Ένα απο τα διηγήματα του βιβλίου που είναι αληθινές ιστορίες ανθρώπων...
Φάρος στην τρικυμία της Πόλης.
Έκανε ένα ζεστό μπάνιο και πλάγιασε κατάκοπος στα μυρωδάτα σεντόνια. Είχε πολύ δύσκολη μέρα! Υπάρχουν μέρες που κυλούν τόσο ανέμελα! Υπάρχουν άλλες που νιώθεις πως ολόκληρη η ζωή έχει εγκλωβιστεί μέσα σε μια μέρα! Κάπως έτσι έφυγε τούτη η Παρασκευή… Με τα λεπτά να μοιάζουν αιώνες κι η αγωνία να αλλοιώνει τα συναισθήματα και τη λογική του. Έφυγε έντρομος από τη δουλειά, όταν τον ειδοποίησαν από το σχολείο πως ο μικρός του γιος χτύπησε στο κεφαλάκι του. Ατελείωτες ένιωθε τις ώρες του νοσοκομείου. Εξετάσεις, ράμματα, παρακολούθηση μη τυχόν παρουσιάσει οποιοδήποτε σύμπτωμα… Τελικά, όλα καλά. Δόξα τω Θεώ! Ένα παιδικό χτύπημα ήταν, από εκείνα που είσαι σίγουρος πως κάποιος Άγγελος προστάτευσε από μεγάλο κακό.
Τώρα, ένιωθε να αρπάζεται γλυκά από το λυτρωτικό μεθύσι του ύπνου. Ξαφνικά πετάχτηκε ταραγμένος πάνω. “Ο Βασίλης… Παναγία μου!” Η ώρα ήταν περασμένες 11:00. Θα τον περίμενε από τις 4:00μ.μ έξω από το πανεπιστήμιο.
Ο Βασίλης είναι ένας νέος άνθρωπος. Τετραπληγικός με μόνη δυνατή κίνηση δύο – τριών δαχτύλων του δεξιού χεριού. Κι αυτό, με μεγάλο κόπο και φυσικοθεραπείες. Σπουδαία ψυχή, δυνατό πνεύμα, σπάνια καρδιά. Σπούδαζε στο πανεπιστήμιο Φιλολογία.
Είχε αναλάβει να τον πηγαίνει στα μαθήματα με το αυτοκίνητό του κάθε πρωί, πριν πάει στην δουλειά του. Αλλά και στην επιστροφή. Το μεσημέρι τον έβγαζαν οι συμφοιτητές του στο πεζοδρόμιο, για να μην καθυστερούν πολύ. Ήδη ήταν δύσκολο και επικίνδυνο κυρίως για τον αυχένα του, να τον πάρει αγκαλιά και να τον βάλει στο αυτοκίνητο.
Ήταν χρόνια φίλοι. Γνωρίστηκαν όταν ήταν φοιτητής στο ίδρυμα που διαμένει από παιδί ο Βασίλης. Σιγά – σιγά έγιναν αδελφικοί φίλοι. Στο όνειρο του Βασίλη να τελειώσει το πανεπιστήμιο ήταν πρωτεργάτης. Μα πώς θα μπορούσε να μην τον βοηθήσει; Ο Βασίλης είναι ένας από τους πιο δυνατούς και σπουδαίους ανθρώπους που πέρασαν από τη Γη. Σπουδάζει, μελετά, φτιάχνει ένα περιοδικό μαζί με φίλους του, παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα σε παιδιά φίλων και γνωστών, ή φτωχών οικογενειών χωρίς να λαμβάνει καθόλου χρήματα. Ζωγραφίζει, γράφει ποιήματα και λατρεύει τη βόλτα στο πάρκο, απέναντι από το ίδρυμα. Χαίρεται να μυρίζει το νοτισμένο χώμα, να νοιώθει τη δροσιά των δέντρων, να βλέπει τα χρώματα των λουλουδιών, την ελευθερία των πουλιών…
Κι όλα αυτά, με μόνη δυνατή κίνηση κάποιων δαχτύλων. Τίποτε άλλο! Η καθημερινότητα για κείνον είναι κόπος και πόνος. Να εξαρτάσαι από τον άλλον για το καθετί. Για τα πάντα! Για τα πιο απλά! Γι’ αυτά που εμείς δεν δοξάσαμε ποτέ… Δεν δοξάσαμε που κινούμε τα χέρια μας, που τρώμε μόνοι μας, που ταχτοποιούμε τις σημαντικές μας ανάγκες μόνοι μας, που μπορούμε να διώξουμε μια μύγα από το μάγουλό μας, που μπορούμε να χτενίζουμε τα μαλλιά μας, να κόβουμε τα νύχια μας, να σκύψουμε να κόψουμε κ’ να μυρίσουμε ένα λουλούδι… Μόνοι μας!
Για τον Βασίλη κανείς δεν ξέρει ποιες είναι οι ώρες του πόνου, του παράπονου, του λυγμού του! Κανείς δεν ξέρει αν έχει τέτοιες ώρες ο Βασίλης. Δεν τις φανερώνει. Μόνο ο Θεός ξέρει!
Και πραγματικά θα ‘ναι πολύ περήφανος ο Δημιουργός Του που υπάρχει τέτοια ψυχή. Ψυχή που έχει φθάσει στην Θέωση! Μόνο ένας Άγιος μπορεί να νιώθει τη ζωή χαρά και δώρο παρατηρώντας την καθηλωμένος σ’ ένα καροτσάκι. Για πάντα! Για όσο…
Εκείνη λοιπόν την ημέρα, σαστισμένος από την αγωνία του για το παιδί… τον ξέχασε!!! Τον ξέχασε για ώρες, έξω από το Πανεπιστήμιο.
Ντύθηκε σε δευτερόλεπτα, μπήκε στο αμάξι κι άρχισε να τρέχει.
Τα μάτια του υγρά, ένας κόμπος στο λαιμό και η σκέψη του μπερδεμένη. Δεν θέλει να δικαιολογηθεί. Να δικαιώσει έστω για λίγο τον εαυτό του! Ο Βασίλης έχει μείνει πάνω από επτά ώρες στον δρόμο πεινασμένος, διψασμένος, ανάλλαγος… Ίσως να κρύωνε ή το απόγευμα να ζεσταινόταν αφόρητα. Ίσως να ήταν για ώρα σε σημείο που τον χτυπούσε ο ήλιος… Πόσο άσχημα θα ένιωθε; Σωματικά και ψυχικά! Θεέ μου! Τι βασανιστικό αυτό που έγινε! Αυτό που έκανε… Πόσο θα είχε κουραστεί… Φθάνει στο σημείο συνάντησης! Εκεί ήταν! Ακόμη!
Τον πλησιάζει, δεν έβγαινε φωνή, τα μάτια του έκλαιγαν…
Μα ο Βασίλης του χαμογελούσε: “Σώπα! Πώς κάνεις έτσι; Πού θα πήγαινα και ανησύχησες; Το παιδί να είναι καλά! Εγώ πέρασα μια διαφορετική μέρα. Είδα ανθρώπους να περνούν, παιδιά να γελούν, παρατηρούσα τις μορφές τους… Που θα χα τέτοια ευκαιρία;” Με χιούμορ και αυτοσαρκασμό τον παρηγορούσε σε όλο το δρόμο, όλες τις επόμενες μέρες.
Αγάπης επαίτης στη ζωή μου ξένος
Κόσσυβα Σίσσυ
Εκδόσεις Αρμός
Φάρος στην τρικυμία της Πόλης.
Έκανε ένα ζεστό μπάνιο και πλάγιασε κατάκοπος στα μυρωδάτα σεντόνια. Είχε πολύ δύσκολη μέρα! Υπάρχουν μέρες που κυλούν τόσο ανέμελα! Υπάρχουν άλλες που νιώθεις πως ολόκληρη η ζωή έχει εγκλωβιστεί μέσα σε μια μέρα! Κάπως έτσι έφυγε τούτη η Παρασκευή… Με τα λεπτά να μοιάζουν αιώνες κι η αγωνία να αλλοιώνει τα συναισθήματα και τη λογική του. Έφυγε έντρομος από τη δουλειά, όταν τον ειδοποίησαν από το σχολείο πως ο μικρός του γιος χτύπησε στο κεφαλάκι του. Ατελείωτες ένιωθε τις ώρες του νοσοκομείου. Εξετάσεις, ράμματα, παρακολούθηση μη τυχόν παρουσιάσει οποιοδήποτε σύμπτωμα… Τελικά, όλα καλά. Δόξα τω Θεώ! Ένα παιδικό χτύπημα ήταν, από εκείνα που είσαι σίγουρος πως κάποιος Άγγελος προστάτευσε από μεγάλο κακό.
Τώρα, ένιωθε να αρπάζεται γλυκά από το λυτρωτικό μεθύσι του ύπνου. Ξαφνικά πετάχτηκε ταραγμένος πάνω. “Ο Βασίλης… Παναγία μου!” Η ώρα ήταν περασμένες 11:00. Θα τον περίμενε από τις 4:00μ.μ έξω από το πανεπιστήμιο.
Ο Βασίλης είναι ένας νέος άνθρωπος. Τετραπληγικός με μόνη δυνατή κίνηση δύο – τριών δαχτύλων του δεξιού χεριού. Κι αυτό, με μεγάλο κόπο και φυσικοθεραπείες. Σπουδαία ψυχή, δυνατό πνεύμα, σπάνια καρδιά. Σπούδαζε στο πανεπιστήμιο Φιλολογία.
Είχε αναλάβει να τον πηγαίνει στα μαθήματα με το αυτοκίνητό του κάθε πρωί, πριν πάει στην δουλειά του. Αλλά και στην επιστροφή. Το μεσημέρι τον έβγαζαν οι συμφοιτητές του στο πεζοδρόμιο, για να μην καθυστερούν πολύ. Ήδη ήταν δύσκολο και επικίνδυνο κυρίως για τον αυχένα του, να τον πάρει αγκαλιά και να τον βάλει στο αυτοκίνητο.
Ήταν χρόνια φίλοι. Γνωρίστηκαν όταν ήταν φοιτητής στο ίδρυμα που διαμένει από παιδί ο Βασίλης. Σιγά – σιγά έγιναν αδελφικοί φίλοι. Στο όνειρο του Βασίλη να τελειώσει το πανεπιστήμιο ήταν πρωτεργάτης. Μα πώς θα μπορούσε να μην τον βοηθήσει; Ο Βασίλης είναι ένας από τους πιο δυνατούς και σπουδαίους ανθρώπους που πέρασαν από τη Γη. Σπουδάζει, μελετά, φτιάχνει ένα περιοδικό μαζί με φίλους του, παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα σε παιδιά φίλων και γνωστών, ή φτωχών οικογενειών χωρίς να λαμβάνει καθόλου χρήματα. Ζωγραφίζει, γράφει ποιήματα και λατρεύει τη βόλτα στο πάρκο, απέναντι από το ίδρυμα. Χαίρεται να μυρίζει το νοτισμένο χώμα, να νοιώθει τη δροσιά των δέντρων, να βλέπει τα χρώματα των λουλουδιών, την ελευθερία των πουλιών…
Κι όλα αυτά, με μόνη δυνατή κίνηση κάποιων δαχτύλων. Τίποτε άλλο! Η καθημερινότητα για κείνον είναι κόπος και πόνος. Να εξαρτάσαι από τον άλλον για το καθετί. Για τα πάντα! Για τα πιο απλά! Γι’ αυτά που εμείς δεν δοξάσαμε ποτέ… Δεν δοξάσαμε που κινούμε τα χέρια μας, που τρώμε μόνοι μας, που ταχτοποιούμε τις σημαντικές μας ανάγκες μόνοι μας, που μπορούμε να διώξουμε μια μύγα από το μάγουλό μας, που μπορούμε να χτενίζουμε τα μαλλιά μας, να κόβουμε τα νύχια μας, να σκύψουμε να κόψουμε κ’ να μυρίσουμε ένα λουλούδι… Μόνοι μας!
Για τον Βασίλη κανείς δεν ξέρει ποιες είναι οι ώρες του πόνου, του παράπονου, του λυγμού του! Κανείς δεν ξέρει αν έχει τέτοιες ώρες ο Βασίλης. Δεν τις φανερώνει. Μόνο ο Θεός ξέρει!
Και πραγματικά θα ‘ναι πολύ περήφανος ο Δημιουργός Του που υπάρχει τέτοια ψυχή. Ψυχή που έχει φθάσει στην Θέωση! Μόνο ένας Άγιος μπορεί να νιώθει τη ζωή χαρά και δώρο παρατηρώντας την καθηλωμένος σ’ ένα καροτσάκι. Για πάντα! Για όσο…
Εκείνη λοιπόν την ημέρα, σαστισμένος από την αγωνία του για το παιδί… τον ξέχασε!!! Τον ξέχασε για ώρες, έξω από το Πανεπιστήμιο.
Ντύθηκε σε δευτερόλεπτα, μπήκε στο αμάξι κι άρχισε να τρέχει.
Τα μάτια του υγρά, ένας κόμπος στο λαιμό και η σκέψη του μπερδεμένη. Δεν θέλει να δικαιολογηθεί. Να δικαιώσει έστω για λίγο τον εαυτό του! Ο Βασίλης έχει μείνει πάνω από επτά ώρες στον δρόμο πεινασμένος, διψασμένος, ανάλλαγος… Ίσως να κρύωνε ή το απόγευμα να ζεσταινόταν αφόρητα. Ίσως να ήταν για ώρα σε σημείο που τον χτυπούσε ο ήλιος… Πόσο άσχημα θα ένιωθε; Σωματικά και ψυχικά! Θεέ μου! Τι βασανιστικό αυτό που έγινε! Αυτό που έκανε… Πόσο θα είχε κουραστεί… Φθάνει στο σημείο συνάντησης! Εκεί ήταν! Ακόμη!
Τον πλησιάζει, δεν έβγαινε φωνή, τα μάτια του έκλαιγαν…
Μα ο Βασίλης του χαμογελούσε: “Σώπα! Πώς κάνεις έτσι; Πού θα πήγαινα και ανησύχησες; Το παιδί να είναι καλά! Εγώ πέρασα μια διαφορετική μέρα. Είδα ανθρώπους να περνούν, παιδιά να γελούν, παρατηρούσα τις μορφές τους… Που θα χα τέτοια ευκαιρία;” Με χιούμορ και αυτοσαρκασμό τον παρηγορούσε σε όλο το δρόμο, όλες τις επόμενες μέρες.
Αγάπης επαίτης στη ζωή μου ξένος
Κόσσυβα Σίσσυ
Εκδόσεις Αρμός