Το Πέραμα των δεκαετιών του ’50, του ’60 και λίγο του ’70, ήταν κάτι διαφορετικό. Ήταν η αγουρίδα που αρχίζει να γίνεται σιγά – σιγά γλυκιά και να γεμίζει χυμούς.
Ήταν οι «δεμένες» παρέες των παιδιών, των φτωχόπαιδων κατά μέγιστη πλειοψηφία, ήταν οι αγωνιστές πατεράδες και μανάδες, που πάλευαν και δημιουργούσαν.
Ήταν τα Σχολεία στα οποία πήγαιναν τα παιδιά να μάθουν γράμματα και διάβαζαν, γιατί το ήθελαν, βλέποντας και εκτιμώντας το παίδεμα των γονιών τους.
Ήταν οι Δάσκαλοι, που πρόσφεραν ό,τι είχαν και δεν είχαν από τον πνευματικό τους θησαυρό.
Ήταν τα μικρά και όμορφα, φτωχά και γεμάτα πολιτιστικά δρώμενα που γίνονταν κυρίως στα σχολεία.
Ήταν οι χωματόδρομοι που «ανέβαιναν» στο φιλόξενο βουνό που αργότερα γίνονταν σιγά – σιγά άσφαλτοι.
Ήταν ο πλανόδιος γαλατάς που πούλαγε το γάλα με την οκά, απ’ ευθείας από τα πρόβατα των μαντριών του Βλάχου και του Μπούζα.
Ήταν η εργατιά που πάλευε στη μικρή πόλη, στα καρνάγια, στη Σέλλ, στη Σαλαμίνα, αλλά και στα μηχανουργεία του Πειραιά, στου Παπαστράτου…
Ήταν η επιβίωση αλλά κυρίως η δημιουργία, σε όλο τους το μεγαλείο.
Ήταν ο κόπος και ο μόχθος. Ήταν ο αέρας από το βουνό και τη θάλασσα. Ήταν η ελεύθερη αναπνοή, που δεν την πίεζαν οι όροφοι και τα κοινόχρηστα.
Ήταν η φτώχεια αλλά όχι η δυστυχία. Ήταν τα βοτσαλάκια της καθαρής θάλασσας στου «Σάββα». Ήταν ο καθαρός ουρανός που γινόταν χρωματιστός, από τους χαρταετούς την Καθαρή Δευτέρα.
Ήταν τα καραβάκια και η «βόλτα» μας στο Τέρμα.
Ήταν το σινεμαδάκι μας, η «Αύρα», το Αστεράκι, μαζί με το τρενάκι μας που μας πήγαινε στον Πειραιά, σ’ ένα Πέραμα που μεγάλωνε, όπως μεγάλωνα κι’ εγώ.
Ήταν το Πέραμα των συμμαθητών και των Αδελφικών μου Φίλων που και σήμερα είμαστε το ίδιο «δεμένοι» και ίσως ακόμα περισσότερο.
Ήταν το Πέραμα των δεκαετιών του ’50 και του ’60 που θυμάμαι και θα θυμάμαι πάντα με λατρεία και αγάπη.