Από τον καθηγητή φυσικής αγωγής Σταύρο Λιλόγλου
Μέχρι και τρεις φορές πιο πάνω σε σχέση με τα επίπεδα ηρεμίας, έπειτα από άσκηση διάρκειας 30 λεπτών, αυξήθηκαν τα επίπεδα της β-ενδορφίνης σε αλκοολικά άτομα, δείχνοντας ότι το ενδογενές οπιούχο σύστημα αυτών των ατόμων είναι ενεργό και μπορεί να παίξει κάποιο ρόλο στη μειωμένη διάθεση για αλκοόλ μετά την άσκηση, όπως επισημαίνει ο αναπληρωτής καθηγητής στο ΤΕΦΑΑ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Θανάσης Τζιαμούρτας.Ειδικότερα, όπως εξηγεί, μελέτες που πραγματοποιήθηκαν στο Κέντρο Έρευνας και Αξιολόγησης της Φυσικής Απόδοσης και το εργαστήριο Ψυχολογίας της Άσκησης και Ποιότητας Ζωής του ΤΕΦΑΑ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, το εργαστήριο Βιοχημείας της Άσκησης του Ινστιτούτου Σωματικής Απόδοσης και Αποκατάστασης του ΚΕΤΕΑΘ, με επικεφαλής τον ίδιο, σε συνεργασία με την Ψυχιατρική Κλινική της Ιατρικής Σχολής του ίδιου πανεπιστημίου, έδειξαν ότι τα αλκοολικά άτομα αύξησαν τα επίπεδα της β-ενδορφίνης μέχρι και τρεις φορές πιο πάνω σε σχέση με τα επίπεδα ηρεμίας, ύστερα από άσκηση διάρκειας 30 λεπτών.
Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν, σύμφωνα με τον κ.Τζιαμούρτα, ότι το ενδογενές οπιούχο σύστημα αυτών των ατόμων είναι ενεργό και μπορεί να παίξει κάποιο ρόλο στη μειωμένη διάθεση για αλκοόλ μετά την άσκηση. Επόμενο βήμα είναι να αξιολογηθεί και η επιθυμία για αλκοόλ αυτών των ατόμων μετά την άσκηση και να εξεταστεί, εάν υπάρχει κάποια συσχέτιση μεταξύ της επιθυμίας για αλκοόλ και των επιπέδων της β-ενδορφίνης.
«Ευελπιστούμε, ότι στο τέλος ίσως να μπορέσουμε να βρούμε ένα συμπληρωματικό μηχανισμό στήριξης που θα βοηθά τον κλινικό γιατρό στην αντιμετώπιση ενός τόσο σοβαρού προβλήματος της κοινωνίας», σημειώνει ο κ. Τζιαμούρτας.
Το πρόβλημα
Η καθημερινή κατανάλωση μικρής ποσότητας αλκοόλ (10-15 γραμμάρια αιθανόλης) συνδέεται με θετικές επιδράσεις όσον αφορά τη μείωση του κινδύνου θανάτου από στεφανιαία νόσο κι άλλες αγγειακές παθήσεις, ενώ έχει βρεθεί ότι μπορεί να αυξήσει και τα επίπεδα της καλής χοληστερόλης (HDL).
Η καθημερινή κατανάλωση μικρής ποσότητας αλκοόλ (10-15 γραμμάρια αιθανόλης) συνδέεται με θετικές επιδράσεις όσον αφορά τη μείωση του κινδύνου θανάτου από στεφανιαία νόσο κι άλλες αγγειακές παθήσεις, ενώ έχει βρεθεί ότι μπορεί να αυξήσει και τα επίπεδα της καλής χοληστερόλης (HDL).
Ωστόσο, πολλά προβλήματα μπορεί να δημιουργηθούν από την υπέρμετρη λήψη αλκοολούχων ποτών. Η κατάχρηση αλκοόλ, παγκοσμίως, δεν ξεχωρίζει κουλτούρες, ηλικίες, κοινωνικό, οικονομικό ή μορφωτικό επίπεδο. Η υπέρμετρη λήψη αλκοολούχων ποτών δημιουργεί αρνητικές συνέπειες, οι οποίες εντοπίζονται τόσο σε οικονομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.
Οι προεκτάσεις του σε οικονομικό επίπεδο μπορεί ν’ ανέλθουν σε πολλά εκατομμύρια ευρώ, αφού οι αρνητικές συνέπειες του αλκοόλ συνδέονται με εγκλήματα, ατυχήματα, τροχαία, και νοσηλείες.
Η κατάχρηση οινοπνευματωδών ποτών εκτιμάται ότι είναι υπεύθυνη για το 7,4% των προβλημάτων υγείας και των πρόωρων θανάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), ενώ παρατηρείται αύξηση της υπερβολικής χρήσης (binge drinking) και της βαριάς χρήσης αλκοόλ μεταξύ των εφήβων.
Η απεξάρτηση από το αλκοόλ, προσθέτει, είναι πολύ δύσκολη και το ποσοστό υποτροπής κυμαίνεται από 60% έως 90%, ενώ χαμηλό είναι και το ποσοστό θεραπείας, αφού περίπου μόνο το 20% των αλκοολικών διακόπτουν τη λήψη οινοπνεύματος. Η διερεύνηση εναλλακτικών τρόπων αντιμετώπισης της εξάρτησης είναι κάτι, το οποίο εξετάζουν έντονα οι ερευνητές τα τελευταία χρόνια.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, εξηγεί, η σωματική άσκηση θα μπορούσε να παίξει σημαντικό συμπληρωματικό ρόλο στην αποφυγή επανάληψης λανθασμένων πρακτικών από την πλευρά των εξαρτημένων από το αλκοόλ ατόμων.
Ο λόγος βρίσκεται στο γεγονός ότι υπάρχει μια κοινή ουσία του αίματος, που επηρεάζεται τόσο από το αλκοόλ όσο και από την άσκηση για να προσδώσει το αίσθημα της ευχαρίστησης. Η ουσία αυτή, σύμφωνα με τον ερευνητή, ονομάζεται β-ενδορφίνη και αποτελεί μέρος του ενδογενούς οπιούχου συστήματος του οργανισμού. Το αλκοόλ αυξάνει τα επίπεδα της β-ενδορφίνης κι έτσι το άτομο που το καταναλώνει αισθάνεται ευχάριστα.
Το πρόβλημα δημιουργείται από το γεγονός, ότι από ένα σημείο και μετά αυτό το σύστημα υπολειτουργεί, με αποτέλεσμα να μην εκκρίνεται αρκετή ποσότητα β-ενδορφίνης και το άτομο να χρειάζεται να πιει περισσότερο για να αισθανθεί ευχάριστα.
Η άσκηση με τη σειρά της αυξάνει τα επίπεδα της β-ενδορφίνης και ο ασκούμενος αισθάνεται ευχάριστα, κάτι που στη βιβλιογραφία αποκαλείται η ευχαρίστηση του δρομέα (runner’s high).
«Μέχρι τώρα δεν γνωρίζαμε, εάν τα εξαρτώμενα από το αλκοόλ άτομα μπορούν να αυξήσουν τα επίπεδα της β-ενδορφίνης κατά τη διάρκεια της άσκησης», καταλήγει ο αναπληρωτής καθηγητής στο ΤΕΦΑΑ στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Θανάσης Τζιαμούρτα.