Η κρίση ανέδειξε στη μαρκίζα, το πιο σοβαρό απ΄ όλα τα λάθη των Ελλήνων. Ό,τι ψηφίσαμε 35 χρόνια τώρα ήταν λάθος.
Κι εσύ, κι εγώ, και όλοι. Ψηφίσαμε ξαδέλφια, αγράμματους, γλύφτες, ανεπρόκοπους. Ψηφίσαμε γλοιώδεις αναρριχητές, κομπάρσους της κοινωνίας, απάτριδες λασπολόγους, φελλούς εγωιστές. Θα μου πείτε δεν υπήρξαν εξαιρέσεις; Σίγουρα ναι. Κι αυτό ακριβώς επιβεβαιώνει τον κανόνα.
Πλην των εξαιρέσεων λοιπόν, οι υπόλοιποι που θήτευσαν στα έδρανα της εθνικής αντιπροσωπείας οφείλουν στον εαυτό τους, στα παιδιά της Ελλάδας, στην ελεημοσύνη του παντοδύναμου μια γενναία αποχώρηση. Να βάλουν εκουσίως πενθοβραχιόνιο μια πιθαμή στ’ αριστερό, να παραδώσουν κλειδιά, χαρτιά, αμάξια, κοστούμια, διαμερίσματα, κινητά, και να πάρουν γονατιστοί τον ανήφορο για την Παναγιά της Τήνου μήπως κι η Ιστορία τους λυπηθεί.
Δεν ήξεραν δεκαετίες τώρα καν να κάνουν ανάγνωση του προϋπολογισμού και τον ψήφιζαν! Ή δεν τον ψήφιζαν, ανάλογα με τις κομματικές γραμμές. Αυτοί οι 280, κι οι προηγούμενοι, κι οι πιο προηγούμενοι, να βρουν ένα μοναστήρι να σταλάξουν την προδοσία ως οιμωγή, μια λεγεώνα των ξένων να υπηρετήσουν ισόβια παρέα με τις τύψεις τους, να ψάξουν μιαν έρημο να χαθούν μετανοούντες πικρά, να ζήσουν με ξύδι και βατόμουρα σαν τον Σεραφείμ του Σαρώφ έρμαιοι στο χιονιά.
Ούτε οι μεν ξέρουν γιατί ψηφίσαν το Μνημόνιο, ούτε οι άλλοι γιατί δεν το ψήφισαν. Δουλεύαν τάχα για τα τοπικά τους συμφέροντα κι αδιαφορούσαν για το δάσος που καίγονταν, έβλεπαν τα συντρίμμια κι έκλειναν τα μάτια για το μικροσυμφέρον των βλαμμένων που τους στείλαμε στη βουλή. Καμία εθνική πολιτική στην Άμυνα, κανένα φιλότιμο για την Παιδεία που τη μεταρρύθμισαν δέκα φορές ώστε να γίνει μεταλλαγμένη σόγια, κανένα άγχος για το τέρας του δημοσίου ελλείμματος που δεν ξέρω κι αν πολλοί σκαμπάζουν να το γράψουν ( είτε με γράμματα είτε σε αριθμό). Μέτριοι, άβουλοι, θλιβεροί, στο καλάμι της εξουσίας, άφρονες, χτικιά, λεζάντα και κουφότητα.
«Χρόνια Πολλά» κάθε Πάσχα με τη μουτσούνα τους στις εφημερίδες, κηδείες, γάμοι, βαφτίσια ήταν το κριτήριο ψηφολείας, απευθύνονται σε κρετίνους, μας λογιάζαν για μοσχάρια. Κατάντια εμείς, συμφορά αυτοί, λαός πολτός εμείς, παράσιτα πολυτελείας εκείνοι, κούσπα αδιαπέραστη. Δίχως ινδάλματα, χωρίς ιδέες, απαίδευτοι, προσκυνημένοι. Πορτρέτα και καλά με σηκωμένα μανίκια, κι από ουσία ένα αβυσσαλέο ολοστρόγγυλο μηδενικό.
Κι όσοι τώρα σπρώχνονται και ποθούν να είναι υποψήφιοι, θα έπρεπε πρώτα να σπαράξουν στην απελπισία. Για πού ετοιμάζονται τα μειράκια ; Χορεύουν και γλεντάν λέει γιατί θα είναι υποψήφιοι, αντί να περιπέσουν σε μελαγχολία, να αισθανθούν το βάρος της αξίας, να πιάσουν το κεφάλι με τα δυο τα χέρια και να μη σηκωθούν πριν περάσουν διακόσες μέρες περισυλλογής. Βλέπω περισπούδαστες αναλύσεις, οικονομολόγοι πανεπιστήμονες των ντοκτορά, που μας έχωσαν στο βαθύτερο βαθύ : τον τελευταίο τσομπάνο αν είχαμε πρωθυπουργό κι υπουργό δεν θα είχαμε ελεεινοποιηθεί τόσο.
Τρεις πρωθυπουργοί (ένας νυν και δυο πρώην) περιφέρονται στο κοινοβούλιο και δεν ακούς να χτυπούν το κεφάλι τους σε κάθε δεύτερη γωνία νυχθημερόν, βουβοί, αμέτοχοι, τάχα ανεύθυνοι. Να σκίζουν τις σάρκες τους από μετάνοια, οι Ερινύες να τους μετρούν τους εφιάλτες στο άπειρο. Σε τέτοιο ναυάγιο οδηγούμαστε, με τέτοιους πλοηγούς, που να μας κοβόταν το χέρι όταν τους ψηφίζαμε. Άπραγοι, χωρίς αποφασιστικότητα, δίχως φιλότιμο, μας έδεσαν στις ράγες, και τρέχουν τώρα να μας σώσουν, οι ίδιοι Θεέ μου, οι ίδιοι δίχως ντροπή φορέσαν τώρα τη λεοντή του λυτρωτή. Αδίστακτοι οι λαοπλάνοι με τις δειλές μπούρδες και τα βουντού, τις ανθρωποθυσίες και τις μαγγανείες, θαρρούνε πως θα πείσουν το βουερό τραίνο να μην περάσει από πάνω μας. Ας μακαρίζουν που δεν τους πήραμε ακόμη στο κατόπι, αλλά ποτέ δεν ξέρεις, ποτέ δεν ξέρεις… Τη σκάφη με τον ασβέστη, εκείνη που έριχνε η μάνα μου τα καϊσια να σκληρύνουν, την έχω ακόμη.
 
Top