ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΗΤΡΟΥΣΗΣ

 
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
Γ. Χ. ΜΟΔΗ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ
ΚΑΙ
ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΑΡΧΗΓΟΙ
 
ΧΟΡΗΓΟΣ Β' ΕΚΔΟΣΕΩΣ
ΝΑΟΥΜ ΜΠΑΜΠΑΤΑΚΑΣ
ΕΚ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ
 
Β' ΕΚΔΟΣΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2007


Ο  ΜΗΤΡΟΥΣΗΣ (Δημήτριος Γκογκολάκης)

Οι κομιτατζήδες είχαν σφάξει το 1904 τή γυναικά του και τά παιδιά του στο Χομόντος, ένα σλαβόφωνο χωριό του κάμπου των Σερρών, πού φέρνει τώρα τ’ όνομά του. Πήρε κι αυτός το όπλο του καί βγήκε στο κλαρί νά τους πλήρωση μέ τόκο καί επιτόκιο γιά τά   εγκλήματα τους.

Την άνοιξι του 1007 μια νύχτα στην Αθήνα ένας γειτονικός μέ τήν   Ομόνοια δρόμος αναστατώθηκε από φωνές, κακό και φασαρία. Χωροφύλακες και πολίτες είχαν πιάσει έναν άνδρα μέ χακί ρούχα και ήθελαν να τον πάν στο τμήμα.
Δύο αδελφοί φουρναραίοι παραμόνευαν να περάση κάποιος φύλακας ενός κτήματος, πού του καταλόγιζαν το έγκλημα, ότι είχε σχέσεις μέ τήν ανύπαντρη αδελφή τους. Μόλις είδαν να περνάη ό άνθρωπος μέ το χακί «αυτός είναι» φουναξαν και του ρίχθηκαν επάνω του. «Αυτός» όμως τους έρριξε κάτω. Έτρεξαν και τρεις χωροφυλακές, πού έστεκαν παρακάτω, καθώς και άλλοι φίλοι των. Έπεσαν όλοι επάνω του. Εκείνος ασάλευτος, σαν να είχε ριζώσει ξαφνικά στή γή, έπάλευε μέ μια δύναμη καταπληκτική. Το παράξενο ήταν ότι δεν μιλούσε, δεν απαντούσε στις ερωτήσεις των χωροφυλάκων, πράγμα πού επιβεβαίωνε τήν ενοχή του, και μέ βουβό πείσμα έκαμνε «άντίστασιν κατά τής αρχής». Φαινόταν πώς δέν είχε γλώσσα και λαλιά παρά μόνο μπράτσα γερά και σιδερένια.
Έφθασε κάποια στιγμή στο θόρυβο και o μοίραρχος Μαρούδας, πού έγνώριζε  τον άγνωστο.
— Γκρεμοτσακισθήτε, φώναξε στους χωροφύλακες και πολίτες. Αφήστε τον άνθρωπο ήσυχο.  Είναι   καπετάνιος άπ' τή Μακεδονία.
Ήταν   ό Μητρούσης.                                                                 
'Υπάρχει και ή εκδοχή, ότι το επεισόδιο έγινε, γιατί ό Μητρούσης έκαμε παρατηρήσεις τούρκικα σ' ένα χωροφύλακα, πού τον άκουσε νά βλαστημάη και νά ύβρίζη τον σταυρό και τον Χριστό.


Λεγόταν Δημήτριος Γκογκολάκης. Μά ήταν γνωστός μέ το μικρό και χαϊδευτικό όνομα, πού τούχε δώσει ή μητέρα του.
Δέν μίλησε στους χωροφύλακες, γιατί πείσμωσε και δέν ήξερε ελληνικά. 

Οι κομιτατζήδες είχαν σφάξει το 1904 τή γυναικά του και τά παιδιά του στο Χομόντος, ένα σλαβόφωνο χωριό του κάμπου των Σερρών, πού φέρνει τώρα τ’ όνομά του. Πήρε κι αυτός το όπλο του καί βγήκε στο κλαρί νά τους πλήρωση μέ τόκο καί επιτόκιο γιά τά   εγκλήματα τους.
Ή κατάστασις στην περιφέρεια Σερρών καί σ' όλη τήν Ανατολική Μακεδονία δέν ήταν καθόλου  ρόδινη.
«Το μέλλον φαίνεται ώς νύξ άφεγγής καί άσέληνος, εν ή ουδείς διαφαίνεται λάμπων αστήρ»   έγραφε τήν άνοιξι του 1905 στά  Πατριαρχεία ό τότε μητροπολίτης Δράμας και έπειτα εθνομάρτυρας Σμύρνης μητροπολίτης Χρυσόστομος. Το προξενείον πάλιν Σερρών έγραφε τον Ιούνιο και Αύγουστο του 1904 (αριθμ. 2380 και 3222)  «Εις το σαντζάκιον Σερρών τείνουν οι Βούλγαροι να εκπληρώσουν το όνειρον της Εσωτερικής όργανώσεως (του Κομιτάτου δηλ.), ίνα δια* βαθμιαίας άποστενώσεως και περισφίξεως του περί την πόλιν τών Σερρών τόξου αποπνιγή αύτη υπό το βάρος του Βουλγαρισμού. Εις το Μελένοικον απέμειναν δυο χωρία».
Το προξενείον εξ άλλου Θεσσαλονίκης στην έκθεσί του 3289 έτόνιζε   «Εις το διαμέρισμα Σερρών πλην τής μεγάλης συμμορίας Σαντάνσκη, ήτις εδρεύει εις τό Περίν-ντάγ, μικραί συμμορίαι περιτρέχουν τήν ύπαιθρον, προξενούσαι παντού τον όλεθρον και τήν καταστροφήν. Αι έπιδρομαί επίσης κατά τών χωρίων Ταρτσιόβου, Ραχοβίτσης, Ραδόβου και Ράμνας εξωθούν τους κατοίκους τής δεινοπαθούσης περιφερείας μέχρις άπογνώσεως».
Ό  Άγγλος επίσης γενικός πρόξενος Θεσσαλονίκης σερ Μπιλιώτης έγραφε στην κυβέρνησί του το 1904 (Αγγλική Κυανή Βίβλος) ότι στο σαντζάκι Σερρών 100  Έλληνες, ελληνόφωνοι, σλαβόφωνοι και βλαχόφωνοι, είχαν σφαγιαστή άπ' τους κομιτατζήδες.
Ό Σαντάνσκη παρίστανε τον Μακεδόνα και τον μακεδονιστή. Άλλά σκότωνε Μακεδόνες με όση ευκολία και τις μύγες.
Σ' εν α γράμμα του τής 15ης Ιουλίου τοϋ 1904 προς τον Γάλλο συνταγματάρχη τής χωροφυλακής Σερρών Βεράν λέγει   «Είμαστε και ημείς κράτος και έχομε τους νόμους και τα δικαστήρια μας (!!) Μας κατηγορούν ότι είμαστε άσπλαχνοι καί σκοτώνομε γυναικόπαιδα. Είναι αλήθεια, μα το κάμνομε από ανάγκη. Θέλομε νά τρομοκρατήσουμε εκείνους, πού θά μπορούσαν να μας προδώσουν!»
  Άπ' το Μελένοικο ζήτησε στις 14 Όκτωβρίου του 1905 1000 χρυσές λίρες με τήν απειλή, ότι θά διπλασίαζε τον φόρο, αν δεν του μετρούσαν σε δέκα μέρες τα χρήματα.
Ή «Ρεφόρμ», το δημοσιογραφικό όργανο τής αντίθετης κομιτατζηδικής παρατάξεως, έγραφε γι' αυτόν* «Κάθε φορά, πού κάμνει ένα έγκλημα με τους πληρωμένους πράκτορες του, φωνάζει ότι τα θύματα ήσαν καταδότες. Άλλα οι δολοφόνοι είναι ακριβώς όργανα τής τουρκικής αστυνομίας».
Ό Μητρούσης, άν δεν έμαθε τα ελληνικά, είχεν όμως από μικρός έμποτισθή ως τα κόκκαλα άπ' τήν έλληνικήν ιδέα. Αθλητικός, ρωμαλέος, ηράκλειος, έπαιρνε πρόθυμα μέρες και σε αγώνες πάλης, όπου πάντα έβγαινε νικητής.  Έτσι έγινε γρήγορα γνωστός και απόκτησε πολλούς φίλους.
Στο σκοπευτήριο τής Καλλιθέας τών Αθηνών μια μέρα ό Μητρούσης πέρασε τέσσαρες σφαίρες από τον ίδιο στενό στόχο. Ό Διάδοχος, πού ήταν παρών, έσπευσε νά τον συγχαρή με χειραψία. Ό Μητρούσης όμως του έσφιξε το χέρι χωρίς νά τό καταλάβη περισσότερο άπ' ό,τι έπρεπε. Ό Διάδοχος τότε με  τό   χέρι   πονεμένο του   χάιδεψε   τον ώμο και γιά έκδήλωσι ευχαριστιών και ευγνωμοσύνης του χάρισε   ένα τουφέκι  και ένα πιστόλι.
Με τον θείο του τά χάλασε άσχημα, γιατί ήθελε νά του κόψη τις φιλικές σχέσεις με  Έλληνες τών Σερρών με τήν πρόφασι, ότι ό ένας άπ' αυτούς, ό Κώστας Παπαδόπουλος, πού ήταν υπάλληλος τής γαλλικής εταιρείας του Μονοπωλείου καπνών (Ρεζί), έκαμνε και λαθρεμπόριο καπνού. Σ' ένα τόπο, όπου και αυτές οι επίσημες κρατικές αρχές δεν έννοιωθαν μεγάλη στενοχώρια κι αποστροφή γιά τό λαθρεμπόριο του καπνού, πού τό θεωρούσαν ζημία μιας ξένης γκιαούρικης εταιρείας, θά ήταν παράξενο φαινόμενο ή τόση ευαισθησία ενός χωριάτη γιά τή συναναστροφή του ανεψιού του.  Ηθελε νά του κόψη τις σχέσεις με Ρωμιούς. Όπωσδήποτε θείος κι ανεψιός ήλθαν στά μαχαίρια.  Όταν ό βοεβόδας Τάσκα επιχείρησε νά βάλη στο χέρι τον Μητρούση καί, επειδή δεν τά κατάφερε, έπιασε και σκότωσε τή γυναίκα και τό παιδί του, δ καλός θείος είχε, φαίνεται, τήν ουρά του στην δουλειά. Φρενιασμένος, λυσσιασμένος καί λυπημένος ο Μητρούσης, αποφάσισε νά έκδικηθή.  Έκαμε αρχή άπό τον θείο. Καί με τον εξάδελφο του Γιοβάνη καί τον ανεψιό του Μιχάλη πήρε τά βουνά.
Εκεί κοντά βρισκόταν τότε τό σώμα του Γιαγλή, ενός παλιού κλέφτη άπό τήν Χαλκιδική. Τό είχε εξοπλίσει καί εξαποστείλει ό ύπ' αριθμ. 2 Μακεδονικός σύλλογος Αθηνών τών αδελφών Γερογιάννη, πού κατάγονταν επίσης άπ' τή Χαλκιδική καί ήσαν ό ένας αντισυνταγματάρχης καί δ άλλος καθηγητής. Τό μικρό σώμα ήταν ανεξάρτητο άπ' όλα τ' άλλα καί τήν όλη όργάνωσι, σωστό δηλ. καπετανάτο, καί είχε έναν Αλλάχ καί ένα Προφήτη, τους αδελφούς   Γερογιάννη.
Σ' αυτό τό σώμα ζήτησε καί βρήκε καταφύγιο δ Μητρούσης. Του έφερε τρία γερά τουφέκια καί όλη τή φλόγα του πάθους του. Ακράτητος ξαμολύθηκε πιά στά βουλγαροχώρια κι αχόρταγα έστελνε νά συναντήσουν τή γυναικά του  όσους εύρισκε. Ό Τάσκα καί οι άλλοι βοεβοδάδες καί κομιτατζήδες είχαν έξαφανισθή. Μιά νύχτα στο Καρατζάκιοϊ σκότωσεν ένα πλήθος χωρικούς.
Στο νυκτερινό επεισόδιο στάς Αθήνας με τους χωροφυλακής καί πολίτες ό Μητρούσης έχασε τό μαχαίρι του. Χάλασε τον κόσμο, γιά νά τό βρή. Με τον καπετάν Στέργιο Βλάχμπεη άπ' τή Τζουμαγιά (Ηράκλεια) γιά διερμηνέα απασχόλησε πολλές ώρες καί μέρες τό αστυνομικό τμήμα. Είχε σημειώσει στή λαβή του με τομές ένα ένα τον αριθμό τών θυμάτων του. Ετσι έγραφαν τότε οι αγράμματοι χωρικοί καί τους βερεσέδες των σε ξυλαράκια (ραμπούσια).
Τό ομαδικό έγκλημα του Καρατζάκιοϊ προκάλεσε πολύ θόρυβο καί πάταγο. Είχε καθιερωθή, φαίνεται,   δτι οί Έλληνες   έπρεπε απλώς νά κάμνουν κηδείες, να καταθέτουν στεφάνια, να εκφωνούν επικήδειους και το πολύ πολύ νά συντάσσουν ψηφίσματα και διαμαρτυρίες.
Ή συγκίνησι, ο - θόρυβος και ή κατακραυγή, έστω και φαρισαϊκή, για την εκατόμβη του Καρατζάκιοϊ ανάγκασε το «κέντρο» των Σερρών νά έκδώση διαταγή στον Γιαγλή και στον Μητρούση νά φύγουν οπωσδήποτε το ταχύτερο από τήν περιφέρεια του και όλη τή Μακεδονία. Έκινητοποιήθηκαν μάλιστα εναντίον τους και τ άλλα σώματα. Έτσι υποχρεώθηκε το ανεξάρτητο καπετανάτο ν’ αποχώρηση και νά ιδή γιά πρώτη και τελευταία φορά ο Μητρούσης τήν Αθήνα, όπου είχε το επεισόδιο με τους χωροφύλακες και τήν χειραψία με τόν Διάδοχο.
 Ύστερα από δύο μήνες ξαναγύρισε ό Μητρούσης στην περιοχή του των Σερρών.    Δεν τόν σήκωνε το κλίμα των Αθηνών και   δεν του άρεζε ή
ζωή τους.
—  Τί με κρατάτε εδώ φυλακισμένο; επαναλάμβανε αδιάκοπα.
—   Άσχημα είναι εδώ, καϋμένε Μητρούση; του έλεγαν οι φίλοι του.  Έχει καφενεία, θέατρα, γυναίκες.
—  Μωρέ, δεν καταλαβαίνετε σεις; Δεν μπορώ νά γυρίζω έτσι χασομέρης στους δρόμους.  Έμεινα μισός άνθρωπος. Θέλω νά γυρίσω στή δουλειά μου, εκεί πού με ξέρουνε και οι πέτρες.
Ή φήμη έφερε τόν Μητρούση γιά ένα απ’ τους ικανότερους οπλαρχηγούς. Ό θάνατος του τόν ανέδειξε και ήρωϊκώτερο. Το βασίλειο του απλώνονταν από τήν Καλένδρα ως τόν Αχινό.  Έμπαινε όμως συχνά και μέσα στις Σέρρες. Είχε αποφασίσει μιά μέρα νά χυμήξη μέρα μεσημέρι στο βουλγαρικό σχολείο της πόλεως, οπότε δεν θά καλοπερνούσαν οι δάσκαλοι και οι προφεσόροι του. Άλλα ό φίλος και συνεργάτης του Κων. Παπαδόπουλος, πού προτίμησε παρά τήν αρχική ύπόσχεσί του νά πάη μαζί του στο βουνό νά παραμείνη στή πόλι και νά τόν βοηθάη άπ' τήν ησυχία και τήν καλοπέρασί της, ειδοποίησε τήν τουρκική αρχή. Και το σχέδιο ματαιώθηκε.
Στις 13 Ιουλίου 1907 ό Μητρούσης βρίσκονταν με το σώμα πάλι στις Σέρρες στή συνοικία Καμενίκια μέσα σ' ένα σπίτι κοντά στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας. Κάποιος τόν πρόδωσε. Ό καπετάν Στέργιος Βλάχμπεης από τήν Τζουμαγιά ύποστήριζεν ότι ό προδότης ήταν ό Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος και γι* αυτό τόν έξετέλεσε αργότερα σύμφωνα με διαταγή του «κέντρου» μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου   τών Σερρών.
Πολυάριθμος τουρκικός στρατός εκύκλωσε το σπίτι και ένας αξιωματικός εκτυπησε τήν πόρτα. Ό Μητρούσης την ανοίγει απότομα τραβάει μέσα τόν αξιωματικό και τόν αποκεφαλίζει. Πηδάει έπειτα στην αυλή της Ευαγγελίστριας και κάτω από βροχή σφαίρες μπαίνει στην εκκλησία. Αυτός με τον ανεψιό του Μιχάλη πιάνουν το κωδωνοστάσιο και ό εξάδελφος του Γιοβάνης με τόν Παναγιώτου τήν εκκλησία.    Ό Θεόδωρος Τουρλιαντζής, πού είχε σπάσει το πόδι του, και ένας άλλος,   πού είχε πληγωθή, κάηκαν μέσα στο σπίτι.
Άπ' το κωδωνοστάσιο και τήν εκκλησία τά τέσσερα παλληκάρια εβάστάξαν ένα επτάωρο ήρωϊκό αγώνα. Ό Μητρούσης έστελνε στή μυρμηγκιά τών Τούρκων τις σφαίρες και τις βρυσιές του. Κι όταν τά φυσίγγια του σώθηκαν, σκότωσε τόν ανεψιό του και ξεκοίλιασε με το μαχαίρι του τόν εαυτό του. Οι άλλοι δύο αιχμαλωτίστηκαν και στις 7 Δεκεμβρίου 1907 τους κρέμασαν. Μπροστά στην κρεμάλα τήν τελευταία στιγμή ό Γιοβάνης και ό Παναγιώτου ύβρισαν τους Τούρκους και έζητωκραύγασαν γιά τήν μακρυνή Ελλάδα.
Πλήθος γυναίκες τών Σερρών θέλησαν νά ακολουθήσουν τήν εκφορά του Μητρούση και αργότερα τών δύο κρεμασμένων συντρόφων του. Μά τις εκυνήγησε ή τουρκική αστυνομία.
Ό μακαρίτης μουσικοσυνθέτης και ποιητής Αιμίλιος Ριάδης έγραψε στο Μόναχο, όπου τότε σπούδαζε, ένα ποίημα γιά τόν θάνατο του Μητρούση από 60 έξάστιχες στροφές! Αρχίζει* «Γλυκά σιγοσβύνει της μέρας τ' αστέρι». Ετοίμαζε και ένα ορατόριο, αφιερωμένο στον ήρωα τών Σερρών. Είχε πάθει, όπως λέγουν παλαιοί φίλοι του,  αληθινή «μητρουσίτιδα».
Και ήταν πραγματικά άξιος του ενθουσιασμού αυτού και του γενικού θαυμασμού ό άφθαστος όσο και αγνός «χωρίς φόβο και κηλίδα» ήρωας.

http://ermionh.blogspot.gr
 
Top