ένα καλό μήνα το μαγαζί αποφέρει 500 ευρώ, ενώ έχει πάγια μηνιαία έξοδα 1300 ευρώ. Δεν έχω τη δυνατότητα πια να πληρώνω τις εισφορές στο ασφαλιστικό μου ταμείο και δεν τις πληρώνω». Με τη γυναίκα του και τα τρία του παιδιά μετακόμισαν στο σπίτι της μητέρας του, ενώ έχουν μειώσει δραστικά τα έξοδα τους. Γάλα αγοράζουν μόνο σε προσφορά και δεν έχουν τη δυνατότητα για κάτι τόσο απλό, όπως ένα παγωτό για τα παιδιά. «Νιώθω», λέει, «σαν να γλίστρησε η ζωή μου μέσα από τα δάχτυλά μου».
Σαν τον Κουτσογιάννη είναι πολλοί, καθώς η οικονομική ύφεση διανύει τον έκτο χρόνο και η κρίση πλήττει τη μεσαία τάξη στην Ελλάδα. Από το 2009, το εισόδημα έχει μειωθεί κατά 30% και ο αριθμός των φτωχών μέσα σε δύο χρόνια, απο το 2009 εως το 2011, αυξήθηκε κατα 200,000 αγγίζοντας τα 2,3 εκατομμύρια, σε ένα πληθυσμό δέκα εκατομμυρίων. Το ένα τρίτο των ανθρώπων είναι άνεργοι.
Στην έρευνα τονίζεται πως αν κάποιος στην Ελλάδα θέλει να κατανοήσει τις αιτίες της σημερινής κρίσης, πρέπει να ανατρέξει στη δεκαετία του 70. Το τέλος της επτάχρονης δικτατορίας, τον Ιούλιο του 1974, καταγράφεται ως η πιο σημαντική ημερομηνία στη νεότερη ελληνική ιστορία. Τότε δημιουργήθηκαν νέες πολιτικές ελίτ που διεκδικούσαν σταθερή εκλογική βάση. Το κλειδί γι αυτό ήταν οι πελατειακές σχέσεις και ο λαϊκισμός.
Και συνεχίζει:
«Η πρώτη εκλεγμένη συντηρητική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή κρατικοποίησε τράπεζες, μέσα μεταφοράς και ναυπηγεία. Το αποτέλεσμα ήταν ένας δημόσιος τομέας στον οποίο έβρισκαν θέση οι κομματικοί φίλοι. Ο διάδοχος του Κ. Καραμανλή, ο σοσιαλιστής Ανδρέας Παπανδρέου συνέχισε την πελατειακή πολιτική από το 1981, ενώ παράλληλα είχε υποσχεθεί και ριζικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις.
Οι πολιτικοί μοίραζαν δώρα. «Παράλληλα υπήρχαν ήδη απο τις δεκαετίες του εβδομήντα και του ογδόντα πολλά προβλήματα: πληθωρισμός, δύο πετρελαϊκές κρίσεις, αποβιομηχάνιση. Οι οικονομικές ελίτ της χώρας στερέωσαν ένα σύστημα προβληματικό», λέει ο Ευστράτιος Τσοτσορός καθηγητής οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής μεταρρύθμισης στο Πάντειο πανεπιστήμιο. «Και το έκαναν αυτό εις βάρος της ανταγωνιστικότητας για να εξασφαλίσουν το προσωπικό τους όφελος».
Οι Έλληνες έγιναν πλουσιότεροι, αλλά αυτό είχε ελάχιστη σχέση με την αύξηση της παραγωγικότητας».
Όλα αυτά συνέβαιναν πολύ πριν την είσοδο στο ευρώ, που σηματοδοτεί και την υποτιθέμενη πτώση. Όταν εισήχθη το ενιαίο νόμισμα, το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος εκτοξεύτηκαν. Ο δανεισμός στη δεκαετία του ενενήντα αυξήθηκε κατά μέσο όρο 4% του ΑΕΠ φτάνοντας πλέον το 10%. Το ευρώ έφερε την ψευδαίσθηση της ευημερίας, αλλά οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης ήταν στο πλαίσιο των αναποτελεσματικών πολιτικών που εφάρμοσαν οι πολιτικοί στη δεκαετία του εβδομήντα. Παρόλα αυτά η ανάπτυξη στην Ελλάδα είχε θεωρηθεί θετική. «Οι οικονομικές προοπτικές στην Ελλάδα φαίνονται καλές», έγραφαν οι Times το 2007.
Οικονομολόγοι και αναλυτές αισιοδοξούσαν ότι η Ελλάδα θα διατηρήσει τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Μόλις στο τέλος της δεκαετίας του 2000 και όταν ξεκίνησε η κρίση, άρχισε και η κριτική για τον δήθεν πολυτελή τρόπο διαβίωσης των Ελλήνων.
«Ο φόβος και η οργή του κόσμου πηγάζει από το γεγονός ότι οι πολιτικές και οι οικονομικές ελίτ δείχνουν να μην έχουν επηρεαστεί από την κρίση» τονίζεται στην έρευνα.
Στην έρευνα που έκαναν η Φραγκίσκα Μεγαλούδη και ο Στέλιος Παπαρδέλας αναφέρονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
«Ηράκλειο 2013. Ο Γιώργος Κουτσογιάννης δεν έχει χρόνο για πολιτική. Είναι πολύ απασχολημένος προσπαθώντας να σώσει την οικογενειακή του επιχείρηση. Το εμπορικό του κατάστημα βρίσκεται σε μια από τις παλαιότερες οδούς του Ηρακλείου, πρωτεύουσα της Κρήτης. Άδεια μαγαζιά και άνθρωποι που ψάχνουν στα σκουπίδια για τροφή δεν είναι πλέον σπάνιο φαινόμενο για τον δημοφιλή τουριστικό προορισμό. Και ο σαραντατριάχρονος πρέπει να δώσει τη δική του μάχη για να μην χρεοκοπήσει η επιχείρηση που κληρονόμησε από τον πατέρα του.
«Το πραγματικό πρόβλημα ξεκίνησε το 2010», διηγείται ο Κουτσογιάννης. «Τότε ο τζίρος μειώθηκε κατά 90%. Σε ένα καλό μήνα το μαγαζί αποφέρει 500 ευρώ, ενώ έχει πάγια μηνιαία έξοδα 1300 ευρώ. Δεν έχω τη δυνατότητα πια να πληρώνω τις εισφορές στο ασφαλιστικό μου ταμείο και δεν τις πληρώνω». Με τη γυναίκα του και τα τρία του παιδιά μετακόμισαν στο σπίτι της μητέρας του, ενώ έχουν μειώσει δραστικά τα έξοδα τους. Γάλα αγοράζουν μόνο σε προσφορά και δεν έχουν τη δυνατότητα για κάτι τόσο απλό, όπως ένα παγωτό για τα παιδιά. «Νιώθω», λέει, «σαν να γλίστρησε η ζωή μου μέσα από τα δάχτυλά μου».
Σαν τον Κουτσογιάννη είναι πολλοί, καθώς η οικονομική ύφεση διανύει τον έκτο χρόνο και η κρίση πλήττει τη μεσαία τάξη στην Ελλάδα. Από το 2009, το εισόδημα έχει μειωθεί κατά 30% και ο αριθμός των φτωχών μέσα σε δύο χρόνια, απο το 2009 εως το 2011, αυξήθηκε κατα 200,000 αγγίζοντας τα 2,3 εκατομμύρια, σε ένα πληθυσμό δέκα εκατομμυρίων. Το ένα τρίτο των ανθρώπων είναι άνεργοι.
Στην έρευνα τονίζεται πως αν κάποιος στην Ελλάδα θέλει να κατανοήσει τις αιτίες της σημερινής κρίσης, πρέπει να ανατρέξει στη δεκαετία του 70. Το τέλος της επτάχρονης δικτατορίας, τον Ιούλιο του 1974, καταγράφεται ως η πιο σημαντική ημερομηνία στη νεότερη ελληνική ιστορία. Τότε δημιουργήθηκαν νέες πολιτικές ελίτ που διεκδικούσαν σταθερή εκλογική βάση. Το κλειδί γι αυτό ήταν οι πελατειακές σχέσεις και ο λαϊκισμός.
Και συνεχίζει:
«Η πρώτη εκλεγμένη συντηρητική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή κρατικοποίησε τράπεζες, μέσα μεταφοράς και ναυπηγεία. Το αποτέλεσμα ήταν ένας δημόσιος τομέας στον οποίο έβρισκαν θέση οι κομματικοί φίλοι. Ο διάδοχος του Κ. Καραμανλή, ο σοσιαλιστής Ανδρέας Παπανδρέου συνέχισε την πελατειακή πολιτική από το 1981, ενώ παράλληλα είχε υποσχεθεί και ριζικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις.
Οι πολιτικοί μοίραζαν δώρα. «Παράλληλα υπήρχαν ήδη απο τις δεκαετίες του εβδομήντα και του ογδόντα πολλά προβλήματα: πληθωρισμός, δύο πετρελαϊκές κρίσεις, αποβιομηχάνιση. Οι οικονομικές ελίτ της χώρας στερέωσαν ένα σύστημα προβληματικό», λέει ο Ευστράτιος Τσοτσορός καθηγητής οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής μεταρρύθμισης στο Πάντειο πανεπιστήμιο. «Και το έκαναν αυτό εις βάρος της ανταγωνιστικότητας για να εξασφαλίσουν το προσωπικό τους όφελος».
Οι Έλληνες έγιναν πλουσιότεροι, αλλά αυτό είχε ελάχιστη σχέση με την αύξηση της παραγωγικότητας».
Όλα αυτά συνέβαιναν πολύ πριν την είσοδο στο ευρώ, που σηματοδοτεί και την υποτιθέμενη πτώση. Όταν εισήχθη το ενιαίο νόμισμα, το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος εκτοξεύτηκαν. Ο δανεισμός στη δεκαετία του ενενήντα αυξήθηκε κατά μέσο όρο 4% του ΑΕΠ φτάνοντας πλέον το 10%. Το ευρώ έφερε την ψευδαίσθηση της ευημερίας, αλλά οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης ήταν στο πλαίσιο των αναποτελεσματικών πολιτικών που εφάρμοσαν οι πολιτικοί στη δεκαετία του εβδομήντα. Παρόλα αυτά η ανάπτυξη στην Ελλάδα είχε θεωρηθεί θετική. «Οι οικονομικές προοπτικές στην Ελλάδα φαίνονται καλές», έγραφαν οι Times το 2007.
Οικονομολόγοι και αναλυτές αισιοδοξούσαν ότι η Ελλάδα θα διατηρήσει τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Μόλις στο τέλος της δεκαετίας του 2000 και όταν ξεκίνησε η κρίση, άρχισε και η κριτική για τον δήθεν πολυτελή τρόπο διαβίωσης των Ελλήνων.
«Ο φόβος και η οργή του κόσμου πηγάζει από το γεγονός ότι οι πολιτικές και οι οικονομικές ελίτ δείχνουν να μην έχουν επηρεαστεί από την κρίση» τονίζεται στην έρευνα.